Του Αθανασίου Κεφάλα*
Λίγο πριν το κλείσιμο μίας χρονιάς με πολλές ανατροπές και προκλήσεις, είναι χρήσιμη μία αρχική ανασκόπησή της.
Το 2022 κλείνει με θετικό πρόσημο για τις δραστηριότητες που αφορούν στα αδρανή υλικά, τα βιομηχανικά ορυκτά και τα προϊόντα μαγνησίτη. Αντίθετα τα μέταλλα και μεταλλεύματα αντιμετωπίζουν προκλήσεις, λόγω του ενεργειακού κόστους το οποίο οδηγεί και σε κλείσιμο εργοστασίων στην Ευρώπη, ενώ τα μάρμαρα βρέθηκαν για μία ακόμα φορά αντιμέτωπα με τις δυσκολίες της αγοράς της Κίνας.
Τα θαλάσσια ναύλα σημειώνουν πτωτική τάση, με εμφανέστερη αυτή στα εμπορευματοκιβώτια και μικρότερη στα μικρού μεγέθους πλοία.
Η ανάκαμψη της ζήτησης δεν θα επιφέρει και ανάλογη επίδραση στην κερδοφορία, διότι οι σημαντικές αυξήσεις του κόστους από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, των υγρών καυσίμων, των πρώτων υλών και υλικών και ανταλλακτικών δεν μπορούν να επιρριφθούν πλήρως στη ανταγωνιστική διεθνή αγορά.
Η επανεκκίνηση της διεθνούς οικονομίας το 2021, δημιούργησε μία αρχική ανισορροπία στην αγορά της ενέργειας και ο πόλεμος στην Ουκρανία διεύρυνε τις δομικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Η ενεργειακή κρίση, κυρίως σοβαρή Ευρωπαϊκή πρόκληση, είναι πρωτοφανής και η αντιμετώπιση της απαιτεί τολμηρές λύσεις, με ολοκληρωμένη σειρά μέτρων και χωρίς να απορρίπτεται εκ των προτέρων οποιαδήποτε πρόταση. Οι πρόσφατες ενέργειες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως δεν ανακουφίζουν επαρκώς τις πιέσεις που δέχεται η βιομηχανία και ο εξορυκτικός κλάδος.
Όσον αφορά στη χώρα μας επιβάλλεται η μέγιστη αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας όπως είναι ο λιγνίτης, ο ήλιος και ο αέρας, με ταυτόχρονη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενες πηγές. Ο λιγνίτης δίνει ήδη απτά επιτυχημένα αποτελέσματα γραφής, και οι δυσχέρειες στην ανάπτυξη της παραγωγής λιγνίτη είναι μάθημα που πρέπει να αξιοποιηθεί στον αναθεωρημένο σχεδιασμό ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας της χώρα μας. Επιπλέον απαιτείται προσεκτικός χωροταξικός σχεδιασμός ώστε να διαφυλαχθούν οι ορυκτοί πόροι από σύγκρουση χρήσεων γης με τις ΑΠΕ.
Σ’ αυτό το απαιτητικό περιβάλλον οι επιχειρήσεις του κλάδου συνεχίζουν να επενδύουν, καινοτομούν και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, όμως βρίσκονται σε αναμονή συμπερίληψής τους στις προβλέψεις του νέου Αναπτυξιακού Νόμου.
Η Πράσινη Συμφωνία και η καθαρή ενέργεια απαιτούν έναν ανταγωνιστικό και αναπτυσσόμενο κλάδο εξόρυξης που θα υποστηρίξει τη σταδιακή απανθρακοποίηση της οικονομίας και τη στρατηγική της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι νέες μορφές ενέργειας και οι τεχνολογίες που τις υποστηρίζουν είναι εντάσεως μετάλλων και βιομηχανικών ορυκτών και σύμφωνα με πολλές μελέτες «η σημερινή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα θα αντικατασταθεί από αυτή από τα ορυκτά», πολλά από τα οποία δεν παράγονται στην Ευρώπη και ο διεθνής ανταγωνισμός για αυτά εντείνεται. Η παραγωγή αυτών των ορυκτών χρειάζεται επάρκεια ενέργειας σε τιμές που θα υποστηρίζουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των παραγωγών.
Όμως στην Ευρώπη και στη χώρα μας αυτό δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό και η εξορυκτική βιομηχανία γίνεται συνεχώς αντικείμενο επιβαρύνσεων και περιορισμών που δεν συνάδουν με τη σημασία της και τα αποδεδειγμένα πεπραγμένα της υπεύθυνης εξόρυξης.
Βρισκόμαστε σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Είναι πιεστικό και επείγον να στηριχθούν οι εξορυκτικές επιχειρήσεις ώστε να διατηρήσουν την παραγωγή τους και την ανταγωνιστικότητα στις παγκόσμιες αγορές και να διασφαλίσουν τον εφοδιασμό της Ευρώπης με τα απαραίτητα για την ανάπτυξή της ορυκτά και μεταλλεύματα.
*Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων