Του Γρηγόρη Τσιμογιάννη*
Η πανδημία κυριαρχεί τα τελευταία δύο χρόνια και τις καταστροφικές της συνέπειες τις βιώνουμε, καθημερινά και βασανιστικά, σε όλα τα επίπεδα. Το υγειονομικό, ψυχολογικό, κοινωνικό και – οικονομικό κόστος πραγματικά είναι δυσβάσταχτο για όλες τις χώρες, ιδιαιτέρως για την Ελλάδα που τη βρήκε εξουθενωμένη, έπειτα από μια υπερδεκαετή οικονομική και θεσμική κρίση. Σε ό,τι αφορά την πατρίδα μας, δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε το λεγόμενο παράδοξο του μη αναμενόμενου αποτελέσματος που η πανδημία επέφερε στην ελληνική οικονομία και συνακόλουθα στην πολιτική διαχείρισή της.
Ήταν τόση η σφοδρότητά της που ανάγκασε τη βραδυκίνητη και ανελαστική Ευρωπαϊκή Ένωση να τολμήσει αλλαγές – αδιανόητες μέχρι πρότινος – στο πλαίσιο της οικονομικής της λειτουργίας. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης και η εν μέρει αμοιβαιοποίηση των χρεών για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κριτηρίων σταθερότητας, ήταν ένα απρόσμενο δώρο για την κυβέρνηση καθώς μετέβαλαν θεμελιωδώς τις δυνατότητες άσκησης της οικονομικής της πολιτικής. Την απάλλαξαν από την αυστηρή επιτήρηση, της έδωσαν πολύτιμο χρόνο, ανοχή και πρωτοφανείς οικονομικούς πόρους να κινητοποιήσει για την εφαρμογή ενός αναπτυξιακού εθνικού σχεδιασμού σε έργα και υποδομές αλλά και υποστήριξης της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου που με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας και τις θεσμικές της παθογένειες θα απαιτούσε τουλάχιστον μία ακόμη δεκαετία.
Ταυτόχρονα, επέτρεψαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμπεδώσει το ηγετικό του προφίλ χειριζόμενος την κρίση αλλά και να διαθέσει χρήματα για να στηρίξει – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- τους πληγέντες. Η πολιτική βούληση χωρίς την οικονομική δυνατότητα για την πραγμάτωσή της θα ήταν ατελέσφορη. Μολονότι καταγράφεται, ευδιάκριτα, η φθορά της κυβέρνησης εξαιτίας της παρατεταμένης πανδημίας αλλά και άστοχων χειρισμών, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως στις επόμενες εκλογές θα κυριαρχήσει το θέμα της οικονομίας κι όλα θα κριθούν σε αυτό το επίπεδο. Άλλωστε η ανακάλυψη εμβολίων και θεραπειών αλλά και η εξέλιξη του ιού οριοθετούν και την τιθάσευσή του.
Η εκλογική μάχη θα δοθεί για το μέλλον και τη δυνατότητα των πολιτών να προσβλέπουν θετικά σε αυτό. Με δεδομένες τις ανισότητες, τις διαφορετικές αφετηρίες και δυνατότητες, τη δημόσια διοίκηση, τις στρεβλώσεις που καταγράφονται τόσο σε νοοτροπίες όσο και σε επιχειρηματικές πρακτικές αλλά και τις προκλήσεις που γεννά η κλιματική αλλαγή και η ψηφιακή μετάβαση, οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι ούτε εύκολες ούτε μιας κατεύθυνσης.
Μέχρι στιγμής η αντιπολίτευση αλιεύει στον φόβο και στην οργή των πολιτών, με συνεχείς αναμνηστικές δόσεις των λαθών της κυβέρνησης. Το πρόβλημα είναι ότι για τη θεραπεία της οικονομίας και των κοινωνικών προκλήσεων δεν διατυπώνει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση για να κινητοποιήσει ευρύτερα εκλογικά στρώματα.
Από την άλλη, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί μια νέα ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια που απειλεί τα διαθέσιμα εισοδήματα. Παράλληλα, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομικών πόρων απαιτεί αφοσίωση και χρόνο και μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος δεν επιτρέπει την απρόσκοπτη υλοποίησή της. Η λήξη της πανδημίας έτσι κι αλλιώς θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή και ενδεχομένως ο συνδυασμός της με την έναρξη και της επίσημης προεκλογικής περιόδου να είναι λυτρωτικός για όλους.
*σύμβουλος Στρατηγικής Επικοινωνίας στην Precise Strategy