Πασκάλ Μπρυκνέρ: Πώς κατέληξε ο «λευκός» άνδρας ο αποδιοπομπαίος τράγος της εποχής μας; -Διαβάσαμε το νέο βιβλίο

514

Ο διάσημος Γάλλος διανοητής Πασκάλ Μπρυκνέρ στο νέο του βιβλίο «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, εξηγεί πώς η νέα Αριστερά, έχοντας μετατοπίσει το κέντρο βάρους της από την πάλη των τάξεων στην πολιτική ταυτοτήτων, μετατρέπει ρατσιστικά τον λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα σε ένοχο για τα πάντα, οδηγώντας λαϊκιστικά τον δυτικό πολιτισμό σε ένα πολύ επικίνδυνο δρόμο. 

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, στο πολυσυζητημένο νέο δοκίμιο του «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος: Κατασκευάζοντας τον λευκό ως αποδιοπομπαίο τράγο» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη), που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, εξηγεί το μηχανισμό με τον οποίο η Αριστερά και οι δικαιωματιστές, υιοθετώντας μια νέα επιθετική πολιτική ταυτοτήτων και βαφτίζοντας εκ των προτέρων κάθε αντίλογο ως ρατσισμό, πατριαρχική βία και φασισμό, κατασκευάζουν έναν νέο αποδιοπομπαίο τράγο που ενοχοποιείται για όλα. Ο διάσημος Γάλλος διανοητής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια νέα πολιτισμική μάστιγα που γεννήθηκε στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και έχει εξαπλωθεί στην Ευρώπη με μεγάλη ταχύτητα, δημιουργώντας ένα νέο, επικίνδυνο φυλετισμό. 

Πώς ο αντι-ρατσισμός έχει γίνει ένας αντεστραμμένος ρατσισμός που αυτή τη φορά στοχοποιεί τον λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα; Πως η θυματοποίηση διαφόρων μειονοτήτων έχει γίνει πολιτικό εργαλείο στα χέρια της Αριστεράς; Πώς ο «προοδευτικός φεμινισμός έγινε εισαγγελικός φεμινισμός» και από δυναμικό κίνημα που απελευθέρωσε τις γυναίκες αλλά και τους άντρες, κατέληξε να είναι μια δύναμη οπισθοδρόμησης που χτυπά ρατσιστικά τους λευκούς άνδρες, αντιμετωπίζοντάς τους συλλήβδην ως επικίνδυνους βίαιους φαλλοκράτες; Πώς η Ευρώπη διολισθαίνει, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, «από τον προοδευτισµό του τριπτύχου “φεµινισµός – αποαποικιοποίηση – αντιρατσισµός” της παραδοσιακής αριστεράς στον σκοταδισµό που εκπροσωπεί η κακοχωνεµένη made in USA εκδοχή του»; Ο Μπρυκνέρ με το γνωστό του μοντέρνο ύφος και όχι με μια στείρα ακατανόητη ακαδημαϊκή γλώσσα, δίνει απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα, με επιχειρήματα που βασίζονται σε ενδελεχή έρευνα. Ο διαυγής και ψύχραιμος λόγος του -τολμηρός για την εποχή της ψηφιακής υστερίας- βάζει τα πράγματα στη θέση τους, απαντώντας στις ιστορικές ανακρίβειες, τον εύθικτο δικαιωματισμό, την δυστοπική πολιτική ορθότητα που έχει ξεσηκώσει ένα απίστευτο κύμα λογοκρισίας, μετατρέποντας τα κοινωνικά δίκτυα σε λαϊκά δικαστήρια, τα οποία δικάζουν χωρίς στοιχεία και καταδικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες όποιον στοχοποιήσουν, θυμίζοντας στρατοδικείο δικτατορίας φασιστικού ή κομμουνιστικού τύπου.

