Πολιτισμός, ένα «αστείρευτο» εμπορικό πλεονέκτημα… Των Μανώλη Καρακώστα & Αλεξάνδρα Παπαϊσιδώρου

360

Των Μανώλη Καρακώστα & Αλεξάνδρα Παπαϊσιδώρου*

Κάθε χώρα στον κόσμο είναι κληρονόμος ενός πολιτισμού που υπήρξε στο παρελθόν. Παρατηρώντας το παγκόσμιο χάρτη υπάρχουν δύο κατηγορίες χωρών. Η μία κατηγορία είναι οι χώρες οι οποίες χρησιμοποιούν την κληρονομιά τους ενεργητικά με το να παράγουν πλούτο μέσω του πολιτισμού τους και η δεύτερη κατηγορία είναι οι χώρες που χρησιμοποιούν την κληρονομία τους παθητικά χωρίς να παράγουν πλούτο. Η Ελλάδα ελέω της παγκόσμιας εμβέλειας του πολιτισμού της και των ανθρωπιστικών ιδεωδών της διαθέτει ισχυρή πολιτιστική παρουσία.

Ο πολιτισμός πώς παράγει πλούτο; Γιατί είναι τόσο χρήσιμη η πολιτισμική πτυχή; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να αναφερθεί ο ρόλος της καινοτομίας. Πώς μπορεί η καινοτομία να συνεπικουρεί στην πολιτισμό; Η απάντηση είναι ότι η καινοτομία δύναται να βοηθά στην παραγωγή των πολιτισμικών προϊόντων. Η πολιτισμική έκφραση παρέχει μία αστείρευτη πηγή καινοτόμων δραστηριοτήτων. Ο πολιτισμός και η κουλτούρα δεν υπάγονται σε αντικειμενικά όρια δημιουργικότητας και καινοτομίας. Ουσιαστικά, ο πολιτισμός βοηθά στη δημιουργία συγκριτικών πλεονεκτημάτων τα οποία δύσκολα αναπαράγονται αλλού (Lazaretou, 2014).

Η απάντηση των προαναφερόμενων ερωτημάτων είναι απλή και βρίσκεται στην πολιτιστική οικονομία. Στην σημερινή εποχή παρατηρείται συνεχής ανάπτυξη της παραγωγής πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών όπως ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η μόδα, η μουσική, οι εκδόσεις, τα βιντεοπαιχνίδια και η αρχιτεκτονική (Leriche & Daviet, 2010). Ο πολιτισμός είναι ουσιαστικά και εισροή και εκροή της παραγωγικής διαδικασίας (Lefebvre, 2008). Ειδικότερα, ο συμβολισμός των προϊόντων (τα brands – εμπορικά σήματα ως εισροή και τα προϊόντα τέχνης, ταινίες κλπ. ως εκροή) αποτελεί την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Η πολιτιστική οικονομία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο βιομηχανιών που παράγουν πολιτιστικά αγαθά και υπηρεσίες. Αυτά τα πολιτιστικά αγαθά εμπεριέχουν δημιουργικότητα, ενσωματώνουν πνευματική ιδιοκτησία και μεταφέρουν συμβολικό νόημα σύμφωνα με τον Throsby (2001). Αυτό που δύναται να ειπωθεί είναι ότι ο πολιτισμός τείνει να μεταμορφώνεται και να μετουσιώνεται όλο και περισσότερο σε εμπορεύματα όπως ταινίες, τηλεοπτικές παραγωγές, βιβλία, μόδα, κοσμήματα, αθλητισμός, τουρισμός (Bourdieu (1971, 1977). Η πολιτιστική οικονομία αποτελεί σημαντικό ποσοστό της απασχόλησης σε πολλές βιομηχανικές χώρες (Pratt, (1997), Power (2002), Kloosterman (2004), Camors & Soulard (2006)). Πλήθος ερευνητών έχουν επισημάνει τις δυνατότητες της πολιτιστικής οικονομίας για δημιουργία θέσεων εργασίας και αναγέννηση αστικών περιοχών όπως Bianchini (1993), Bryan et al. (2000), Dziembowska-Kowalska & Fuchs (2002), Heilbrun & Gray (1993), Hudson (1995), O’Connor (1998), Weinstein & Clower (2000) και Whitt (1987).

