Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για την Ευρώπη από το “διαζύγιο” με τη ρωσική ενέργεια

170

Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση της ηπείρου σε ένα “πράσινο” ενεργειακό μέλλον.

Η Ευρώπη επί δεκαετίες επωφελήθηκε από το σχετικά φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο. Αλλά, παρ’ όλη την τρέχουσα συζήτηση για διαφοροποίηση από τη ρωσική εξάρτηση, είναι αληθές πως δεν θα είναι εύκολο να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις. Θα χρειαστούν χρόνια.

Η ήπειρος εισάγει περίπου το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Πρόκειται για τεράστιο ποσοστό. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο από την παγκόσμια αγορά θα αποτελέσει το κύριο υποκατάστατο, αλλά ο ανταγωνισμός θα είναι έντονος και οι τιμές πιθανότατα θα αυξηθούν και θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Οι καταναλωτές θα επωμιστούν το βάρος. Αλλά, ακόμη κι αν πρέπει να καταβληθεί ένα επιπλέον ποσό για την ενεργειακή ασφάλεια, ένα πρόσθετο όφελος αυτής της διαδικασίας θα μπορούσε να είναι η ταχεία μετάβαση σε καθαρότερα καύσιμα.

Η δεσπόζουσα θέση που κατέχει η Gazprom, ο κρατικός ρωσικός ενεργειακός κολοσσός, ως ο βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου της περιοχής, προκαλούσε προβλήματα πριν ακόμη η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Η απόφαση της εταιρείας να σταματήσει την προσφορά φυσικού αερίου στη spot αγορά -η οποία αφορά εφάπαξ συμφωνίες και όχι σε προθεσμιακές συμβάσεις- κατά το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους συνέβαλε στην ταχεία άνοδο των τιμών. Τώρα, η απαίτηση της Ρωσίας οι πελάτες να πληρώνουν για το φυσικό αέριο που προμηθεύονται σε ρούβλια, ενέχει τον κίνδυνο διακοπής της παροχής αερίου σε κάποιους εξ αυτών ήδη από τον Μάιο, καθώς ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες διστάζουν να συμφωνήσουν σε αυτήν τη μονομερή αλλαγή των όρων στις συμβάσεις τους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να μειώσει τις εισαγωγές από τη Ρωσία κατά τα 2/3 εντός του 2022 στρεφόμενη σε εναλλακτικές πηγές και μειώνοντας συνολικά τη ζήτηση για φυσικό αέριο. Αλλά ακόμη και μια γρήγορη ανάλυση αυτής της απόφασης αποκαλύπτει ότι ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος θα είναι οδυνηρός – για τους καταναλωτές, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί υποστηρίζουν ότι αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν για τη διασφάλιση των αξιών της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Αλλά η ουσία είναι ότι ένα πλήρες εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο θα προκαλούσε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες σε πολλές χώρες της ηπείρου. Διότι απλώς δεν υπάρχει διαθέσιμη αρκετή εναλλακτική ποσότητα φυσικού αερίου.

Ωστόσο, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι φιλόδοξο• επιδιώκει να μειώσει την ποσότητα φυσικού αερίου που εισάγει η Ευρώπη από τη Ρωσία κατά περισσότερο από 100 δισ. κυβικά μέτρα φέτος, από τα 155 δισ. κυβικά μέτρα που εισήγατε το προηγούμενο έτος. Ακόμη κι έτσι, οι χώρες της Ε.Ε. θα πρέπει να ξεπεράσουν τους ενδοιασμούς τους και να αγοράσουν από τη Ρωσία σχεδόν το 1/3 της ποσότητας που εισάγουν επί του παρόντος, προκειμένου να κρατήσουν σε λειτουργία τους τομείς της βιομηχανίας και της ενέργειας.

Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η μείωση;

Από πλευράς προμηθειών, κύριος στόχος της Επιτροπής είναι να διασφαλίσει επιπλέον 50 δισ. κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα. Με την υλοποίηση νέων έργων και με την επιστροφή στην αγορά προμηθειών που διαταράχθηκαν λόγω προβλημάτων στην παραγωγή και τεχνικών θεμάτων το 2021, μια ποσότητα επιπλέον 40 δισ. κυβικών μέτρων θα μπορούσε να διατεθεί στην παγκόσμια αγορά, αλλά η Ευρώπη σίγουρα δεν θα είναι ο μόνος δυνητικός αγοραστής. Λόγω της αυξανόμενης ζήτησης από την Ασία, η Ανατολή θα συνεχίσει να απορροφά υγροποιημένο φυσικό αέριο, που σημαίνει ότι η διαθέσιμη ποσότητα για την Ευρώπη θα είναι ίσως μόνο 30 δισ. κυβικά μέτρα. Προκειμένου να διασφαλίσει τα υπόλοιπα 20 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, η Ευρώπη θα χρειαστεί να διαγκωνιστεί με άλλες χώρες, κι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα δύο πράγματα – πρώτον υψηλότερες τιμές αγοράς και δεύτερον την αναγκαστική στροφή ορισμένων χωρών σε πιο “βρώμικα” καύσιμα, όπως ο άνθρακας.

