Πονοκέφαλοι και ευκαιρίες για τη Ρωσία στο Αφγανιστάν… Του Dmitri Trenin

494

Του Dmitri Trenin

Υπάρχουν δύο προβλήματα με την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων σε περιοχές πέραν του Δυτικού κόσμου. Το ένα είναι όταν οι Αμερικανοί μπαίνουν σε μια περιοχή δια της βίας, διαταράσσοντας το γεωπολιτικό status quo, και το δεύτερο είναι όταν αποσύρονται, αφήνοντας πίσω τους ένα χάος.Η παρέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν το 2001 σηματοδότησε την αρχή της πρώτης μεγάλης στρατιωτικής παρουσίας της Ουάσινγκτον σε μια περιοχή στα βάθη της Ευρασιατικής ηπείρου. Μια τέτοια παρουσία απαιτούσε βάσεις στήριξης σε γειτονικά κράτη της Κεντρικής Ασίας και διαδρομές logistics που διαπερνούσαν το Πακιστάν, την Κασπία, τον Νότιο Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Ευρώπη και ακόμα και τη Ρωσία. Η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ οδήγησε επίσης σε μια αύξηση της αμερικανικής πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής στην περιοχή, κάτι που δημιούργησε ανησυχία σε Ρωσία, Κίνα και Ιράν. Μέσω των παρεμβάσεών τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, οι ΗΠΑ έγιναν μια ευρασιατική δύναμη, προφανώς η κυρίαρχη δύναμη στη «σκακιέρα» της ηπείρου.

Είκοσι χρόνια αργότερα, η απόσυρση του αμερικανικού στρατού από το Αφγανιστάν αφήνει τη χώρα σε κατάσταση αυξανόμενης αναταραχής. Η Al Qaeda, που οργάνωσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο αμερικανικό έδαφος την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ηττήθηκε γρήγορα, αλλά οι Ταλιμπάν που τους φιλοξένησαν στο Αφγανιστάν, αναδύονται τώρα ως η δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα, ανατρέποντας τη στηριζόμενη από τις ΗΠΑ κυβέρνηση στην Καμπούλ. Πολύ μεγαλύτερη ανησυχία δημιουργεί η αυξανόμενη παρουσία στο Αφγανιστάν των εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους, μια διαφοροποιημένη ομάδα που δεν έπαψε να υφίσταται μετά τη συντριπτική ήττα της στο Ιράκ και στη Συρία. Με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να αποχωρούν από τη χώρα, το Αφγανιστάν μετατρέπεται σε πρόβλημα για τις γειτονικές χώρες.

Εν συντομία, η φύση του αφγανικού προβλήματος για την Κεντρική Ασία και τη Ρωσία έγκειται στο ότι το Αφγανιστάν μετατρέπεται σε πηγή αστάθειας για την περιοχή. Ασχέτως της επίπτωσης που είχε η αμερικανική παρουσία στη χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οπωσδήποτε άσκησε μια επιρροή αυτοσυγκράτησης στις ακραίες δυνάμεις εκεί και ενίσχυσε την εξουσία της συνταγματικής κυβέρνησης με έδρα την Καμπούλ. Τώρα που φεύγει αυτή η παρουσία, ο εμφύλιος πόλεμος στο Αφγανιστάν θα πραγματοποιηθεί με πολύ μεγαλύτερη ζέση, ενώ η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση ανετράπη, δημιουργώντας τεράστιες μεταναστευτικές ροές στα σύνορα, ενώ οι διασυνοριακές εξτρεμιστικές ομάδες όπως το Ισλαμικό Κράτος, που τώρα έχουν το ελεύθερο να κυβερνούν, μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν ως βάση για να υπονομεύσουν τη σταθερότητα στην Κεντρική Ασία.

Για τη Ρωσία και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, οι προσφυγικές ροές και η ανατρεπτική διασυνοριακή δραστηριότητα οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος είναι αυτά που αποτελούν το βασικό πρόβλημα. Επιπλέον, το Αφγανιστάν υπό το στηριζόμενο από τις ΗΠΑ καθεστώς έχει γίνει κορυφαία πηγή για τα ναρκωτικά που μεταφέρονται δια μέσου της Κεντρικής Ασίας προς τη Ρωσία, που τώρα αποτελεί μια σημαντική αγορά για αυτά.

