Πελαγίδης (ΤτΕ): Ασκοπη η συζήτηση για αλλαγή παραγωγικού μοντέλου… Του Γιάννη Παγκαλία

30

Του Γιάννη Παγκαλία

Η ελληνική οικονομία έχει μια «ελαφριά δομή» και «αυτό που αποκαλείται μειονέκτημά της, ότι δηλαδή δεν έχει συμμετοχή σε μεγάλο ποσοστό στο ΑΕΠ η μεταποίηση, η βιομηχανία, είναι αυτή τη στιγμή κατά κάποιο τρόπο πλεονέκτημα, γιατί δεν έχει μεγάλη έκθεση στις εξωτερικές αγορές και ιδίως στην Αμερική».  

Αυτό υποστηρίζει ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης μιλώντας στο Euro2day.gr και εκφράζοντας παράλληλα την αισιοδοξία ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει το θετικό momentum καταγράφοντας ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Συνεπικουρείται σε αυτή την πορεία από την πάταξη της φοροδιαφυγής, την οποία χαρακτήρισε δομικό πρόβλημα και μια προσπάθεια που δίνει μια αίσθηση στους πολίτες ότι υπάρχει τελικώς κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο ίδιος θεωρεί ότι η συζήτηση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας είναι άνευ ουσίας, καθώς η «νηπιακή ελληνική βιομηχανία» δεν μπορεί να υποστηριχθεί αν δεν επιβληθεί μια πολιτική προστατευτισμού. Η οποία και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά και με μια οικονομία που είναι ευρωπαϊκή όπου απαγορεύονται οι δασμοί και οι κάθετες βιομηχανικές πολιτικές.

Αναφορικά με τους δασμούς των ΗΠΑ, εκτιμάει ότι αυτοί -και σύμφωνα με τις έως τώρα προβλέψεις- δεν θα έχουν μεγάλη επίδραση στην παγκόσμια οικονομία και τον πληθωρισμό καθώς στο τέλος θα υπάρξουν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί και ως εκ τούτου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χρειασθεί να αυξήσει τα επιτόκια από μια δυνητική αύξησή του.

Αν είχε να διαλέξει, προτεραιότητα θα έδινε στην ασθμαίνουσα οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και όχι στον πληθωρισμό. Διότι όπως τόνισε, η ΕΚΤ βρίσκεται πλέον κοντά στον στόχο της για τις τιμές καταναλωτή πέριξ του 2%.  

Το θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων το τελευταίο διάστημα είναι η πολιτική των δασμών από τις ΗΠΑ. Θεωρείτε ότι εισερχόμαστε σε ένα νέο κύκλο αναταράξεων για την παγκόσμια οικονομία με τις προστατευτικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ;

Αναμφισβήτητα ο βασικός αντίπαλος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, των Ρεπουμπλικανών αλλά και των Δημοκρατικών είναι η Κίνα. Πιστεύουν ότι αποτελεί για αυτούς σοβαρή απειλή: οικονομική, πολιτική, γεωπολιτική. Και επομένως θέλουν οπωσδήποτε να αναστείλουν τις δυνατότητες επέκτασής της.

Αυτό είναι ένα βασικό στρατηγικό σχέδιο που διέπει όλο το αμερικανικό κατεστημένο, είτε είναι το βαθύ κατεστημένο, είτε είναι το πιο πρόσφατο που είναι ο κύκλος του προέδρου Τραμπ, ο οποίος αποτελείται αυτή τη φορά από ανθρώπους που είναι πάρα πολύ αφοσιωμένοι σε αυτόν. Έχουν τις ίδιες απόψεις και θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει περιθώριο -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- διαφοροποιήσεων.

Στην πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ το φαινόμενο αυτό δεν ήταν τόσο έντονο;

Όχι. Υπήρχαν άνθρωποι όπως τότε ο υπουργός Εξωτερικών ο Μάικ Πομπέο και άλλοι, οι οποίοι είχαν έρθει ως Ρεπουμπλικανοί να επανδρώσουν την ομάδα του Τραμπ. Έκτοτε όμως -μετά την ήττα από τον Τζο Μπάιντεν το 2020-, έχει προετοιμασθεί και έχει συγκροτήσει μια δική του ομάδα και θέλει να φέρει την απότομη και γρήγορη αλλαγή τώρα, όχι με ένα τρόπο βαθμιαίο. Γι αυτό και οι αλλαγές που θέλει να φέρει είναι τόσο βίαιες, τεκτονικές και απότομες. Τώρα, ως προμετωπίδα, ως εργαλείο, χρησιμοποιεί την ιδέα των δασμών.

