ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ… Του Κώστα Χριστίδη

38

Του Κώστα Χριστίδη*

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης τον Ιούλιο 2023 έθεσε σαν εθνικό στόχο έναν “Πολυδιάστατο Εκσυγχρονισμό” και με τον όρο αυτό, είπε, “εννοώ τη μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει η χώρα μας, να αντιμετωπίσει πολλές παθογένειες σε πολλά μέτωπα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα, με την ταχύτητα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, για να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες έρχονται από το μέλλον” [ … ].

Η κυβέρνηση, κατά τη γνώμη μου, έχει πετύχει την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας και της αμυντικής της ικανότητας καθώς και μία δημοσιονομική σταθεροποίηση (πράγματα εξόχως σημαντικά) και, επιπλέον, μία σειρά βελτιώσεων σε διάφορα επιμέρους θέματα, όμως τα βασικά προβλήματα της χώρας παραμένουν : χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δημόσια διοίκηση αναποτελεσματική με υπερβολική γραφειοκρατία και εκτεταμένη διαφθορά, βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, προβληματική εν πολλοίς λειτουργία των συστημάτων υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης, συνδικαλιστικό κίνημα που, ειδικά στο δημόσιο τομέα, λειτουργεί ως τροχοπέδη για κάθε μεταρρύθμιση, κ.λπ.

Οι συγγραφείς D.Acemoglu και J.Robinson (που μαζί με τον S.Johnson έλαβαν το βραβείο Νομπέλ Οικονομικών έτους 2024) έχουν διαπιστώσει πως “οι χώρες διαφέρουν ως προς την οικονομική επιτυχία λόγω των διαφορετικών θεσμών τους, των κανόνων που επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών τους και των κινήτρων που παροτρύνουν τους λαούς”. Ο δε Jean-Claude Juncker έχει δηλώσει : “Όλοι οι πολιτικοί ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε (για να αντιμετωπίσουμε την κρίση). Αυτό που δεν ξέρουμε είναι το πως θα καταφέρουμε να εκλεγούμε ξανά, άπαξ και το κάνουμε”.

Είναι φανερό ότι για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας η χώρα χρειάζεται, μεταξύ άλλων θεσμική επανεκκίνηση. Αυτό σημαίνει, κατά κύριο λόγο, αναμόρφωση των δημόσιων θεσμών. Στο βαθμό που οι τελευταίοι είναι εμπεδωμένοι στον καταστατικό χάρτη της πολιτείας, καθίσταται αναγκαία μια άμεση συνταγματική αναθεώρηση. Ευτυχώς, η σχετική διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2025. Η αναθεώρηση αυτή δεν πρέπει να περιορισθεί σε δύο ή τρία θέματα, όπως είναι η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ή η αλλαγή του τρόπου ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης, τα οποία έχουν ήδη τεθεί στην έναρξη μιας σχετικής συζήτησης, αλλά να οδηγήσει σε ένα νέο συνταγματικό πλαίσιο που θα συμβάλει στην αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος, στην πιο εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του κράτους (και στις τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική καθώς και στη δημόσια διοίκηση) και στη διευκόλυνση της απρόσκοπτης παραγωγικής λειτουργίας της οικονομίας.

Η αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος μέσω του περιορισμού, κατά το δυνατόν, του περιβόητου πολιτικού κόστους μπορεί να επέλθει με θεσμικές αλλαγές, όπως : σταθερή κυβερνητική / κοινοβουλευτική θητεία (συνδυαζόμενη με τη λεγόμενη ‘’εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας, που θα κατατίθεται παραδεκτώς μόνον εάν περιλαμβάνει πρόταση συγκεκριμένου νέου πρωθυπουργού),θέσπιση δύο πλήρων θητειών κατ’ ανώτατο όριο για κάθε αιρετό πολιτικό αξίωμα που συνεπάγεται άσκηση εκτελεστικής εξουσίας, εισαγωγή απόλυτου ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας, αλλαγή των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών και βουλευτικής ασυλίας, ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου. Και, βεβαίως, περιορισμός του αριθμού των βουλευτών σε 200 ή 240 (αρκεί γι’ αυτό απλός νόμος) και νέος εκλογικός νόμος βάσει του οποίου τα 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών θα εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες, με κατάργηση του σταυρού προτίμησης, και το υπόλοιπο 1/3, βάσει κομματικής λίστας, αναλογικά με το εκλογικό ποσοστό των κομμάτων (πάνω από ένα όριο, π.χ. του 5%).