Αυτή η πτυχή της κατάστασης στο Αφγανιστάν πιθανότατα δεν θα αλλάξει και πολύ με την αποχώρηση των ΗΠΑ. Ως προς τους εσωτερικούς πολιτικούς διακανονισμούς στο ίδιο το Αφγανιστάν, αυτά είναι ζητήματα που θα διευθετήσουν οι ίδιοι οι Αφγανοί. Οι Ταλιμπάν είναι ουσιαστικά ένα κίνημα των Παστούν που δεν είναι αρκετά ισχυρό για να κυριαρχήσει ολόκληρη τη χώρα από μόνο του, αλλά χωρίς το οποίο η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί, δεν αποτελεί πρόβλημα για τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία, αρκεί να μην εξαπλωθεί πέραν των συνόρων του Αφγανιστάν, να μη δώσει καταφύγιο σε διασυνοριακούς εξτρεμιστές και να μην εμπλακεί σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών.

Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα

Η Ρωσία και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας δεν έχουν τους πόρους, τους λόγους, ούτε την αποφασιστικότητα να παρέμβουν δια της βίας στο Αφγανιστάν. Αυτό θα ήταν μέγιστη ανοησία και θα είχε κακή κατάληξη. Πρώτον, το αποτέλεσμα του εμφύλιου πολέμου στο Αφγανιστάν είναι ζήτημα που θα αποφασίσουν οι Αφγανοί με τη δύναμη των όπλων και, ελπίζουμε, με διαπραγματεύσεις. Δεύτερον, η Ρωσία δεν έχει άμεσα συμφέροντα στο Αφγανιστάν και θα ήταν προετοιμασμένη να έχει δοσοληψίες με οποιονδήποτε και με όλους τους σχετικούς παράγοντες, εξαιρουμένων των εξτρεμιστών, που είναι ο εχθρός. Τρίτον, ενώ το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν μπορεί να νιώθουν συμπάθεια προς τους εθνοτικά αδελφούς τους στο Αφγανιστάν, δεν έχουν τρόπο να παίξουν στρατιωτικό ρόλο στην εσωτερική αφγανική διαμάχη και επίσης θα πρέπει να μείνουν μακριά από αυτήν.

Αυτό δεν σημαίνει πλήρη αποχή από οποιαδήποτε χρήση βίας. Οι συνθήκες μπορεί να απαιτήσουν επιθέσεις εναντίον βάσεων εξτρεμιστών ή άλλων στόχων προκειμένου να αποτραπούν από το να επιτεθούν σε έδαφος της Κεντρικής Ασίας ή της Ρωσίας, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εμπλοκή στην εσωτερική σύγκρουση του Αφγανιστάν.

Για να εξουδετερωθούν οι στρατιωτικοί κίνδυνοι και οι τρομοκρατικές απειλές που μπορεί να προέλθουν από το Αφγανιστάν, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας και η Ρωσία έχουν ουσιαστικούς πόρους στην περιοχή και πέραν αυτής. Στους πόρους αυτούς περιλαμβάνονται οι ένοπλες δυνάμεις του Ουζμπεκιστάν και του Τατζικιστάν, δυο γειτόνων του Αφγανιστάν· οι ρωσικές στρατιωτικές βάσεις στο Τατζικιστάν και στην Κιργιζία· η Κεντρική Στρατιωτική Περιφέρεια της Ρωσίας με έδρα στο Εκατερίνμπουργκ με ευθύνη για την περιοχή νότια των συνόρων της Ρωσίας· και οι ένοπλες δυνάμεις και υποδομές στο Καζακστάν.

Ο συντονισμός των διαφόρων αυτών δυνάμεων διασφαλίζεται μέσω των μηχανισμών του Οργανισμού της Συνθήκης για τη Συλλογική Ασφάλεια (CSTO) στον οποίο ανήκουν το Καζακστάν, η Κιργιζία, η Ρωσία και το Τατζικιστάν· και σε διμερές επίπεδο με το Ουζμπεκιστάν. Θα πρέπει να υπάρξει και ένας βαθμός συντονισμού με το Τουρκμενιστάν, που μοιράζεται μεγάλα σύνορα με το Αφγανιστάν.