Βρήκαμε νέο σατανά: Ο λευκός άνδρας φταίει για όλα

«Υπάρχει πάντα η δυνατότητα να συσπειρωθεί μια μεγάλη μάζα ανθρώπων, υπό τον όρο να μείνουν κάποιοι απέξω, ώστε να δέχονται τα χτυπήματά της». Όταν ο Ζίγκμουντ Φρόυντ είχε γράψει τη συγκεκριμένη φράση το 1930, στο έργο του «Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό», μιλούσε για τον αντισημιτισμό. Χρησιμοποιώντας αυτή τη φράση ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, στο νέο του δοκίμιο, καταγγέλλει μια τρομακτική επιστροφή στον φυλετισμό, στον κοινωνικό δηλαδή διαχωρισμό των ανθρώπων βάσει χρώματος και φυλής. Ο αριστερός δικαιωματισμός, αξιοποιώντας την οργή που φουντώνει εύκολα και ταχύτατα στα σόσιαλ μίντια, υιοθετεί ένα νέο αφήγημα που στοχοποιεί οποιονδήποτε άνδρα έχει γεννηθεί λευκός και ετεροφυλόφιλος, ως ένοχο για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, τη βία κατά των γυναικών, τα σκλαβοπάζαρα περασμένων αιώνων, την παιδική εργασία, τους κατακτητικούς πόλεμους, την οικονομική εκμετάλλευση, βάζοντάς τα όλα και όλους άκριτα στο ίδιο τσουβάλι της πατριαρχίας. Ο λευκός ετεροφυλόφιλος άνδρας, σύμφωνα με το εν λόγω αφήγημα, είναι ένοχος γιατί εκπροσωπεί την πατριαρχία, είναι βιαστής και εν δυνάμει γυναικοκτόνος, αφού, όπως λένε οι σκληροπυρηνικές φεμινίστριες, ακόμα κι όταν απλώς φλερτάρει επιθυμεί ύπουλα και συγκαλυμμένα να κυριαρχήσει στις γυναίκες, επιβάλλοντας τους τον πατριαρχικό ζυγό. 

Αριστερά: Από την πάλη των τάξεων, στην εργαλειοποίηση των μειονοτήτων

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ εξηγεί πώς γεννήθηκε όλο αυτό το κύμα απαξίωσης του λευκού άνδρα ως εκπροσώπου της πατριαρχίας. «Αντίθετα με τις προσδοκίες που γεννήθηκαν το 1989, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν την ακολούθησε η κυριαρχία της λογικής, και ακόμα λιγότερο βέβαια της μετριοπάθειας. Μια άλλη ιδεολογία αντικατέστησε τις σωτηριολογικές υποσχέσεις που έδινε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, βασισμένη αυτή τη φορά στη φυλή, στο γένος, στην ταυτότητα. Για τρεις θεωρίες, τη νεοφεμινιστική, την αντιρατσιστική και την αποαποικιακή, ο ένοχος είναι πλέον ο λευκός. Υποβιβασμένος σε απλό φορέα του χρώματος του δέρματός του, είναι πλέον ο απεχθής, ο δαχτυλοδεικτούμενος, ο υπεύθυνος για όλα τα δεινά. Τίποτα δεν εξυπηρετεί καλύτερα αυτές τις τρεις ρητορικές από τη μορφή του Καταραμένου, του λευκού ετεροφυλόφιλου αρσενικού, ο οποίος θεωρείται ό,τι πιο απεχθές». Η πολιτική των ταυτοτήτων, σύμφωνα με τον Γάλλο διανοητή, έρχεται ως από μηχανής θεός για να δώσει νόημα ύπαρξης στην Αριστερά. «Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς σύγχυσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, διαμελισμένης μεταξύ ενός κομμουνισμού με το ένα πόδι στον τάφο και μιας σοσιαλδημοκρατίας σε απόγνωση, η ιδεολογία της ταυτότητας, ο ταυτοτισμός, με προέλευση από το Νέο Κόσμο, χρησιμεύει σαν σανίδα σωτηρίας»

Ο φυλετισμός δίνει το σύνθημα για μια γενικότερη -αναχρονιστική- στοχοποίηση του λευκού άνδρα και η επίθεση έχει τρία μέτωπα: το φεμινισμό, το ρατσισμό και την επίκληση της αποικιοκρατίας. Στις ΗΠΑ και στη δυτική Ευρώπη το φαινόμενο είναι πολύ πιο έντονο, κατά τον Μπρυκνέρ, και έχει αρχίσει να γίνεται ασφυκτικό, μονοπωλώντας και καλύπτοντας τα πάντα στο δημόσιο βίο. Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο «η βιολογία να καθορίζει ξανά τα άτομα, αναπαράγοντας αξιώματα του “επιστημονικού” ρατσισμού του 19ου αιώνα», ενδεδυμένα αυτή τη φορά με έναν αντιρατιστικό μανδύα; Βρισκόμαστε στο 2022 και οι λέξεις «λευκός» και «μαύρος», οι φυλετικοί διαχωρισμοί βάσει χρώματος, τίθενται ξανά ως αντιρατσιστικό αφήγημα που τελικά κάνει αυτό που καταγγέλλει: επιβάλλει έναν ρατσιστικό λόγο, ένα νέου τύπου φυλετισμό που αντιστρέφει τους όρους, βάζοντας δηλαδή, αυτή τη φορά, τον λευκό στο ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. 