Ευτυχώς με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε η υποχρέωση διάλυσης της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Εάν δεν είχε τούτο συμβεί, στην παρούσα συγκυρία αλλαγής ΠτΔ δεν θα είχαμε απλώς υποστεί τις ανούσιες καφενειακού τύπου συζητήσεις αλλά η πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας θα είχε οδηγηθεί σε πολύμηνη παράλυση.

Ο χώρος δεν επιτρέπει έστω και απλή αναφορά όλων των συνταγματικών διατάξεων που χρήζουν αναθεώρησης. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο των Ν.Αλιβιζάτου, Π.Βουρλούμη, Γ.Γεραπετρίτη, Γ.Κτιστάκι, Στ.Μάνου και Φ.Σπυρόπουλου “Ένα Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα” (εκδ. “Μεταίχμιο”, Αθήνα, 2016), το οποίο περιέχει πολλές, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις και το οποίο, ατυχώς, δεν έτυχε μέχρι σήμερα της προσοχής που του αξίζει.

Συμπληρωματικά, θέλω να υπογραμμίσω στο σημείο αυτό, προς το σκοπό της πιο παραγωγικής λειτουργίας της οικονομίας καθώς και της κρατικής μηχανής, την ανάγκη των παρακάτω θεσμικών αλλαγών :
1. Επιστροφή σε ξεκάθαρο καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας με (μεταξύ άλλων) κατάργηση του άρθρου 106 του Συντάγματος, το οποίο συνάδει περισσότερο με μία πλήρως κεντρικά προγραμματισμένη οικονομία, και είναι αντίθετο προς τη δομή μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας.
2. Συνταγματικοί δημοσιονομικοί φραγμοί, όπως : υποβολή ισοσκελισμένων γενικών προϋπολογισμών του κράτους, περιορισμός του φόρου εισοδήματος σε ένα ανώτατο ποσοστό επί του βεβαιωμένου εισοδήματος κάθε φορολογούμενου, περιορισμός των δημόσιων εσόδων και της δυνατότητας αύξησης του δημόσιου χρέους σε ένα καθορισμένο όριο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ καθώς και θέσπιση ανώτατου ορίου στον επιτρεπόμενο αριθμό των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο, ως ποσοστό επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού της χώρας.
3. Αντικατάσταση των περισσότερων κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων με ένα διευρυμένο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα
4. Κατάργηση της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανόμενων δημοσίων υπαλλήλων

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις αναφέρονται ενδεικτικά και χωρίς αξιώσεις άριστης ή οριστικής διατύπωσής τους. Για δύο πράγματα ωστόσο μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα :

Πρώτον, ότι η συνταγματική κατοχύρωση σε βασικά θέματα, όπως τα προαναφερόμενα, είναι απαραίτητη, γιατί χωρίς αυτήν ο οποιοσδήποτε πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός θα προχωράει με βήματα, ενώ χρειάζονται άλματα και, εν πάση περιπτώσει, θα υπόκειται στον κίνδυνο μερικής ή ολικής κατάργησης, εάν κάποια στιγμή το παναρμόδιο και μεγαλομανές κράτος περιέλθει στην εξουσία των δυνάμεων της οπισθοδρόμησης (εννοώ τις αυτοαποκαλούμενες “προοδευτικές” δυνάμεις).

Δεύτερον, ότι οι πολιτικοί στη μεγάλη πλειοψηφία τους θα ταχθούν εναντίον θεσμικών αλλαγών που θα περιορίζουν τη δράση τους μέχρις ότου υπάρξει μία σαφής εκδήλωση της κοινής γνώμης υπέρ αυτών. Το μακρύ και επίπονο έργο διαφωτισμού της κοινής γνώμης δεν είναι έργο των πολιτικών αλλά, όπως έχει πει ο F.A.Hayek , “είναι έργο των διανοούμενων να καταστήσουν πολιτικά εφικτό το επιθυμητό και σήμερα φαινομενικά ανέφικτο”. Και αν ακόμη δεν υλοποιηθούν στην παρούσα φάση θεσμικές αλλαγές όπως οι προτεινόμενες, η συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα είναι πολύτιμη για το σταδιακό επηρεασμό του διανοητικού κλίματος προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

*Νομικός – Οικονομολόγος