Με βάση δύο δεδομένα κινείται σε επίπεδο διπλωματίας η κυβέρνηση, με φόντο την επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα. Αφενός, την επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών για ολική επαναφορά στην ανατολική Μεσόγειο, όπου τα τελευταία χρόνια δεν δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα -τουλάχιστον όχι όση παλαιότερα- και αφετέρου, στη βούλησή τους να αναβαθμιστεί η Σούδα, καταλαμβάνοντας την κορυφή της αμυντικής τους αρχιτεκτονικής στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα μας παρουσιάζεται ως ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος και ο πιο ισχυρός πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Πρακτικά, όπως λένε κυβερνητικά στελέχη, «με μεθοδικά βήματα έχει δημιουργηθεί ένας άξονας στην περιοχή ανάμεσα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που διατηρούν μεταξύ τους πολύ καλές σχέσεις και στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στο όλο αφήγημα, σημαντικό ρόλο επέχει και η Θεσσαλονίκη, την οποία δεν διάλεξε τυχαία ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ως πρώτη στάση του στη χώρα μας, καθώς ήθελε να υπογραμμίσει τον κομβικό ρόλο που παίζει η πόλη ως αναπτυξιακό κέντρο για την περιοχή των Βαλκανίων και την προφανή στόχευση της χώρας του να έχει κομβική θέση σε αυτό το εγχείρημα.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, το Μέγαρο Μαξίμου διαπιστώνει μια στροφή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική από την πολιτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ίσως για πρώτη φορά, λένε στην κυβέρνηση, οι ΗΠΑ, κατά τις κοινές δηλώσεις Πομπέο – Δένδια, συντάσσονται κατηγορηματικά με την ελληνική θέση ότι το Διεθνές Δίκαιο και μόνο είναι το κριτήριο για τη σύναψη συμφωνιών. Αλλά και μέσω συνέντευξής του στο ΑΠΕ, ο Αμερικανός υπουργός ανέφερε ότι «ο τρόπος επίλυσης της σύγκρουσης δεν είναι μέσω επίδειξης δύναμης ή μέσω επίδειξης εξουσίας, αλλά μέσω διαλόγου, μέσω διεθνών συστημάτων, συμφωνιών, συνομιλιών. Έτσι θα έπρεπε να επιλυθούν αυτές οι θαλάσσιες διαφορές. Έχουμε δει τους Έλληνες να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, προσπαθώντας να το επιτύχουν».
Στις κοινές δηλώσεις πάντως Πομπέο – Δένδια έλαβε χώρα ένα αυτογκόλ της κυβέρνησης -ή κατά τον Στέλιο Πέτσα, μια «ανορθογραφία» (όπως είχε πει για τις σχολικές μάσκες)- όσον αφορά τον αρχικό χαρακτηρισμό της Συνθήκης των Πρεσπών ως «ιστορικής». Στη συνέχεια και μετά τις αντιδράσεις, στην «ορθή επανάληψη» των δηλώσεων είχε εξαφανιστεί η λέξη «ιστορική», όμως το λάθος είχε καταγραφεί. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, «ο χαρακτηρισμός της Συμφωνίας ως ‘ιστορικής’ οφείλεται σε λάθος (που προήλθε από την ελληνική πλευρά) κατά την ανταλλαγή κειμένων της Κοινής Δήλωσης Ελλάδας – ΗΠΑ καθώς η φράση αυτή δεν απηχούσε τις ελληνικές θέσεις. Το λάθος διορθώθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της αμερικανικής πλευράς».
Προσωπική σχέση
Πέραν τούτου, στην κυβέρνηση δηλώνουν την απόλυτη ικανοποίησή τους από τη μέχρι τώρα στάση του Αμερικανού ΥΠΕΞ. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι το γεγονός ότι αυτός φιλοξενείται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πατρικό του σπίτι στα Χανιά. Ο πρωθυπουργός έχει αναπτύξει προσωπική σχέση με τον κύριο Πομπέο μετά την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο, με τους δύο άντρες να διατηρούν τακτική τηλεφωνική επικοινωνία.
Σήμερα, κατά την επίσκεψή τους στη Σούδα, αναμένεται να ανακοινώσουν την αναβάθμιση και διεύρυνση της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ, με το στίγμα να το έχει ήδη δώσει από τη Βουλή, κατά τη χθεσινή του ομιλία, ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, επιβεβαιώνοντας ότι επίκειται δημιουργία δεύτερου ναυστάθμου στη Σούδα. Όπως είπε, «εάν η χώρα θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει όπως έχει τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας να κάνει το ίδιο και στην Κρήτη, στη Σούδα. Έχουν προβλεφθεί κονδύλια στο εξοπλιστικό πρόγραμμα, προβλέπονται και κονδύλια για αναβάθμιση υποδομών στη Σούδα, για να μετατραπεί σε μόνιμο ναύσταθμο», σημείωσε.
Αλλά και στην κοινή διακήρυξη των δύο χωρών αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ενισχύσουν περαιτέρω τη στρατηγική εταιρική σχέση άμυνας και ασφάλειας, επεκτείνοντας και εμβάθυνση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας ΗΠΑ – Ελλάδας, η οποία επικαιροποιήθηκε τελευταία φορά τον Οκτώβριο του 2019 και συμβάλλει σημαντικά στην ασφάλεια και των δύο εθνών. Στον επόμενο Στρατηγικό Διάλογο, και οι δύο πλευρές σκοπεύουν να συζητήσουν πώς να αλληλοβοηθούνται περαιτέρω στη διατήρηση ισχυρών, ικανών και διαλειτουργικών στρατών».
Πηγή: euro2day.gr