Το πολυσυζητημένο νέο δοκίμιο του Πασκάλ Μπρυκνέρ «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος» μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Πώς ο αντιρατσισμός έγινε ο νέος ρατσισμός 

Η ρίζα του κακού, κατά τον Μπρυκνέρ, βρίσκεται στην Αμερική. «Μια εκτεταμένη καμπάνια επανεκπαίδευσης έχει ξεκινήσει στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ, ζητώντας από αυτούς που αποκαλούμε γενικώς ως “λευκούς” να απαρνηθούν τον εαυτό τους» εξηγεί στο νέο βιβλίο του ο σπουδαίος διανοητής. «Πριν από τριάντα χρόνια, υπήρχε ακόμη αρκετή λογική, δεξιά και αριστερά, ώστε να χλευάζονται αυτές οι ανοησίες. Η τελευταία φορά που είχαμε υποστεί την προπαγάνδα για τη φυλή ήταν με τον φασισμό και τον a priori αποκλεισμό ενός μέρους του πληθυσμού κατά τη δεκαετία του 1930. Νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει με αυτές τις θεωρίες. Να όμως που επανέρχονται, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αυτήν τη φορά, με τη μορφή του αντίθετού τους, του αντιρατσισμού, και με νέους πρωταγωνιστές, βρίσκοντας απήχηση ακόμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι κήρυκες της ντροπής, νεοφεμινιστές, αποαποικιστές, ιθαγενιστές, θέλουν οπωσδήποτε να μας αποδείξουν πως ο τρόπος ζωής μας βασίζεται στη φριχτή εκμετάλλευση άλλων λαών και πως πρέπει να δείξουμε μεταμέλεια. Ξαφνικά ένα μέρος του Δυτικού κόσμου φαίνεται απεχθές στα μάτια ορισμένων μειονοτήτων. Όπως ο κύριος Ζουρνταίν, στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου, ήταν πεζογράφος εν αγνοία του, εμείς είμαστε εγκληματίες χωρίς να το ξέρουμε, από το γεγονός και μόνο ότι ζούμε σε αυτόν τον κόσμο. Για να υπάρξουμε, πρέπει πρώτα να επανορθώσουμε». 

Εκείνες οι ΗΠΑ που κάποτε ενσάρκωναν το ιδανικό της ελευθερίας, δεν υπάρχουν πια, σύμφωνα με τον Πασκάλ Mπρυκνέρ. Διαβρωμένη από τον εθνικισμό και με μια διάθεση απομονωτισμού, η αμερικανική κοινωνία βιώνει στο εσωτερικό της έναν βαθύ μετασχηματισμό, που ξεκίνησε με τις κοινωνικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960. Τα γεγονότα εκείνης της εποχής και οι φυλετικές συγκρούσεις που ξέσπασαν, προκάλεσαν μια σειρά από αλυσιδωτά γεγονότα: Οι συντηρητικές δυνάμεις αντέδρασαν και αυτή η «ενίοτε βάναυση συντηρητική αντεπανάσταση», όπως την αποκαλεί ο Μπρυκνέρ, «έφερε μια βίαιη αντίδραση στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος: στο κίνημα των γυναικών και των μειονοτήτων που εκφράζεται με τον εξτρεμισμό του φύλου, με υπερευαισθησία απέναντι στις διακρίσεις, με ακραία ρητορική. Η Αμερική εναντιώνεται στον ρατσισμό με όρους ρατσισμού, “ανάγοντας” τον καθένα στο χρώμα του δέρματός του, αψηφώντας κάθε κοινωνική ανάλυση. Μάχεται το κακό επιδεινώνοντάς το. Το αποτέλεσμα είναι ένας απεριόριστος κατακερματισμός. Αυτή η χώρα τείνει να τρελαθεί, παγιδευμένη ανάμεσα στη σφύρα των οπαδών του Τραμπ και στον άκμονα των φανατικών της “φυλής”».

Πώς η κλασική αριστερά διολίσθησε στα άκρα; 

Ο Μπρυκνέρ, ακτινογραφώντας την γαλλική κοινωνία που γνωρίζει καλά, εξηγεί πώς η στροφή της Αριστεράς στην πολιτική των ταυτοτήτων, μετατρέποντας τον λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα σε αποδιοπομπαίο τράγο της εποχής, ευνοεί την ανάδυση της άκρας δεξιάς, αλλά και λαϊκιστικών κινημάτων οργής όπως τα Κίτρινα Γιλέκα