Οι επιδιώξεις του είναι πολύ συγκεκριμένες. Θέλει να αλλάξει τη διεθνή τάξη των πραγμάτων, οικονομική, πολιτική, γεωπολιτική. Και να μην ξεχνούμε ότι έχει κερδίσει τις εκλογές, έχει πάρει τη λαϊκή ψήφο, έχει τα χέρια του λυμένα, όμως ξέρει ότι πρέπει να κάνει αυτό που θέλει γρήγορα, τώρα, γιατί δεν υπάρχει χρόνος, μπορεί να χαθούν οι ενδιάμεσες εκλογές και να μην έχει την ίδια δύναμη. Άρα λέει, γι’ αυτά όλα που συμβαίνουν φταίνε οι ανεπιθύμητες εμπορικές πρακτικές των εταίρων μας που πλουτίζουν σε βάρος μας. Αυτή είναι μια πολύ απλή λογική για τον οργισμένο Αμερικανό του οποίου τον θυμό ξέρει πολύ καλά να χειρίζεται και να τον φέρνει στο δικό του το άρμα. Είναι μια πολιτική τεχνική και μια ικανότητα για το πολιτικό κοινό που έχει.

Το πραγματικό του πρόβλημα είναι το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεν μπορεί να το περιστείλει αμέσως, γιατί θα σημαίνει τον πολιτικό του θάνατο, θα πρέπει να κάνει συσταλτική πολιτική, περιορισμό των δαπανών και αύξηση των φόρων. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται σήμερα, στην εποχή του λαϊκισμού, του θυμού και της οργής. Άρα θα πρέπει να ρίξει αλλού το φταίξιμο. Μέσα από αυτή την ιδέα που έχει ότι φταίνε οι άλλοι γι’ αυτό, θέλει να αλλάξει και την οικονομική ισορροπία του κόσμου την οποία την έχει δημιουργήσει το ελεύθερο εμπόριο, δηλαδή η ελεύθερη αγορά.

Όταν προσπάθησε να το κάνει βίαια, οι μεγάλοι παράγοντες της Wall Street τηλεφώνησαν στον υπουργό Οικονομικών (Σκοτ Μπέσεντ) και του είπαν «πες στον πρόεδρο ότι οι αγορές δεν είναι πάντα σωστές, αλλά υπάρχουν και φορές που είναι». Υπό την πίεση λοιπόν όλων αυτών, έκανε πίσω, έδωσε μια αναβολή. Σε αυτή την προσπάθειά του θέλει την Ευρώπη να ασχοληθεί με τα του οίκου της, χωρίς η Ευρώπη εν πάση περιπτώσει να βασίζεται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό μέσω του ΝΑΤΟ στην αμερικανική ασφάλεια τα λέει αυτά ανοιχτά. Άρα πιέζει με αυτό τον τρόπο και φέρνει στα όριά της την Ευρώπη, ώστε να διαθέσει το 5% των δαπανών της στους εξοπλισμούς.

Η επιβολή των δασμών έχει πυροδοτήσει κύμα αβεβαιότητας αναφορικά με την πορεία του πληθωρισμού, ο οποίος ακόμη επιμένει να κινείται υψηλότερα του στόχου των κεντρικών τραπεζών. Στην περίπτωση που οι τιμές καταναλωτή αρχίσουν ξανά να κινούνται ανοδικά, θα επακολουθήσει ένας νέος κύκλος αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ προκειμένου να τον τιθασεύσει (την ώρα σχεδόν που έχει προεξοφληθεί ότι έως το τέλος του 2025 θα πέσουν στο επίπεδο του 2%);

Εάν συμβούν όλα αυτά που εξήγγειλε καταρχάς, η εκτίμηση που έχουν οι αναλυτές είναι ότι οι κινήσεις αυτές θα ανεβάσουν τον πληθωρισμό ένα επιπλέον ποσοστό της τάξης του 1%. Αλλά αυτό είναι μόνο μια πρώτη εκτίμηση.

Στην Ευρώπη έχουμε ήδη μια πολύ αργή οικονομική ανάπτυξη που προβλέπεται φέτος να βρεθεί κάτω από το 1% και μπορεί χαμηλότερα, αλλά είναι πάρα πολύ νωρίς. Έχω την εκτίμηση όμως ότι οι χώρες του Νότου θα τα πάνε καλύτερα. Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία. Η Γερμανία κι έχει σημασία αυτό είναι περισσότερο εκτεθειμένη.

Η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια κι άλλο. Υπάρχουν κάποιες αντιρρήσεις, αλλά νομίζω ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά και λόγω της χαμηλής ανάπτυξης στον στόχο του πέριξ του 2%. Νομίζω αν έδινα μια προτεραιότητα στον πληθωρισμό ή στην ανάπτυξη θα την έδινα στην καταπολέμηση του χαμηλού ρυθμού μεγέθυνσης.

