Ποιος σπρώχνει τελικά το κράτος τόσο βαθιά μέσα μας;… Του Ηλία Καραβόλια

101

Του Ηλία Καραβόλια

Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες – και παρά την εντελώς εσφαλμένη παραδοχή ότι έχουμε μερικούς από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές διεθνώς – είναι τέτοια η ψυχολογική εξάρτηση μας από το κράτος, κυρίως στην παραγωγική μας δραστηριότητα, που σχεδόν όλοι το νιώθουν ως αφανή συνέταιρο στον βίο τους.

Η πηγή της κακοδαιμονίας όμως δεν είναι (μόνο) το συνεχώς μεταβαλλόμενο επίπεδο των φορολογικών συντελεστών, σε άμεσους και έμμεσους φόρους, ούτε μόνο το υπέρμετρο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. Όπως επίσης δεν είναι μοναδική βασική αιτία η ακρίβεια των αγαθών και των υπηρεσιών.

Άλλωστε, κανένας φόρος δεν θα ήταν ασήκωτος εάν τα κέρδη και οι μισθοί των περισσότερων ήταν υψηλότερα συγκριτικά με τα κόστη λειτουργίας και τις δαπάνες επιβίωσης.Μάλλον ελάχιστοι θα διαμαρτύρονταν για τις δυσκολίες τους εάν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν άνω του μέσου ευρωπαϊκού μισθού. Ή εάν το μέσο κέρδος ( των πολλών μικρομεσαίων κυρίως ) ξεπερνούσε αυτό των αντίστοιχων στις επιχειρήσεις των υπολοίπων κρατών – μελών.

Και δεν παραθέτω στατιστικά δεδομένα διότι όλοι σχεδόν ξέρουμε και διαβάζουμε για τα εισοδήματα των συνανθρώπων μας στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Και όλοι διαβάζουμε για το ύψος της ακρίβειας εκεί συγκριτικά με την δική μας.

Αυτό όμως που δεν θέλει ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας και της αγοράς να θυμόμαστε είναι ότι το μεγάλωμα των λίγων δεν μεγαλώνει (μεσομακροπρόθεσμα) και τα εισοδήματα των πολλών. Και δεν μας ωθούν να μελετήσουμε ότι κάποιες ισχυρές οικονομίες της Δύσης φρόντισαν μεταπολεμικά ώστε να μεγαλώνουν οι μικρομεσαίοι όσο το δυνατόν πιο κοντά στα επίπεδα ανάπτυξης των μεγάλων ομίλων, παρά τις εγγενείς καπιταλιστικές αδυναμίες που δημιουργούν αυτόματες σχεδόν ανισότητες σε πολλαπλά επίπεδα της οικονομίας και της κοινωνίας.

Το κράτος ( και ο άλλος μεγάλος θεσμικός βραχίονας του συστήματος, οι τράπεζες) είναι ο μόνιμος λογιστής στο κεφάλι μας, ο μόνιμος συνέταιρος στην τσέπη μας, κυρίως επειδή δεν φθάνουν τα λεφτά που βγάζουμε (κέρδη, μισθοί, εισοδήματα) ώστε να πληρώνουμε το συμβολικό «κοινωνικό μέρισμα» ( φόροι) και αυτό να το αναδιανείμει υποτίθεται δίκαια η εκάστοτε κυβέρνηση.

Δεν ακυρώνω επ ουδενί φυσικά την νεοελληνική κρατική παθογένεια με την παράλογη φορολογική και γραφειοκρατική παρέμβαση στην επιχειρηματική και παραγωγική διαδικασία. Και δεν αθωώνω το στρεβλό και φαύλο κομματικό κράτος με τα υπέρογκα ( αναγκαία δήθεν) χρόνια κόστη σε εξοπλιστικά προγράμματα και την πολυετή έλλειψη οργάνωσης και ψηφιακής αποτελεσματικής λειτουργίας του βαθέως εναγκαλισμού της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας με το δημόσιο.

Το νεοελληνικό (πτωχευμένο προ λίγων ετών) υπερχρεωμένο κράτος, που κάπως συμμορφώθηκε ως προς τις τρύπες του επειδή μας ανάγκασε και ανοίξαμε τρύπες στα σπιτικά και στις δουλειές μας, είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία της ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας των ορθόδοξων οικονομικών θεωριών περί δήθεν αποτελεσματικής αγοράς.