«Στη Γαλλία», εξηγεί ο Μπρυκνέρ, «διατηρούμε τον παραπλανητικό πλέον όρο “λαϊκές συνοικίες” μόνο για τα υποβαθμισμένα προάστια όπου κατοικούν παιδιά ή εγγόνια μεταναστών. Πρόκειται για μια συναισθηματική και τριτοκοσμική θεώρηση του λαού. Τραγικό λάθος που εξηγεί, μεταξύ άλλων, τη στροφή της εργατικής τάξης προς την άκρα Δεξιά, την παραμέληση των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, αγροτών, υπαλλήλων, μικρών προλεταριοποιημένων επιχειρηματιών, των “ταπεινών λευκών της επαρχίας”, που αποτέλεσαν την καρδιά του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων. Όλα αυτά απορρέουν από την πρόταση που έγινε στους Σοσιαλιστές, το 2010, από το Ίδρυμα Terra Nova, να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές αναφορές στο “λαό”, επιδιώκοντας πρωτίστως τη συμμαχία με τους κοσμοπολίτες αστούς των πόλεων και με τα προάστια. Η επικράτηση του φυλετικού επί του κοινωνικού, του εθνοτικού επί του πολιτικού, του μειονοτικού επί της νόρμας, της μνήμης επί της Ιστορίας, εξηγεί την κατάρρευση της κλασικής Αριστεράς και την ανάδυση μιας Άκρας Αριστεράς που δίνει έμφαση στην υπεράσπιση των εθνικών ταυτοτήτων. Αντί να αγωνίζονται υπέρ της προόδου και να υπερασπίζονται την ισότητα απέναντι στο νόμο, οι σοσιαλδημοκράτες εγκλωβίζονται σε ένα αμφιλεγόμενο φλερτ με ρεύματα που δίνουν έμφαση στις νατιβιστικές προσεγγίσεις και στην αποαποικιοποίηση, ιδεολογικούς μεταπράτες αμερικανικών αντιλήψεων – και μάλιστα, για την ακρίβεια, ενός τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας».

Η στοχοποίηση του κυρίαρχου λευκού: «Είναι όλοι οι άνδρες βιαστές;»

Ο φεμινισμός ή για την ακρίβεια ο νεοφεμινισμός ήταν η κερκόπορτα για να εισέλθει η άκρα Αριστερά στον φυλετισμό, μετατρέποντας την πολιτική των ταυτοτήτων στο νέο της πυρήνα. 

Ο αριστερός δικαιωματισμός για να μπορέσει να καταφέρει να συσπειρώσει τον κόσμο στα κοινωνικά δίκτυα, αφού ο παραδοσιακός του λόγος μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έδειχνε ξεπερασμένος και παλιακός, έπρεπε να βρει έναν σχεδόν τέλειο ένοχο. Βρήκε τον αποδιοοπομπαίο τράγο που έψαχνε στις φεμινιστικές θεωρίες, τον στοχοποίησε με έναν αντι-ρατσιστικό λόγο, του φόρτωσε τα κρίματα ολόκληρης της ανθρωπότητας και τον σταύρωσε για το έγκλημα της πατριαρχίας. Ο λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας έγινε, χωρίς εξαιρέσεις, δυνάστης των γυναικών, βιαστής, γυναικοκτόνος, εργοδότης-σάτυρος, βίαιος πατέρας, καταπιεστικός σύντροφος, φορέας της αποκαλούμενης τοξικής αρρενωπότητας, της χολέρας των καιρών μας. 

Η κουλτούρα της πατριαρχίας έγινε μια κουλτούρα βιασμού. Όποιος τόλμησε να το αμφισβητήσει αυτό έγινε στόχος, διασύρθηκε ως φαλλοκράτης ή, αν επρόκειτο για γυναίκα, ως πατριαρχική κότα που στηρίζει την πατριαρχία (θυμίζουμε την περίπτωση της Κατρίν Ντενέβ που κανιβαλίστηκε, επειδή δήλωσε ότι ένας επιθετικός φεμινισμός τύπου #MeToo με διαδικτυακές καταγγελίες χωρίς στοιχεία κινδυνεύει να ενοχοποιήσει τον ίδιο τον έρωτα). 

Ο Γάλλος διανοητής, συγγραφέας και φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ βλέπει το μέλλον μεταξύ ανδρών και γυναικών ως έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο ρίχνει λάδι ο αριστερός δικαιωματισμός, ο νεοφεμινισμός και η πολιτική των ταυτοτήτων – Φωτογραφία: Getty Images

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, στο ίδιο πλαίσιο, αλλά με μια άρτια και δομημένη επιχειρηματολογία, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δυστοπική μετατροπή του έρωτα και της σεξουαλικής απόλαυσης σε πεδίο κοινωνικής αντιπαλότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, ενός εμφυλίου μεταξύ των φύλων. Ο Γάλλος φιλόσοφος, μιλώντας για τις γυναικτονίες, λέει ότι «πρόκειται για μια μάχη που πρέπει να δίνεται ακατάπαυστα, καθημερινά. Παρά την ψήφιση καινοτόμων νόμων, οι προσβολές, η σωματική κακοποίηση, οι φόνοι εξακολουθούν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Στη Γαλλία, κάθε τρεις μέρες, μια γυναίκα χάνει τη ζωή της από ξυλοδαρμό που προέρχεται από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της (αντίστοιχη βία υπάρχει και στα ζευγάρια των γκέι ή των λεσβιών). Οι πρόεδροι των δικαστηρίων το επαναλαμβάνουν διαρκώς: τα εγκλήματα μεταξύ συζύγων γίνονται συχνότερα την Κυριακή, τότε που η στενή επαφή προκαλεί αλλεργία».