Από την άλλη, βρισκόμαστε σε χρονική στιγμή που η ελληνική οικονομία καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης ισχυρότερους του μέσου όρου της ευρωζώνης. Στη δεδομένη συγκυρία με τον διαφαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο εμπορικό πόλεμο, αλλά και τις γεωπολιτικές εντάσεις, μπορεί να διατηρηθεί αυτή η θετική ορμή;

Η ελληνική οικονομία έχει μια ελαφριά δομή. Αυτό που λένε ότι το μειονέκτημά της είναι ότι δεν έχει συμμετοχή σε μεγάλο ποσοστό στο ΑΕΠ η μεταποίηση, η βιομηχανία, είναι αυτή τη στιγμή πλεονέκτημα, γιατί δεν έχει μεγάλη έκθεση στις εξωτερικές αγορές και ιδίως στην Αμερική. Επίσης το πλεονέκτημά της είναι ο τουρισμός και οι δορυφόροι -η κτηματαγορά, η μεταποίηση που σχετίζεται με τους τομείς αυτούς σε κάποιο βαθμό, οι μεταφορές-.

Αυτά τα πλεονεκτήματα, φαίνεται -με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα- είτε με άμεσο είτε και με έμμεσο ακόμη τρόπο,- δεν θα πληγούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να συζητάμε για μια σημαντική υποχώρηση των προβλέψεων που έχουμε κάνει για 2,3% ανάπτυξη. Επισημαίνω ότι η Γερμανία και η Βρετανία ή και άλλες χώρες φαίνεται ότι θα ταλαιπωρηθούν πολύ περισσότερο. Και πάλι λέω με αυτά που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να έχουμε αυτή την πορεία γιατί η χώρα έχει προβλήματα εισοδηματικά, με τους μισθούς και τα συναφή.

Ένα ζήτημα που επισημαίνεται από φορείς, αναλυτές και αξιωματούχους είναι ότι η Ελλάδα για να διατηρηθεί σε αυτή την τροχιά ανάπτυξης που καταγράφει τα τελευταία χρόνια πρέπει να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Από μια οικονομία που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες και στις εισαγωγές, να παράξει αγαθά και να τα εξάγει μεταξύ άλλων. Με τα τωρινά δεδομένα κατά πόσο είναι ρεαλιστικό να γίνει μια τέτοια αλλαγή. Και αν είναι, τι απαιτείται για να γίνει εφικτή;

Η συζήτηση είναι καλή. Πολλά θα έπρεπε να είναι η ελληνική οικονομία, αλλά πρέπει να είμαστε και ρεαλιστές. Δεν βρίσκω ότι έχει τόσο σημασία αυτή η συζήτηση περί παραγωγικού μοντέλου. Διότι να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η ελληνική οικονομία είναι μια ευρωπαϊκή οικονομία και στο πλαίσιο αυτής απαγορεύεται κάθε είδους κάθετη βιομηχανική πολιτική, γιατί περί αυτού πρόκειται αν είναι να κάνεις πολιτική στοχευμένη σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς της μεταποίησης οι οποίοι έχουν πιθανώς κάποιο υψηλότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.

Εάν θέλεις να κάνεις επίσης κάτι τέτοιο πρέπει να επιβάλεις δασμούς. Πώς θα προστατέψεις τη νηπιακή σου βιομηχανία; Έτσι γίνεται αυτό, λέει η θεωρία. Επομένως επειδή δασμούς δεν μπορείς να επιβάλεις η συζήτηση αυτή παρέλκει σε κάποιο βαθμό. Ακόμα και να μπορούσες να επιβάλεις δασμούς πρέπει να είσαι μια οικονομία πολυπληθυσμιακή, με μεγάλη εσωτερική αγορά. Δεν μπορείς να κάνεις βιομηχανική πολιτική ή πολιτική δασμών όταν είσαι μια πολύ μικρή οικονομία και μάλιστα όχι μόνο πληθυσμιακά και εις ότι αφορά τον αριθμό των επιχειρήσεων που είναι εν πάση περιπτώσει σημαντικές.

Είναι λίγες χιλιάδες αυτές που δανειοδοτούνται από το τραπεζικό σύστημα, λέγεται περί τις 30.000. Και το τελευταίο που θέλω να επισημάνω είναι ότι υπάρχει ένας κίνδυνος εδώ. Ποιοι είναι οι πραγματικοί κλάδοι στους οποίους πρέπει να επικεντρωθείς, ποιος θα μας το πει αυτό; Ο υπουργός, η κυβέρνηση, η οποιαδήποτε κυβέρνηση; Δεν νομίζω ότι είναι σωστό αυτό.