Τα πολιτιστικά προϊόντα έχουν ένα χαρακτηριστικό που βοηθά το προϊόν που παράγεται να έχει μία ιδιαίτερη και μοναδική ταυτότητα (όπως η περίπτωση της μόδας) (Barrere & Santagata, 2005). Ένα παράδειγμα του πόσο χρήσιμη είναι η πολιτιστική κληρονομία στην οικονομία μίας χώρας είναι αυτό που αναφέρουν οι Boccella & Salerno (2016). Αναφέρουν δηλαδή ότι για την Ιταλία και το έτος 2014 οι επιχειρήσεις των πολιτιστικών και δημιουργικών τομέων παρήγαγαν 78,6 δισεκατομμύρια προστιθέμενη αξία και μπόρεσαν να τονώσουν και άλλους τομείς της οικονομίας έτσι ώστε να δημιουργήσουν το 15,6% της συνολικής εθνικής προστιθέμενης αξίας, που ισούται με 227 δισεκατομμύρια ευρώ. Ακόμη αναφέρουν ότι η «δημιουργική» οικονομία ουσιαστικά σχετίζεται με τις πολιτιστικές βιομηχανίες. Για να γίνει κατανοητή η χρησιμότητα της πολιτιστικής οικονομίας θα πρέπει να επισημανθεί αυτό που αναφέρει η Healy (2002). Δηλαδή αναφέρει ότι προϊόντα που προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα (βιβλία, ταινίες, μουσική) αποφέρουν περισσότερα έσοδα από τις εξαγωγικές δραστηριότητες από ό,τι οι εξαγωγές για προϊόντα, όπως ρούχα ή αυτοκίνητα. Είναι πασιφανές ότι ο πολιτισμός παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία μίας χώρας.  Αναφορικά με το ως άνω συμπέρασμα η CDCE παρέχει αυτήν την μορφή δέσμευσης και ενίσχυσης της εμπλοκής στο οικονομικό μοντέλο μιας χώρας καθώς εστιάζει πλήρως σε «βιώσιμα συστήματα διακυβέρνησης με στόχο τον πολιτισμό» παρά στην έννοια της ενσωμάτωσης του πολιτισμού ως εργαλειοθήκη της βιώσιμης ανάπτυξης (Throsby, in Duxbury et al, 2017: 218).

Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η UNESCO με την Σύμβαση για την Προστασία και Προώθηση της Ποικιλομορφίας των Πολιτισμικών Εκφράσεων (CDCE, UNESCO 2015) που υιοθετήθηκε το 2005 και τέθηκε σε ισχύ το 2007 δημιούργησε το πλαίσιο δραστηριοτήτων όσον αφορά την θεμελίωση ενός θεωρητικού πλαισίου αναφορικά με τον σχεδιασμό του πολιτισμού ως προϊόν εμπορίου. Το θεωρητικό πλαίσιο διαμορφώθηκε με κοινή διεθνή ομοφωνία στα θέματα χάραξης πολιτισμικής πολιτικής βασισμένο σε κυβερνητικές δομές και με εμπορικές αναζητήσεις μέσα από δημιουργικούς κλάδους και τομείς πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Vickery (UNESCO, 2001: Article 1) αυτή η προσπάθεια σηματοδότησε την αρχή του «ιδεολογικού χάσματος» στην διεθνή προσπάθεια ορισμού και καθορισμού μιας πολιτισμικής πολιτικής που θα επικρατούσε ως μορφή δημιουργικού παραγωγικού οικονομικού χαρτοφυλακίου.