Όμως πόσο βοηθά τις γυναίκες το να αντιμετωπίζονται όλοι οι άνδρες ως βιαστές ή γυναικοκτόνοι; Αυτή η γενίκευση που επιχειρεί ο νέος φεμινισμός μήπως λειτουργεί αντίστροφα, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, οδηγώντας τους άνδρες και τις γυναίκες σε ένα επικίνδυνο εμφυλιακό κλίμα, μετατρέποντας τις σχέσεις σε μια μια μπαρουταποθήκη έτοιμη να εκραγεί; 

Μιλώντας για την «πατριαρχική κουλτούρα του βιασμού», ο νέος εισαγγελικός φεμινισμός, όπως τον αποκαλεί ο Μπρυκνέρ, δεν δίνει μια μάχη υπέρ των γυναικών, αντιθέτως ξεπλένει με μια πολιτικοποίηση της βίας τον εγκληματία, τον βιαστή, τον κακοποιητικό βίαιο άνδρα, αφού τα εγκλήματά του δεν είναι ατομικές πράξεις, αλλά προϊόν μιας κουλτούρας που τον γαλούχησε. Ο Μπρυκνέρ αναρωτιέται: Μήπως τελικά αντί να καταδικάζουν έναν βιαστή εγκληματία, τον αντιμετωπίζουν ως άβουλο έρμαιο που έπεσε θύμα της πατριαρχικής πλεκτάνης; Μήπως μιλώντας γενικά για «πατριαρχική κουλτούρα του βιασμού» ξεπλένουμε εγκληματίες, ενοχοποιώντας την κοινωνία που τους έκανε βιαστές; «Οι θεωρητικοί της “κουλτούρας του βιασμού” ως συστήματος είναι οι χειρότεροι εχθροί της ίδιας τους της άποψης· η υπερβολή των προτάσεών τους τις υποβαθμίζει, ήδη από τη στιγμή οπότε διατυπώνονται. Όσο κατάπτυστο είναι να αρνείται κανείς την τραγωδία του βιασμού, τόσο ύποπτο είναι να την επεκτείνει σε κάθε ερωτική πράξη. Είναι και αυτός ένας άλλος τρόπος να την υποβιβάζει» λέει ο Μπρυκνέρ. 

Με το σαρωτικό όρο «τοξική αρρενωπότητα» που τσουβαλιάζει άπαντες, αθωώνουμε τον συγκεκριμένο εγκληματία και ενοχοποιούμε τον άνδρα γενικά, εξηγεί ο Γάλλος διανοητής. Ή μάλλον όχι γενικά τον άνδρα, αλλά όπως τονίζει, τον λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα, αφού ο νέος φεμινιστικός ακτιβισμός δίνει ελαφρυντικά στις άλλες φυλές ως θύματα της δυτικής αποικιοκρατίας. 

«Θάνατος στην πατριαρχία», γράφει το πλακάτ σε διαδήλωση για τις γυναικοκτονίες στην Ισπανία – Φωτογραφία: AP Images