Πιο σημαντικά από τα στρατιωτικά μέσα είναι τα assets του τομέα της ασφάλειας που θα χρησιμοποιούνταν για να αποτραπεί η διείσδυση εξτρεμιστών -περιλαμβανομένων αυτών που μεταμφιέζονται σε πρόσφυγες- από το Αφγανιστάν προς την Κεντρική Ασία και από εκεί προς τη Ρωσία, οι έλεγχοι της εξάπλωσης της εξτρεμιστικής ιδεολογίας στα εδάφη των χωρών αυτών, η καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών που χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτηθούν τρομοκρατικές οργανώσεις, η αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων κ.λπ.

Ο βραχίονας του CSTO που ασχολείται με την ασφάλεια είναι εξίσου σημαντικός με τον στρατιωτικό παράγοντα. Οι υπουργοί των συμβουλίων εθνικής ασφάλειας των κρατών-μελών και το επιτελείο τους πρέπει να βρίσκονται μόνιμα σε επαφή, μέσω κάποιου εξειδικευμένου δικτύου που θα επικεντρώνεται σε ζητήματα που σχετίζονται με το Αφγανιστάν.

Το διπλωματικό «οπλοστάσιο»

Εκτός από αυτά τα στρατιωτικά μέσα που έχουν αναπτύξει στις δικές τους περιοχές, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας και η Ρωσία πρέπει να χρησιμοποιήσουν πολιτικά εργαλεία για να αποτρέψουν τη διείσδυση εξτρεμιστών στα βόρεια σύνορα του Αφγανιστάν.

Σε αντίθεση με τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Μόσχα και οι εταίροι της δεν μπορούν να βασιστούν σε μια Βόρεια Συμμαχία των φιλικών Αφγανών Τατζίκων και Ουζμπέκων, που παρείχαν μια ζώνη ασφαλείας στα σύνορα του Αφγανιστάν με τα πρώην σοβιετικά κράτη. Τώρα, αυτά τα πολιτικά εργαλεία ουσιαστικά έχουν περιοριστεί σε συμβόλαια με τους σχετικούς παράγοντες εντός και γύρω από το Αφγανιστάν.

Η πρώην κυβέρνηση στην Καμπούλ με τους ηγέτες που ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον, οι Ταλιμπάν και οι διάφορες φατρίες τους,  οι εθνικοπολιτικοί ηγέτες διαφόρων αφγανικών κοινοτήτων, οι φύλαρχοι και η αφγανική διασπορά στο εξωτερικό, θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι εταίροι για τη διασφάλιση πως οι εξτρεμιστές εντός του Αφγανιστάν θα παραμείνουν υπό πίεση κα έτσι δεν θα μπορέσουν να εξαπολύσουν επιθέσεις εκτός της χώρας.

Η πρώην κυβέρνηση του Αφγανιστάν ήταν αυτή που αναγνωριζόταν από τη Μόσχα και τις πρωτεύουσες της Κεντρικής Ασίας, οι οποίες είχαν συνάψει μαζί της συμφωνίες συνεργασίας, μεταξύ άλλων και στον τομέα της στρατιωτικής ασφάλειας. Εντούτοις, η Ρωσία δεν έχει λόγο να προσπαθήσει να καλύψει τη θέση που αφήνουν κενή οι ΗΠΑ και να γίνει ο βασικός εξωτερικός υποστηρικτής της Καμπούλ -άλλωστε ο πρόεδρος Ashraf Ghani που διέφυγε στο εξωτερικό και το υπουργικό του συμβούλιο ποτέ δεν υπήρξαν ιδιαίτερα φιλικοί προς τη Ρωσία.

Αντιθέτως, η Μόσχα θα πρέπει να παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν και να τις αφήσει να διαγράψουν την πορεία τους, να παραμείνει σε επαφή με όλες τις αφγανικές ομάδες και τις ηγετικές προσωπικότητες και να επικεντρωθεί στα σημαντικά αλλά περιορισμένα συμφέροντα της Ρωσίας, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπλοκή με τους Ταλιμπάν αποτελεί «κλειδί», αν στηρίζει τα συμφέροντα αυτά. Δεν θα πρέπει, όμως, να παίρνονται τοις μετρητοίς οι όποιες υποσχέσεις.