Η Ευρώπη ελπίζει, επίσης, να προμηθευτεί 10 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου μέσω χωρών όπως η Νορβηγία, η Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν. Κάτι τέτοιο είναι δυνητικά εφικτό εάν αναβληθεί η συντήρηση υποδομών ορισμένων κοιτασμάτων και μεγιστοποιηθεί η παραγωγή, αλλά θα είναι μια βραχυπρόθεσμη λύση. Κάποια στιγμή οι υποδομές των κοιτασμάτων θα πρέπει να συντηρηθούν ή οι αγωγοί φυσικού αερίου θα φτάσουν το 100% της δυναμικότητάς τους, ή και τα δύο. Επιπλέον, η αύξηση της προσφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου το 2022 αναμένεται να επιβραδυνθεί την επόμενη διετία. Παρότι υπάρχουν υποσχέσεις για την αξιοποίηση νέων πηγών, τέτοιου είδους έργα, κόστους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, χρειάζονται χρόνια μέχρι να ολοκληρωθούν. Το 2023 και το 2024, λοιπόν, ενδεχομένως να είναι εξίσου δύσκολα, αν όχι περισσότερο, για την αγορά προμηθειών φυσικού αερίου από ό,τι το 2022.

Ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη θα μπορέσει να αναπληρώσει μόνο περίπου το ήμισυ των ρωσικών εισαγωγών από μη ρωσικές πηγές, επομένως θα πρέπει να μειωθεί και η κατανάλωση φυσικού αερίου.

Η στρατηγική της Ε.Ε. προβλέπει τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 38 δισ. κυβικά μέτρα, ή περίπου κατά 9%, εντός του τρέχοντος έτους. Το πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα μπορούσε να έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την Ένωση. Η Ένωση θέλει να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο σε αυτήν τη μείωση οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να μειώσουν τη χρήση φυσικού αερίου κατά 20 δισ. κυβικά μέτρα αυξάνοντας την αιολική και ηλιακή παραγωγική τους δυναμικότητα. Η αύξηση της χρήσης λιγνίτη μπορεί επίσης να απαιτηθεί βραχυπρόθεσμα, κάτι που ήδη γίνεται σε ορισμένες χώρες, αλλά η αυξημένη εστίαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες θα μπορούσε να επιταχύνει τη στροφή της περιοχής σε πιο “καθαρές” πηγές ενέργειας έως το 2030.

Ορισμένες χώρες επανεξετάζουν, επίσης, την πολιτική τους όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια, την οποία απέφευγαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα ενίσχυε τις προσπάθειες της Ευρώπης να επιτύχει ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλά θα μείωνε επίσης τις εκπομπές ρύπων ώστε να επιτευχθεί ο στόχος μηδενικών εκπομπών έως το 2050.

Οι καταναλωτές, επίσης, ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά την ενέργεια. Η μείωση των θερμοστατών ανά την Ευρώπη κατά 1 βαθμό θα μπορούσε να εξοικονομήσει περίπου 10 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, αν και η επίτευξη του στόχου αυτού θα εξαρτηθεί και από το πόσο βαρύς θα είναι ο επόμενος χειμώνας. Η αύξηση δε της χρήσης φωτοβολταϊκών στις ταράτσες και η εγκατάσταση αντλιών θερμότητας στις κατοικίες μπορούν να εξοικονομήσουν επιπλέον 4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, αν και οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. θα πρέπει να παράσχουν κίνητρα για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Η Ε.Ε. θα επιδιώξει επίσης να αυξήσει την παραγωγή βιομεθανίου -ήτοι φυσικού αερίου που παράγεται από απόβλητα- κατά 3,5 δισ. κυβικά μέτρα, που ισοδυναμεί με αύξηση της τάξης του 120% σε σύγκριση με το 2021. Ο στόχος αυτός θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές του φυσικού αερίου θα συμβάλλουν τουλάχιστον στην ενθάρρυνση επενδύσεων σε αυτήν την πιο ακριβή μεν, αλλά πιο πράσινη, εναλλακτική.

Ως εκ τούτου, αν και πιθανόν το πλήγμα για την Ευρώπη, κατά τη διαδικασία έκδοσης του διαζυγίου της με τη Ρωσία και της απεξάρτησής της από το ρωσικό φυσικό αέριο, βραχυπρόθεσμα θα είναι οδυνηρό, η στρατηγική της Ε.Ε. μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι επωφελής.

Από ηθικής πλευράς, η Ευρώπη θα υπερασπιστεί τις αξίες της και θα επιδείξει την ισχύ της απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Επίσης, η έμφαση στη μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου και η ταχύτερη στροφή στην πράσινη ενέργεια θα βοηθήσει την Ευρώπη να μειώσει τις εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου, κάτι που καθίσταται όλο και πιο επιτακτικό καθώς η θερμοκρασία του πλανήτη συνεχίζει να ανεβαίνει.

*Τζέιμς Χέντερσον, πρόεδρος του προγράμματος φυσικού αερίου και διευθυντής της ερευνητικής πρωτοβουλίας για την ενεργειακή μετάβαση στο Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης. Είναι επίσης επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Masaryk της Τσεχίας και στο College of Europe της Βαρσοβίας.

Πηγή: www.capital.gr