Ο Μπρυκνέρ αναγνωρίζει τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος που τους 19ο και 20ό αιώνα απελευθέρωσαν τις γυναίκες, προσφέροντάς τους με σημαντικούς αγώνες από το δικαίωμα ψήφου και την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων μέχρι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματός τους και την μισθολογική ισότητα στο χώρο εργασίας. Αναγνωρίζει ότι το #ΜeToo άνοιξε έναν σημαντικό δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση, ωστόσο διαβλέπει επίσης τα σκοτεινά του σημεία: τη συχνά λάθος χρήση της δυναμικής του, τους μηχανισμούς με τους οποίους στοχοποιούνται οι άνδρες γενικά, τους κινδύνους για τον έρωτα, την απόλαυση του σεξ και τις σχέσεις μεταξύ γυναικών/ανδρών από τον αυτοματισμό να αντιμετωπίζεις κάθε ερωτικό κάλεσμα ως έγκλημα, κάθε αυθορμητισμό ως ύπουλη πατριαρχική βία και κάθε λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα ως φαλλοκρατικό γουρούνι ή εν δυνάμει γυναικοκτόνο. «Το #MeToo έβαλε τέλος, θα λέγαμε, σε δεκαετίες ατιμωρησίας. Είναι μια πρόοδος, δίχως καμία αμφιβολία. Δεν απαγορεύεται, ωστόσο, να βλέπουμε τα όριά του ή τους κινδύνους που εγκυμονεί». Είναι πραγματικά απελευθερωτικό για την κοινωνία όταν σπάει ένα απόστημα σιωπής ή όταν διαρραγεί με τόλμη ο πέπλος της συγκάλυψης σε ένα έγκλημα ή σε μια σωρεία εγκλημάτων. Πού αρχίζει όμως και πού τελειώνει όλο αυτό; Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε την αληθινή καταγγελία από μια απόπειρα σπίλωσης ενός ανθρώπου για εκδικητικούς ή άλλους λόγους; Πόσο συνετό είναι να μετατρέπονται τα κοινωνικά δίκτυα σε λαϊκά δικαστήρια και αρένες ψηφιακού λιντσαρίσματος, καταπατώντας το τεκμήριο αθωότητας -έναν από τους βασικότερους πυλώνες στο δυτικό κράτος δικαίου; «Αυτό είναι το πρόβλημα του #MeToo: ορισμένες ακτιβίστριες θεωρούν ότι είναι υπερμοντέρνες, ενώ συχνά είναι τρομερά οπισθοδρομικές, συγχέοντας τη δικαιοσύνη με το λιντσάρισμα», λέει ο Μπρυκνέρ. «Περιφρονούν την αλήθεια, θέλουν μόνο την απλότητα ενός κόσμου κομμένου στα δύο: ο άνδρας, λευκός κατά προτίμηση, πάντα ένοχος· η γυναίκα πάντα θύμα». 

Tα λαϊκά ψηφιακά δικαστήρια της cancel culture

Το έχουμε δει και σε μικρότερης σημασίας πράγματα, όπως για παράδειγμα μια ατυχής δήλωση ενός προσώπου που τον μετατρέπει σε στόχο ψηφιακού λιθοβολισμού. Αυτή η πρακτική στα social media σιγά σιγά έγινε ολόκληρη κουλτούρα, η λεγόμενη Cancel Culture (Η κουλτούρα της ακύρωσης). «Ζητάμε από την κοινή γνώμη να αποφανθεί επιτόπου για θέματα που αγνοεί στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων ενίοτε ακόμα και των ονομάτων των πρωταγωνιστών» λέει ο Μπρυκνέρ. «Καλείται ο καθένας να διαλέξει στρατόπεδο, ειδάλλως θα κατηγορηθεί για συνενοχή με επαίσχυντα άτομα. Μπορεί και η επίσημη δικαιοσύνη να κάνει λάθη ή συχνά να μεροληπτεί, αλλά αυτά τα νέα λαϊκά δικαστήρια καταδικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Τα στρατόπεδα διαμορφώνονται στο κοινό πεδίο της άγνοιας των γεγονότων. Άλλωστε, ο σχηματισμός δικογραφίας, η συγκέντρωση αποδείξεων, η εξέταση μαρτύρων, η διασταύρωση των επιχειρημάτων κατηγορίας και υπεράσπισης, απαιτούν χρόνο. […] Ενώ η δημοκρατική δικαιοσύνη ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο σκοπέλους, να αφήσει ένα έγκλημα ατιμώρητο ή να τιμωρήσει έναν αθώο, η “ψηφιακή” δικαιοσύνη ασκείται στη στιγμή. Θέλει να πλήξει τον υποτιθέμενο ένοχο, έστω και αν καταστραφούν ζωές και καριέρες. Όλα συγχέονται: καθημερινές κουβέντες, αδέξιες προτάσεις, ανάρμοστες χειρονομίες. Ένα απλό σχόλιο αρκεί για να σε αποκαλούν εφ΄ όρου ζωής γουρούνι. Δεν χρειάζεται να έχεις “περάσει στην πράξη”, έχεις ήδη στιγματιστεί. Το διαδίκτυο είναι, από αυτή την άποψη, ένα ανελέητο λάσο, που σε πιάνει όπου κι αν βρίσκεσαι, ακόμα και μισόν αιώνα αργότερα. […] Χωρίς καν ο κατηγορούμενος να προλάβει να απολογηθεί ορισμένοι ανώνυμοι μπορούν να κατασπαράξουν τον οποιονδήποτε με βάση κάποιους ισχυρισμούς και μόνο. Τα επιχειρήματα συνθλίβονται από την αγανάκτηση». 
Αναθεωρητισμός της ιστορίας 

