Του Στέλιου Στυλιανίδη*
Στην ψυχοϊατροδικαστική, η αξιολόγηση του δράστη, η εξέταση των παραγόντων, κλινικών και εξωκλινικών, που συνδέονται με την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αλλά και η ανάλυση της στάσης του συγγενικού περιβάλλοντος και της ευρύτερης κοινότητας, είναι μια δύσκολη, πολύπλοκη και υψηλής εξειδίκευσης διαδικασία.
Οι υπό διερεύνηση παιδοκτονίες της Πάτρας είναι πρόκληση και για την επιστήμη. Η κλινική αξιολόγηση της έκδηλης και βαθύτερης ψυχονοητικής λειτουργίας της μητέρας από πιστοποιημένους ψυχιάτρους – πραγματογνώμονες βρίσκεται σε αναμονή.
Εκκρεμεί, εξάλλου, η εκτίμηση της ευρύτερης οικογενειακής ψυχο-παθολογίας, δηλαδή αν και πόσο γνώριζε το οικογενειακό περιβάλλον την ιδιόρρυθμη ψυχική και συναισθηματική αποσύνδεση της μητέρας από τους θανάτους των παιδιών.
Από τις αφηγήσεις κοντινών προσώπων του γονεϊκού ζεύγους προκύπτουν σημαντικά ευρήματα, που όμως δεν έχουν αξιολογηθεί από εξειδικευμένη διακλαδική παιδοψυχιατρική ομάδα.
Υποθέσεις, υποψίες, γκρίζες ζώνες σιωπής, οδηγούν, δυνητικά, την προβληματική οικογένεια σε μια βίαιη εκδραμάτιση μέσω των θανάτων προκειμένου να επιλύσει τις καλά κρυμμένες συγκρούσεις της.
Το ευρύτερο πλαίσιο του διάχυτου τραυματικού (πανδημία, εγκλεισμός, αβεβαιότητα, πόλεμος, νέα οικονομική κρίση, γυναικοκτονίες) μοιάζει να βρίσκεται σε συνήχηση με το ανείπωτο δράμα της Πάτρας.
Φαίνεται εκρηκτικό το δομικό έλλειμμα συντονισμού που χαρακτηρίζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενώ η διασύνδεση των διοικητικών, ιατρικών, προνοιακών, σχολικών, νοσοκομειακών δομών παραμένει σε θλιβερά χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με τη λειτουργική διασύνδεση των αναπτυγμένων υπηρεσιών κοινωνικού κράτους στις προηγμένες δυτικές χώρες.
Για παράδειγμα, ο ιατρικός φάκελος του ενός παιδιού σε νοσοκομείο της Αθήνας, που θα έπρεπε να είναι ηλεκτρονικός, δεν έφτασε και δεν ελήφθη υπόψη από νοσοκομείο της Πάτρας. Πολύ περισσότερο, δεν συνεκτιμήθηκε για την αξιολόγηση του περιστατικού ότι πρόκειται για μια οικογένεια που ήδη είχε χάσει δύο παιδιά από θανάτους άγνωστης αιτιολογίας.
Η καταγγελία στη ΜΚΟ Χαμόγελο του Παιδιού (που καλύπτει τεράστια κενά του συστήματος παιδικής προστασίας) για κακοποίηση μωρού δεν ενεγράφη στη συνολική εξέταση της ψυχοπαθολογίας της συγκεκριμένης οικογένειας. Και δεν κινητοποίησε την εισαγγελία και τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες.
Συμπερασματικά: Ελλειμματικό σύστημα παιδικής προστασίας, τεράστια προβλήματα συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών, ανυπαρξία διακλαδικής διεπιστημονικής συνεργασίας, κατακερματισμός, επικράτηση βιοϊατρικού μοντέλου στην ενδονοσοκομειακή φροντίδα που δεν επιτρέπει πιο σύνθετες προσεγγίσεις.
Η σιωπή της κοινότητας, όσο οργανώνονταν τα τραγικά αποτελέσματα της οικογενειακής ψυχοπαθολογίας, έγινε κραυγή αγέλης που διψούσε για λιντσάρισμα μετά τη σύλληψη της κατηγορούμενης μητέρας. Η παραβίαση της ιερότητας της μητρότητας ανοίγει ένα πεδίο ασυνείδητων προβολών ακατονόμαστων καταστροφικών ενορμήσεων του όχλου στο πρόσωπό της. Δαιμονοποίηση και εξορκισμός του κακού ταυτόχρονα.
Απέναντι σ’ αυτή τη συγχυτική εικόνα, ειδικοί και μη προσπαθούν να κερδίσουν αναγνωρισιμότητα και δημοσιότητα σχολιάζοντας αποσπασματικά και τροφοδοτώντας την ηδονοβλεπτική πείνα του τηλεοπτικού κοινού.
Ετερόκλητες εκπομπές καλούν πρόθυμους να εκτεθούν ψυχολόγους για να σχολιάσουν μέσα από μια προσχηματική μετριοφροσύνη («μακριά από μένα οι τηλεοπτικές διαγνώσεις») την υπόθεση της Πάτρας ανακυκλώνοντας κενότητα και ψευδοεπιστημονικές θέσεις (π.χ. ανάλυση παιδικών ζωγραφιών) έξω από κάθε δεοντολογία και ανάλογη κλινική συνθήκη.
Αυτό προκαλεί ευτελισμό της θέσης των ειδικών ψυχικής υγείας, μέσα από μια βαθιά αντιεπιστημονική στάση, όσο και μια νέα μορφή στιγματισμού των ψυχικά ασθενών, μέσα από την ψυχιατρικοποίηση εγκλημάτων χωρίς ανάλογη επιστημονική τεκμηρίωση.
Και όλο αυτό πολλαπλασιάζει τα επίπεδα της φρίκης χωρίς όνομα και μεγαλώνει τον μιντιακό θόρυβο που συσκοτίζει, αναζητώντας δήθεν το φως.
Στην ερώτηση γιατί τέτοια τηλεοπτική φρενίτιδα για την τραγωδία στην Πάτρα την απάντηση έδωσε πολλά χρόνια πριν ο Γκυ Ντεμπόρ: «Το θέαμα δεν έχει άλλο προορισμό παρά τον εαυτό του».
*Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επ. σύμβουλος ΕΠΑΨΥ.
Πηγή: tovima.gr