Μια θεωρία που συστηματικά επικρατεί ως μονόδρομος ενώ πεισματικά αγνοεί την ιδιαιτερότητα, το εύρος, την δομική μορφή και τους βαθμούς προσαρμογής στο διεθνές περιβάλλον μιας μεσαίας και σχετικά κλειστής οικονομίας την οποία διογκώνουμε τεχνητά, χωρίς συγκεκριμένο πρόσημο κατεύθυνσης και χωρίς συγκεκριμένο χώρο αναφοράς( πχ αύξηση κερδών μικρομεσαίων και αύξηση μισθών εργαζομένων)
Τα ολιγοπώλια αφήνονται να μοιράζουν κλάδους και επικράτειες κέρδους, ενώ ανανεώνονται περιοδικά ως προς τα μετοχικά τους σχήματα και τα σχεδόν πάντα εγχώρια συμφέροντα που εκπροσωπούν.
Η σταδιακή διεθνοποίηση της κερδοφορίας τους η εγχώρια αναδιάρθρωση μετοχικών συμφερόντων τους είναι δεδομένα που δεν αφορούν τελικά εδώ και δεκαετίες ούτε τον μέσο μισθωτό ούτε και τον μέσο επιχειρηματία( ενώ τα παρατηρούν συνεχώς).

Και σήμερα – που φθάσαμε σε αδιάφορα για τις μάζες επίπεδα συσσώρευσης κερδών των λίγων – το κράτος δεν μπορεί τελικά ( επειδή κυρίως δεν θέλει) να περιορίσει το πεδίο κερδοφορίας των μεγάλων ομίλων στην αγορά, πχ. ούτε καν να θίξει την αθέμιτη κερδοσκοπία τους, ώστε να δημιουργηθεί χώρος και οξυγόνο για τους μικρομεσαίους και τους αυτοαπασχολούμενους.

Τι θέλω να πω : τα κέρδη των μικρομεσαίων στην Ελλάδα, άρα και οι μισθοί των εργαζομένων τους, δεν αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνονται τα κέρδη των μεγάλων ομίλων. Η αιτία μοιάζει να είναι (βασικά, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι έτσι είναι ) πως πολύ απλά κάποιοι έμειναν πίσω και κάποιοι μεγάλωσαν και κατέλαβαν χώρο και μερίδιο στην αγορά.

Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική : το κράτος είναι εκείνο που δεν φροντίζει – σχεδόν συστηματικά – ώστε η αγορά (αυτή η η μικρή κλειστή ελληνική αγορά της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού και του real estate) να χωράει όσο το δυνατόν περισσότερους.

Το ευρείας έννοιας δημόσιο συμφέρον( δηλαδή η διάχυση της καθολικής ωφέλειας του παραγόμενου πλούτου) παραγκωνίζεται συστηματικά. Σχεδόν σκεπάζεται από το σιδερένιο κρατικό χέρι και έτσι το ολοένα και εντονότερα συσσωρευμένο ιδιωτικό κέρδος, το συρρικνωμένο δηλαδή σε ελάχιστους ιδιωτικό συμφέρον, μεγεθύνεται περισσότερο για όσους δεν φθάνει τελικά να ακουμπάει (όπως πρέπει ώστε να αναδιανείμει τον πλούτο) το κρατικό χέρι.

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην έντονη φοροδιαφυγή και στις τεχνικές ( διεθνούς) φοροαποφυγής ή στην δημιουργική λογιστική ( πχ ενδοομιλικές συναλλαγές) των μεγάλων ομίλων, όταν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης βομβαρδίζουν την μάζα για την μεσαία φοροδιαφυγή.

Απλά οι Έλληνες ποτέ σχεδόν δεν μπαίνουμε στον κόπο να σταθμίσουμε τα απόλυτα ποσά αυτών των δυο φαινομένων ( κάτι που δεν κάνουμε σε πολλά οικονομικά φαινόμενα γύρω μας) ώστε να τα αναγάγουμε σε ποσοστά επι του συνολικού ύψους του προβλήματος.

Η βασική αιτία που το κράτος κατοικοεδρεύει στο κεφάλι και στην τσέπη μας δεν κρύβεται σε κάποια μόνιμη κρατικιστική λογική πατερναλισμού. Και, για να είμαι δίκαιος, ούτε και σε κάποια μόνιμα στοχευμένη διαχρονική λογική παρεμβατισμού υπέρ των μεγάλων ( παρά την άνιση κατανομή κεφαλαίων από τους πόρους ευρωπαϊκών ταμείων, δεκαετίες τώρα, αλλά και την έντονη τωρινή ταξική πολιτική)
Βασική αιτία της ανισορροπίας είναι η δογματική πίστη των κυβερνήσεων διαχρονικά στο μοντέλο μιας αυτορρυθμιζόμενης οικονομίας, η εμμονική αντίληψη ότι το αόρατο χέρι θα μοιράσει σωστά την πίτα (αφού η προσφορά υποτίθεται θα βρει την ζήτηση) και ότι θα καταφέρει δηλαδή( κάπως και κάποτε, με αυτή την μόνιμη αοριστία και απροσδιοριστία που ποτέ δεν αναλύεται) να δώσει χώρο για όλους στην αγορά, άρα και κέρδη.