Οι κοινωνικοί εταίροι και φορείς ίσως;

Όχι κανένας, η αγορά στο λέει αυτό. Άρα μπορεί αυτή η συζήτηση να έχει νόημα, εφόσον συνεχίσουμε να προσπαθούμε να διώξουμε τα εμπόδια που αυτή τη στιγμή ορθώνονται για την ελληνική οικονομία, ούτως ώστε να αναδείξει, να αποκαλύψει (reveal) τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Αυτά (τα εμπόδια) είναι τα γνωστά θεσμικά προβλήματα που συζητάμε, η Δικαιοσύνη, η εξειδίκευση και τα skills των εργαζομένων κ.τλ.

Είναι όμως και συγκεκριμένα πράγματα, όπως είναι το χωροταξικά, το χωροταξικό της βιομηχανίας που συζητείται αυτό τον καιρό, το χωροταξικό του τουρισμού, σε συνδυασμό μάλιστα με την προστασία του περιβάλλοντος κάτι που αποτελεί και συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν έχουμε μπορέσει να βάλουμε τάξη ακόμα στα βιομηχανικά πάρκα. Υπάρχουν διάφορα ζητήματα που ταλαιπωρούν επιχειρήσεις που είναι μικρομεσαίες αλλά είναι καλές.

Άρα μπορεί η προσοχή μας να εστιασθεί εκεί και μπορεί το παραγωγικό μοντέλο να διαφοροποιηθεί και πράγματι η μεταποίηση τελικώς να υπερβεί το 10% του ΑΕΠ και να προσεγγίσει καλύτερα επίπεδα. Γιατί όλοι το θέλουμε να είναι πιο διαφοροποιημένη η οικονομία, όμως δεν είναι εύκολο για μια μικρή χώρα αυτό να γίνει σε μια ανοικτή αγορά. Η θεωρία λέει, όταν είσαι μια μικρή περιοχή εξειδικεύεσαι σε αυτό που μπορείς να κάνεις σχετικά πιο φτηνά. Άρα ωραία είναι η κουβέντα, αλλά να ξέρουμε και τι γίνεται.

Πρόσφατα, η ΑΑΔΕ δημοσιοποίησε αναλυτική έκθεση αναφορικά με τα φορολογικά έσοδα με αύξηση κατά 2,6 δισ. ευρώ του ΦΠΑ το 2024. Σίγουρα ένα ποσό που μόνο ευκαταφρόνητο δεν είναι. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής;

Όταν πριν σχεδόν 2 χρόνια ήμουν υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών, επισκέφθηκα την ΑΑΔΕ. Και δεν είναι μόνον αυτό, διότι κατά καιρούς είχα και φοιτητές που ήτανε στελέχη της ΑΑΔΕ στα μεταπτυχιακά τους και αλλού. Πρόκειται για μια υπηρεσία με σοβαρή αξιολόγηση, σοβαρή ιεραρχία, δομή, καθήκοντα, και καλές συνθήκες εργασίας. Κάνει δουλειά. Τα διευθυντικά στελέχη και ο κύριος Πιτσιλής έχουν φέρει αποτελέσματα πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα μεγάλο απόθεμα παραοικονομίας στην Ελλάδα.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας είχε δηλώσει το 2023 ότι υπήρχε ένα κενό σχεδόν 60 δισ. ευρώ. Δηλαδή δηλωθέντα εισοδήματα 82 δισ. ευρώ, με την ιδιωτική κατανάλωση στα 140 δισ. ευρώ και μάλιστα δίχως μείωση των καταθέσεων.

Η ψηφιακή εποχή φέρνει επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, ένα μεγάλο κομμάτι της παραοικονομίας.Αλλά το σημαντικό είναι πώς αυτή η προσπάθεια θα συνεχίσει να αποδίδει. Προφανώς κάποια στιγμή θα εξαντληθούν σημαντικά οι δυνατότητες γιατί η παραοικονομία θα έχει περιοριστεί περισσότερο. Πρέπει να πάμε, όπως είχα πει και τότε σε μια συνέντευξη, σε κίνητρα που θα κάνουν αυτούς που ζητάνε το ρευστό να είναι συνεχώς λιγότεροι, γιατί δεν θα έχουν πού να το χρησιμοποιήσουν!

Επομένως, έχει σημασία εάν μπορούσαμε κάποια στιγμή να έχουμε τη δυνατότητα να δώσουμε κίνητρα στον καταναλωτή να χρησιμοποιήσει μόνο το ψηφιακό χρήμα, αυτό θα συνεχίσει να μας δίνει πολλά έσοδα και το καταφύγιο τότε θα ήταν μόνον η κτηματαγορά.

Άρα υπάρχει δουλειά να γίνει, γίνεται σημαντική δουλειά έχει αποδώσει. Κι αυτό είναι ένα πλεονέκτημα γιατί θα δίνει στον κόσμο την αίσθηση ότι λειτουργεί επίσης ο θεσμός και υπάρχει κάποια σχετική κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς το πρόβλημα είναι δομικό.

* Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Πρ. Υπηρεσιακός Υπουργός Οικονομικών.

Πηγή: euro2day.gr