Η Ελλάδα που διαθέτει τόσο πλούσια πολιτιστική κληρονομία πως την χρησιμοποιεί; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα παρατηρήσουμε τις δυνατότητες της Ελλάδος στο τομέα της πολιτιστικής οικονομίας. Σύμφωνα με την Lazaretou (2014, σελ.75) η Ελλάδα διαθέτει ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να είναι ανταγωνιστική στις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες. Ειδικότερα αναφέρει ότι η Ελλάδα με την πρωτοκαθεδρία των μεσαίων ή πολύ μικρών επιχειρήσεων, με την μεγάλη παραγωγική ή δημιουργική φαντασία, με την ελεύθερη σκέψη και το κριτικό πνεύμα, με την υψηλή αισθητική και ποιότητα έκφρασης, με τη πλεονεκτική γεωγραφική τοποθεσία, με το ήπιο κλίμα, με τη μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας και την προσαρμοστικότητα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον δύναται να γίνει ανταγωνιστική στον τομέα της πολιτιστικής οικονομίας. Είναι ολοφάνερο ότι η Ελλάδα διαθέτει τις δυνατότητες, όμως βασικό σημείο είναι αν τις εκμεταλλεύεται σε βέλτιστο βαθμό; Η απάντηση είναι ότι θα πρέπει να πραγματοποιείται μία συνολική ενθάρρυνση της δημιουργικότητας σε ολόκληρη την οικονομία – μέσω κοινωνικοοικονομικών διαδικασιών και οργάνωσης της εργασίας – όπως δηλώνει και η Moore (2014). Δεν είναι συνετό να χρησιμοποιείται ο πολιτισμός της Ελλάδος μονάχα στο πεδίο του τουρισμού. Η τουριστική βιομηχανία είναι μία πολύπλευρη βιομηχανία που απαιτεί την συμμετοχή διαφορετικών παραγόντων. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν οι Carvalho & Costa (2011) ο κλάδος του τουρισμού λόγω της υψηλής ετερογένειας και του υψηλού ανταγωνισμού θα πρέπει να συμβαδίζει με κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντολογικές συνεχείς αλλαγές. Μόνη της η πολιτιστική μας κληρονομία δεν εξασφαλίζει ένα συνεχές τουριστικό πλεονέκτημα. Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ κυβερνητικών φορέων και ιδιωτικού τομέα επηρεάζει άμεσα την προώθηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς ως τουριστικού προϊόντος. Αποτελεί ύψιστης σημασίας η διαγραμματική ανάλυση των μεθόδων ανάπτυξης του μοντέλου τουριστικών πόρων όπως παρέχεται από την μελέτη του Gunn (Gunn, 1988) με σειρά αξιολογήσεων και προαγωγής υπό μια σύγχρονη καίρια σκοπιά και ερμηνεία του πραγματισμού επί της αειφόρου επέμβασης στο τουριστικό προϊόν του πολιτιστικού πλούτου της Ελλάδας.

Εν κατακλείδι, η πολιτιστική οικονομία δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας συγκριτικών πλεονεκτημάτων στις περισσότερες πτυχές της οικονομίας. Ο λόγος είναι απλός. Ο πολιτισμός παρέχει μία πλούσια αφετηρία καινοτομίας και δημιουργίας. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ιδιαίτερη. Η Ελλάδα είναι ένα πολιτιστικό «ψηφιδωτό». Η μακρόχρονη ιστορία και η γεωγραφική της δομή παρέχει ευκαιρίες δημιουργίας ποικίλων πολιτισμικών προϊόντων. Έχοντας υπόψη την υψηλή ανεργία της Ελλάδας η πολιτιστική οικονομία είναι μία ευκαιρία που δε πρέπει να πάει χαμένη. Ο πολιτισμός είναι το «αστείρευτο» εμπορικό πλεονέκτημα που δύναται να δώσει στην Ελλάδα νέες ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης.

*Μανώλης Καρακώστας, Διδάκτωρ Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς & Αλεξάνδρα Παπαϊσιδώρου, Υποψ. Διδάκτωρ Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Πηγή: kathimerini.gr