Πολιτική και χρονικός ορίζοντας στα χρόνια της κρίσης… Του Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδη

229

Του Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδη*

Δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, έγινε μια ασυνήθιστη συνάντηση για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα. Ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Κ. Χατζηδάκης, που είχε διαβάσει στην «Καθημερινή» της 15/12/2020 το άρθρο που είχα γράψει με τον Δημήτρη Βαγιανό («Πράσινη ανάπτυξη και πράσσειν άλογα»), μας προσκάλεσε να κάνουμε μια παρουσίαση της κριτικής μας προσέγγισης. Σκοπός της δίωρης ψηφιακής συνάντησης ήταν να παρουσιασθεί μια εξωτερική προοπτική και να εξετασθεί το τι άλλο θα μπορούσε δυνητικά να γίνει από πλευράς πολιτικής. Παρερχόμενος την αξία της ίδιας της αξιέπαινης πρωτοβουλίας, ήθελα να σταθώ σε μιαν ενδιαφέρουσα αντίδραση. Στην τοποθέτησή μας ότι η σημερινή πολιτική ενέχει τον κίνδυνο να τοποθετηθούν σε όλο το Αιγαίο, σε μέρη σπάνιας φυσικής ομορφιάς και αγριάδας, ανεμογεννήτριες που θα υποβάθμιζαν το ανθρωπογενές και το φυσικό τοπίο, τη χλωρίδα και την πανίδα, ένας υπεύθυνος μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης αντέδρασε αναφέροντας ότι «αυτό δεν είναι το πρόβλημα». Ομολογώ ότι στην αρχή η αντίδρασή του με ξένισε. Γιατί αυτή η αντίρρηση στην πρόταση να σταθμίσουμε τις αποφάσεις για ΑΠΕ με το περιβαλλοντικό κόστος αλλά και την επίπτωση στην ελκυστικότητα της χώρας και το μεσοπρόθεσμο τουριστικό μας προϊόν;

Η απάντηση προφανώς έχει να κάνει με τον χρονικό ορίζοντα. Όπως φάνηκε στη συζήτηση, για τον εκπρόσωπο αυτόν, το επείγον πρόβλημά μας είναι μεσοπρόθεσμο, πλανητικό και ενεργειακό – και οποιαδήποτε υποκατάσταση ενεργειακής μονάδας από ανανεώσιμη είναι καλή, ακόμη και αν αποτελειώσει τους τελευταίους σπιζαετούς της Άνδρου, ξεριζώσει λιθιές και μονοπάτια ή καταστρέψει μοναδικής ομορφιάς νησιά σαν την Πολύαιγο ή τη Σίκινο, ακόμη και αν αυτό ξεκάνει το τουριστικό μας πλεονέκτημα και επιβεβαιώσει την επιλογή της Europa Nostra στη συμπερίληψη αιγαιοπελαγίτικων νησιών στα πιο απειλούμενα μέρη στην Ευρώπη. (Η συναγωγή δική μου.) Το άγχος του συγκεκριμένου περιβαλλοντολόγου, και η εστίαση στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και στις πλανητικές επιπτώσεις, είναι σωστή – αλλά, από την άλλη πλευρά, κοιτάει μονάχα τη μεσοπρόθεσμη απειλή. Το πρόβλημα είναι ότι, μέχρι τότε, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει μεγάλο τμήμα του ΑΕΠ της εξαρτώμενο τόσο από τον τουρισμό όσο και από το εισόδημα που θα φέρουν οι εποχικοί κάτοικοι – ψηφιακοί μετανάστες, non-dom και εύποροι συνταξιούχοι που θα προσελκυσθούν όχι μόνο από ευνοϊκή φορολογία αλλά και από το φυσικό και ανθρωπογενές κάλλος της χώρας μας. Και το τι θα κάνουμε αναφορικά με το πώς ακριβώς θα χωροθετήσουμε τις ΑΠΕ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά, στο προσεχές μέλλον.

Το δυσκολότερο πρόβλημα στην πολιτική και στη στρατηγική είναι ο χρονικός ορίζοντας. Το πρόβλημα συνήθως είναι ότι όλοι κοιτούν το βραχυπρόθεσμο μέλλον. Αποφάσεις όπως αυτή για το Τατόι, όπου επελέγη το σχέδιο που αφενός διατηρεί τον χαρακτήρα του κτήματος και των κτισμάτων ως παρακαταθήκη για το μέλλον και αφετέρου δημιουργεί θέσεις εργασίας με ήπιας μορφής επιχειρήσεις (αλλά χωρίς το επεμβατικό γκολφ και ξενοδοχείο), δίνει το σωστό στίγμα. Πιο δύσκολες επιλογές όμως θα πρέπει να γίνουν ειδικά αναφορικά με την τουριστική διαχείριση, όπου η πίεση από επιχειρηματίες για βραχυπρόθεσμα κέρδη και την επέλαση σε κάθε ήσυχη γωνιά και παραλία για να τις εκμεταλλευθούν επιχειρηματικά είναι αφόρητη. Το ίδιο ισχύει για τη δόμηση και τη διαχείριση των περιοχών Natura. Με τον ίδιο τρόπο που στη μεταπολεμική Ελλάδα η πολιτική της αντιπαροχής και η έλλειψη αρχιτεκτονικών περιορισμών διευκόλυναν την οικιστική επέκταση αλλά κατέστρεψαν την αρχιτεκτονική κληρονομιά πόλεων σαν την Αθήνα, είναι εύκολο να δούμε το πώς οι βραχυπρόθεσμες πιέσεις έχουν την ικανότητα να απαξιώσουν το περιβάλλον.

Η επιδημιολογική εξέλιξη δεν φαίνεται να είναι τόσο καλή. Ο τουρισμός, βασικός πυλώνας της χώρας, θα είναι μάλλον αναιμικός και η πίεση για επενδύσεις μεγάλη. Τι θα κάνει η σημερινή πολιτική ηγεσία κοιτώντας μπροστά; Η επιλογή του χρονικού ορίζοντα και η ικανότητα να αφήσουμε τη χώρα με ενισχυμένη την περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητά της θα σφραγίσουν τη θέση της σημερινής ηγεσίας στην Ιστορία.

*κατέχει την έδρα Sir Donald Gordon Chair Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στο London Business School όπου είναι καθηγητής Στρατηγικής