Του Συμεών Ρωμύλου*
Ως γνωστόν, οι φόροι διακρίνονται σε άμεσους και έμμεσους. Άμεσοι φόροι είναι αυτοί που επιβάλλονται απευθείας στο εισόδημα ή στην περιουσία (όπως ακίνητα, δωρεές, κληρονομιές) των φυσικών και νομικών προσώπων, και έμμεσοι φόροι είναι αυτοί που επιβάλλονται «εμμέσως» στα άτομα που αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες, οι τιμές των οποίων έχουν επιβαρυνθεί με αυτούς τους φόρους.
Αυτός ο ορισμός έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι με όλους τους άμεσους φόρους επιβαρύνεται αυτός που τους πληρώνει. Ειδικά για τους φόρους εισοδήματος, αυτή η εντύπωση ενισχύεται και από το γεγονός ότι είναι τεχνικά αδύνατον να προσδιοριστεί το ακριβές ύψος τους παρά μόνον μετά την απόκτηση του φορολογητέου εισοδήματος.
Στην πραγματικότητά όμως, ειδικά για τους φόρους εισοδήματος, είτε των φυσικών είτε των νομικών προσώπων, αυτό δεν ισχύει, δεν επιβαρύνεται αυτός που τους πληρώνει! Λειτουργούν ακριβώς όπως οι έμμεσοι!
Ας αρχίσουμε με το προφανές. Για τις επιχειρήσεις, κόστος είναι οι μεικτές απολαβές που καταβάλουν στους εργαζομένους. Συνεπώς, όταν οι εργαζόμενοι φορολογούνται με οποιοδήποτε ποσό φόρου εισοδήματος, αυτό έχει ήδη επιβαρύνει τις τιμές των προϊόντων, οπότε λειτουργεί όπως οι έμμεσοι φόροι, δηλαδή επιβαρύνει τα άτομα που αγοράζουν αυτά τα αγαθά ή υπηρεσίες.
Οι εργαζόμενοι, αλλά και όλοι οι άνθρωποι, που κάνουν ή προγραμματίζουν να κάνουν οτιδήποτε σχετικό με το εισόδημά τους, το κάνουν βασιζόμενοι στο εισόδημά τους μετά από φόρους. Το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν το ακριβές ύψος του φόρου που θα προκύψει δεν τους οδηγεί στο να δαπανούν ή να προγραμματίζουν να δαπανήσουν αγνοώντας ότι θα προκύψει.
Προφανώς, το ίδιο κάνουν και οι επιχειρήσεις (δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα, οι μάνατζερς που αποφασίζουν σχετικά). Όταν κάνουν αυτά που κάνουν για να επιτύχουν το επιδιωκόμενο κέρδος, αυτό νοείται πάντοτε κέρδος μετά από φόρους.
Πέρα από την προφανή λογική αυτού του συμπεράσματος, στην περίπτωση των επιχειρήσεων, υπάρχουν και συγκεκριμένες πρακτικές που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές:
Όταν αξιολογείται μία πιθανή επένδυση, με οποιοδήποτε κριτήριο, (DCF yield, payback period κλπ. ) το αναμενόμενο κέρδος, είναι πάντοτε μετά από φόρους. Εάν αυτό δεν κρίνεται ικανοποιητικό, η επένδυση δεν γίνεται. Με την ίδια λογική αξιολογείται και κάθε υπάρχουσα επένδυση, οπότε το επιδιωκόμενο κέρδος με τις τιμολογιακές πολιτικές τους κλπ., είναι πάντοτε μετά από φόρους.
Αυτό ισχύει για όλα τα εισοδήματα που είναι κόστος παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών για αυτόν που τα καταβάλλει, οπότε επιβαρύνουν την τιμή πώλησης αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών. Για παράδειγμα, οι τόκοι που καταβάλλουν οι τράπεζες στου καταθέτες, είναι κόστος για τίς τράπεζες, συνεπώς ο φόρος εισοδήματος από τόκους θα επιβαρύνει αυτούς που αγοράζουν αυτά που πωλούν οι τράπεζες.
Το ίδιο ισχύει και για τον φόρο για τα εισοδήματα από ενοίκια. Ο εκμισθωτής δεν θα είναι διατεθειμένος να εκμισθώσει το μίσθιο εάν το ενοίκιο μετά από φόρους δεν τον ικανοποιεί.
Βεβαίως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πληρώνουν τους φόρους εισοδήματος δεν επηρεάζονται από αυτούς και ότι αδιαφορούν για το ύψος τους. Όμως, η φορολογική δικαιοσύνη είναι ένας από τους δρόμους προς την κοινωνική δικαιοσύνη και συνεπώς, είναι σημαντικό να μην υπάρχουν παρανοήσεις ως προς η λειτουργία κάθε φόρου.
*καταξιωμένο στέλεχος επιχειρήσεων