Αυτό το «ανελέητο λάσο του διαδικτύου που σε πιάνει όπου κι αν βρίσκεσαι, ακόμα και μισόν αιώνα αργότερα», έχει πολλά πεδία εφαρμογής. Το βλέπουμε με τη μορφή της πολιτικής ορθότητας να πέφτει με λύσσα μεσαιωνικού ιεροκήρυκα στην Τέχνη, εξοστρακίζοντας σπουδαία βιβλία κλασικής λογοτεχνίας ως ύποπτα έργα που προάγουν πατριαρχικά πρότυπα ή ακυρώνοντας συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημιουργούς, ακόμα και του μεγέθους ενός Ομήρου ή ενός Σαίξπηρ, ως ρατσιστές. Ο αμερικανικός ακαδημαϊκός χώρος, από τον οποίο εκπορεύθηκαν όλες αυτές οι υστερίες, έχει «καταπιεί» τα κινηματογραφικά στούντιο, τη διαφήμιση, τις πλατφόρμες τύπου Νetflix, τη μουσική βιομηχανία, το Instagram, πολιτιστικούς θεσμούς όπως τα Όσκαρ κ.ά. Η πολιτική ορθότητα απαιτεί να ξαγραφτεί η Ιστορία υπό το δικό της φίλτρο. Απαιτεί να πετάξουμε έργα όπως το «Όσα παίρνει ο άνεμος» στον σκουπιδοντενεκέ γιατί απεικονίζει τη δουλεία χωρίς να την καταγγέλλει. Απαιτεί να υπάρχει σε κάθε σήριαλ ένα κάστινγκ μαύρων ηθοποιών απεικoνίζοντας ακόμα και ιστορικά λευκά πρόσωπα ως μαύρους. Απαιτεί να υπάρχει μια γκέι ή λεσβιακή σκηνή ακόμα κι αν το σενάριο δεν το χρειάζεται, έτσι για τη συμπερίληψη. Το κάστινγκ δεν αναζητά πια τους ιδανικούς ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν τους ρόλους ενός έργου, αλλά είναι ένα παζλ συμπερίληψης, όπου τα ποσοστά των λευκών πρέπει να είναι ίδια με των μαύρων, οι διάφορες μειονότητες να εκπροσωπούνται σωστά και πάει λέγοντας. «Η επιβολή ποσοστών, εθνοτικών ή “φύλου”, στην τέχνη είναι διαστροφή», λέει ο Μπρυκνέρ. «Αν ένα έργο πρέπει να εκπροσωπεί μόνον ένα μέρος του πληθυσμού, δεν είναι πια δημιουργία, αλλά κάτι σαν εκλογές με απλή αναλογική! Κάθε ταινία, βιβλίο, όπερα θα έπρεπε να περιλαμβάνει αυτόματα ένα σταθερό ποσοστό εκπροσώπων των μειονοτήτων. Συγχέουμε επιπλέον δύο πράγματα: τις καλές προσθέσεις και το ταλέντο, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις ποσοστώσεις και τη “δίκαιη κατανομή”».

Η πολιτική ορθότητα αφού δυσκολεύεται να επιβάλλει στην επιστήμη της Ιστορίας το αναθεωρητικό της φίλτρο, λέει να ξαναγράψει την ιστορία μέσω των τηλεοπτικών σειρών. Άλλωστε πόσοι διαβάζουν Ιστορία και πόσοι βλέπουν Netflix; Τι να την κάνεις την αντικειμενική Ιστορία που ταχταρίζει τους δεινόσαυρους της πατριαρχίας όταν έχεις τα τρολ του διαδικτύου και τους ανώνυμους ετοιμοπόλεμους κανίβαλους του Twitter; 