Οι στενοί δεσμοί μεταξύ των Ταλιμπάν και το πακιστανικό σύστημα ασφαλείας καθιστούν επιτακτική ανάγκη για τη Ρωσία να διατηρήσει και να επεκτείνει τις επαφές με την κυβέρνηση στο Ισλαμαμπάντ και ιδιαίτερα με τις ένοπλες δυνάμεις και υπηρεσίες πληροφοριών της. Βεβαίως, το Πακιστάν είναι από μόνο του μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με πυρηνικό οπλοστάσιο και ισχυρούς δεσμούς με την Κίνα. Ως τέτοια, θα πρέπει η Μόσχα να δώσει στο Πακιστάν περισσότερη σημασία απ’ όσο δίνει τώρα. Βεβαίως, τα συμφέροντα και οι πολιτικές του Νέου Δελχί στο Αφγανιστάν είναι αντίθετες προς αυτές του Ισλαμαμπάντ. Έτσι, η επέκταση και εμβάθυνση των σχέσεων με το Πακιστάν δεν θα πρέπει να αποδυναμώσουν τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ινδία, που βρίσκονται σε φάση μετασχηματισμού.

Μια κοινή προσπάθεια

Αφού η αστάθεια που δημιουργείται εντός του Αφγανιστάν αντιπροσωπεύει μια απειλή ή μια πρόκληση για την ευρύτερη περιοχή, πρέπει να υπάρξει συντονισμός με τις γειτονικές χώρες: την Κίνα, την Ινδία, το Ιράν και ενδεχομένως και άλλες. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο διμερώς όσο και μέσω του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), στον οποίον ανήκουν η Κίνα, η Ινδία και το Πακιστάν, καθώς και κράτη της Κεντρικής Ασίας και η Ρωσία, και στον οποίο το Αφγανιστάν και το Ιράν είναι παρατηρητές. Όπως και με τον CSTO, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν πρέπει να αναζωογονήσει τον SCO. Ένας άλλος σημαντικός παίκτης είναι η Τουρκία: μια φιλόδοξη περιφερειακή δύναμη με ενδιαφέρον για το Αφγανιστάν και εταίρος διαλόγου στον SCO.

Τα συμφέρονται και οι στόχοι όλων αυτών των χωρών διαφέρουν πολύ και συχνά συγκρούονται. Ωστόσο, όπως δείχνει η πρόσφατη εμπειρία της Μόσχας στη Μέση Ανατολή, η διατήρηση επαφών με όλα τα μέρη, η προώθηση των συμφερόντων της κάθε πλευράς και η ύπαρξη ξεκάθαρων και ρεαλιστικών στόχων, η κατανόηση της πολιτικής ψυχολογίας των άλλων παικτών και ο σεβασμός των νόμιμων συμφερόντων τους, καθώς και η κατοχή βαθιάς γνώσης και μιας ακριβούς εκτίμησης των πραγματικοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της επιτυχίας.

Αντιθέτως, η συνεργασία με τις ΗΠΑ μετά την ολοκλήρωση της απόσυρσης των στρατευμάτων τους μπορεί να είναι περιορισμένη μόνο, και όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας. Η Ουάσινγκτον ξαναφτιάχνει την παγκόσμια θέση της και στη διαδικασία αυτή αλλάζει τις προτεραιότητες των συμφερόντων της στη Μέση Ανατολή και στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν θα χάσουν κάθε ενδιαφέρον για την περιοχή που συνορεύει με την Κίνα και τη Ρωσία, τους δύο βασικούς αντιπάλους τους. Ως παγκόσμια δύναμη, θα παραμείνει ενεργή, χωρίς όμως πλέον να φέρει ευθύνη για την κατάσταση στο έδαφος. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσουν τους συμμάχους του ΝΑΤΟ όπως η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία ως «αντιπροσώπους».

Η επιτυχία των πολιτικών της Ρωσίας και άλλων εταίρων για το Αφγανιστάν θα εξαρτηθεί από τις εμπειρίες τους και από την κατανόηση της ταχέως εξελισσόμενης κατάστασης. Η βάση για τις εμπειρίες αυτές υπάρχει αλλά πρέπει να αναπτυχθεί και να επεκταθεί. Οι ρωσικές διπλωματικές αποστολές, τα προξενεία και οι άλλες κυβερνητικές αντιπροσωπείες στην περιοχή -από την κεντρική Ασία μέχρι το Πακιστάν, το Ιράν, την Ινδία και το ίδιο το Αφγανιστάν- πρέπει να ενισχυθούν. Τα διπλωματικά assets και τα assets πληροφοριών της Ρωσίας είναι πολύ πιο απαραίτητα σε εκείνο το κομμάτι του πλανήτη απ’ ό,τι στις παραδοσιακές περιοχές του ενδιαφέροντος της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, όπως στη Δυτική Ευρώπη.