Οι κυβερνήσεις μεροληπτούν επειδή ακριβώς προσποιούνται ότι πρέπει να είναι αμερόληπτες στην διαδικασία κατανομής επιχειρηματικών μεριδίων στην αγορά (ενώ στην πραγματικότητα οι κομματικές ηγεσίες διαπλέκονται με τις κάθε φορά ανερχόμενες οικονομικές ελίτ και όταν οι πρώτες ανέλθουν στην εξουσία γίνονται σιωπηλοί τροχονόμοι των δεύτερων).

Εαν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είχαν το μεγάλο μερίδιο της αγοράς ως προς τους τζίρους και τα κέρδη ( ενώ αποτελούν το μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων στην αγορά ως προς των αριθμό τους) τότε θα βλέπαμε υψηλότερους μισθούς και εισοδήματα στην ζωή μας.

Θα βλέπαμε υψηλότερα περιθώρια κέρδους ως επαγγελματίες και μικρομεσαίοι( όσο και αν επιβάλλονταν η υψηλή φορολογία) και θα είχαμε ως καταναλωτές υψηλότερη αγοραστική δύναμη ( όσο και αν επέμενε ο πληθωρισμός ).

Η δήθεν ορθόδοξη οικονομική θεωρία που λέει ότι είναι αποκλειστικά και μόνο η έλλειψη εξωστρέφειας, ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας που ευθύνεται για την ασυμμετρία κερδών και εισοδημάτων ( άρα και μισθών) βολεύεται να αυτοεπιβεβαιώνεται σχεδόν μηχανικά επειδή συναντά την επίσης δήθεν ρασιοναλιστιική (νέο) φιλελεύθερη άποψη που λέει εδώ και δεκαετίες ότι το κράτος έχει υψηλή φορολογική και γραφειοκρατική παρουσία στην παραγωγική διαδικασία( να το επαναλάβω : κανένας λογικός φόρος δεν θα ήταν ασήκωτος εάν τα κέρδη και οι μισθοί των περισσότερων ήταν υψηλότερα συγκριτικά με τα κόστη λειτουργίας και τις δαπάνες επιβίωσης).

Η ουσία είναι αλλού : το μεγάλωμα των λίγων δεν μεγαλώνει τα εισοδήματα των πολλών. Οι ισχυρές οικονομίες της Δύσης φρόντισαν – οι περισσότερες τουλάχιστον και μέχρι πριν εκτροχιαστούν οι ανισότητες – να μεγαλώνουν οι μικρομεσαίοι όσο το δυνατόν πιο κοντά στα επίπεδα ανάπτυξης των μεγάλων ομίλων. Και φυσικά φρόντιζαν, κυρίως οι σκανδιναβικές χώρες για αρκετές δεκαετίες, να ανταποδίδουν τους φόρους στους πολίτες( βλ. κοινωνικό κράτος).

Η δε περίφημη πολιτική ενθάρρυνσης ( πολλών δεκαετιών ) συγχωνεύσεων και εξαγορών σε ΗΠΑ αλλά και Βόρεια Ευρώπη, πριν την κρίση του 2008, δεν στηρίχθηκε στην μονοδιάστατη λογική συγχώνευσης μόνο όσων αναπτύσσονται και μπορούν να συνυπάρξουν προς όφελος της θεωρίας συρρίκνωσης των εξόδων και μεγέθυνσης των εσόδων τους.

Στηρίχθηκε, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο έντονης αναδιάρθρωσης ισολογισμών με την κρίση του 2008 και της ανακατανομής ισχύος και συμφερόντων (και πριν επικρατήσουν ολοσχερώς τα χάρτινα ψηφιακά ολογιπώλια της τεχνοφεουδαρχίας) σε μια κατεύθυνση συγχωνεύσεων και εξαγορών που σκόπευαν να «σηκώσουν» μεσομακροπρόθεσμα το μεγαλύτερο τουλάχιστο μέρος του αναφερόμενου κλάδου ( σε επίπεδο μεριδίων αγοράς, κερδών, μισθών, οικονομιών κλίμακας).

Ας μάθουμε επιτέλους να διαβάζουμε τις – μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον – καπιταλιστικές επιδόσεις διεθνώς, που συνέβαλαν σε κοινωνική κινητικότητα διαφορετική από την δική μας ( όπου η γενικευμένη πολυτελής κατανάλωση σε αυτό τον τόπο, συνεχίζει να εξομοιώνει τις ταξικές διαφορές).

Τότε θα καταλάβουμε ίσως γιατί σε χώρες με υψηλότερη φορολογία και ασφυκτικότερους ελέγχους στην αγορά, το καταραμένο αυτό κράτος δεν είναι τόσο βαθιά χωμένο στην τσέπη και στο κεφάλι των πολιτών του…