«Μετεθέτουμε την πολιτική διαμάχη στη γλώσσα» λέει ο Μπρυκνέρ. Και στη μικρή οθόνη και στη μουσική και στα Όσκαρ και πάει λέγοντας. «Το κίνημα No Platform (απαγόρευσης της δημόσιας διατύπωσης άποψης), η cancel culture στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στο Ηνωμένο Βασίλειο (η απόλυτη απαξίωση οποιουδήποτε είχε εκφράσει κατά το παρελθόν ιδέες που κρίνονται σήμερα σεξιστικές ή ρατσιστικές) περιορίζουν πολύ αυστηρά την ελευθερία του λόγου, φιμώνουν. Η λογοκρισία δικαιολογείται· αρκετές εφημερίδες την εφαρμόζουν προληπτικά, όπως για παράδειγμα οι New York Times, σύμβολο και προπύργιο του πολιτικώς ορθού, από φόβο μήπως κατηγορηθούν για υποστήριξη μιας ετερόδοξης άποψης. Η διαφωνία δεν επιτρέπεται πια. […] Δεν αρκεί να επιβληθεί σιωπή σε όσους δεν σκέφτονται “σωστά”. Πρέπει επίσης να υπάρξει αναδρομική εκκαθάριση του λεγόμενου Μεγάλου Πολιτισμού, που δεν είναι παρά ο ταμιευτήρας των χειρότερων ρατσιστικών και φαλλοκρατικών αντιλήψεων […] Με λίγα λόγια, το μεγαλείο ή η ομορφιά ενός έργου δεν έγκειται στο εξής στη μορφολογική του περιπλοκότητα ή στην εφευρετικότητά του, αλλά στη συμμόρφωσή του με το ηθικό δόγμα της εποχής μας […] Επανεφευρίσκουμε την κόλαση, αυτόν τον καταραμένο τόπο των μεγάλων βιβλιοθηκών όπου θα κλειδώνονται τα ερωτικά ή άσεμνα έργα, στο όνομα του αγώνα ενάντια στην πατριαρχική κουλτούρα […] Δεν είμαστε πλέον απλώς κάποιοι που απολαμβάνουν το σινεμά ή τη λογοτεχνία, αλλά αυστηροί κριτές που οφείλουν να εξετάζουν τα βιβλία, τις ταινίες, τους πίνακες αποκλειστικά από την οπτική γωνία της ηθικής. Δεν υπάρχουν πια αριστουργήματα, παρά μόνο έργα των ευνοούμενων της προπαγάνδας της Δύσης, απαίσιων αποικιοκρατών, φαλλοκρατών και ρατσιστών, από τον Θερβάντες έως τον Φόκνερ, αυτών των DWEM (Dead White European Males – Νεκροί Λευκοί Ευρωπαίοι Άνδρες). Τα σπουδαία κείμενα μέσω των οποίων σφυρηλατήθηκαν η κριτική σκέψη και η χειραφέτηση του σύγχρονου ανθρώπου, ακόμα και ο αναστοχασμός του ευρωπαϊκού πολιτισμού, απορρίπτονται», καταλήγει ο Γάλλος διανοητής. 

To παθαίνει αυτό η ανθρωπότητα κατά καιρούς. Εργαλειοποιεί για λόγους πολιτικής τον πολιτισμό και περνάει από «ιερά εξέταση» τα έργα τέχνης, τις προσωπικότητες, τους καλλιτέχνες, ρίχνοντας στον Καιάδα οτιδήποτε δεν θεωρεί ηθικό υπό το φίλτρο της εποχής της. Από τις απαγορεύσεις των έργων του Αριστοτέλη στα πανεπιστήμια του 12ου αιώνα μέχρι το Index των Ιεροεξεταστών, κι από τον Μακαρθισμό στις ΗΠΑ μέχρι το νέο αναθεωρητισμό της πολιτικής ορθότητας που βιώνουμε στις μέρες μας, η φλόγα της πυράς παραμένει αναμμένη. «Όπως η ηθική και η θρησκευτική τάξη πραγμάτων ποινικοποιούσε κάποτε στην Ευρώπη την ομοφυλοφιλία, ιδίως μεταξύ ανδρών, και τη θεωρούσε έργο του διαβόλου, έτσι και η δαιμονοποίηση της ετεροφυλοφιλίας αποπνέει το ίδιο δογματισμό, απλώς ανεστραμμένο αυτή τη φορά» λέει ο Μπρυκνέρ. 

«Η ίδια η ερωτική πράξη απαξιώνεται, κατηγορείται ότι διαιωνίζει την υποταγή με πρόσχημα την απόλαυση», ο λευκός ετεροφυλόφιλος άνδρας είναι ένοχος εκ γενετής και όπως, αναφέρει σε tweet της το 2020 η Καναδή φεμινίστρια Γκαμπριέλ Μπουσάρ, η οποία υπήρξε η πρώτη διεμφυλική γυναίκα που υπηρέτησε ως πρόεδρος της Ομοσπονδίας γυναικών του Κεμπέκ, «οι ετεροφυλόφιλες σχέσεις θα έπρεπε να απαγορευτούν ή να καταργηθούν προκειμένου να μπει ένα τέλος στις γυναικοκτονίες». Παρά το γεγονός ότι η φεμινίστρια Μπουσάρ αναγκάστηκε μετά από κοινωνική κατακραυγή να ανακαλέσει τη δυστοπική της πρόταση, «ο τόνος», όπως λέει ο Μπρυκνέρ, «είχε δοθεί: εκεί θα οδηγηθούμε μια μέρα. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ύπαρξη του αρσενικού είναι σκάνδαλο. Κάθε αρσενικό δίποδο θα έπρεπε να εξαφανιστεί κάποτε από προσώπου Γης!».

Πηγή: iefimerida.gr