Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2021 οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μια συμμαχία με την ακρωνυμία AUKUS, ανακοίνωσαν την σύναψη σημαντικής συμφωνίας, η οποία θα επιτρέψει στην Αυστραλία να αποκτήσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια, με αμερικανική και βρετανική τεχνογνωσία. Ως αποτέλεσμα, η Αυστραλία ακύρωσε την τελευταία στιγμή την σύμβαση που διαπραγματευόταν με την Γαλλία από το 2014 για την κατασκευή συμβατικών υποβρυχίων αξίας περίπου 50 δισ. δολαρίων.
Η αντίδραση της Γαλλίας
Η αντίδραση της Γαλλίας υπήρξε άμεση και οξύτατη: ανακάλεσε τους πρέσβεις της από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία για διαβουλεύσεις, μια κίνηση που σηματοδοτεί σοβαρή πολιτική κρίση κατά το διπλωματικό πρωτόκολλο. Το Παρίσι διατείνεται ότι η AUKUS δεν αφορά μόνο αδέξιους χειρισμούς της διοίκησης Biden, αλλά είναι “πισώπλατη μαχαιριά”, “χτύπημα με βαριοπούλα” και “διάρρηξη εμπιστοσύνης”, εκφράσεις που αντανακλούν την σφοδρή ενόχληση της γαλλικής κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, όσο κατανοητή είναι η οργισμένη αντίδραση της Γαλλίας, άλλο τόσο υπηρετεί και επικοινωνιακούς σκοπούς. Τον ερχόμενο Απρίλιο ο Emmanuel Macron αντιμετωπίζει δύσκολη μάχη για την επανεκλογή του και η ακύρωση του συμβολαίου από την Αυστραλία αποτελεί μεγάλη διπλωματική ήττα για τον Γάλλο πρόεδρο. Στο πλαίσιο της αντεπίθεσης του Παρισιού εντάσσεται και η ανακοίνωση για εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας της Γαλλίας με την Ινδία.
Στο βάθος η Κίνα
Αν και η Κίνα δεν αναφέρθηκε κατά την ανακοίνωση για την δημιουργία της AUKUS, ο ασιατικός γίγαντας είναι ο “ελέφαντας στο δωμάτιο” και ο βασικός γεωπολιτικός λόγος γι’αυτήν την τριμερή αγγλοσαξωνική πρωτοβουλία. Όλα δείχνουν ότι ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας – όχι μόνο στον Ινδο-Ειρηνικό, αλλά και παγκοσμίως – θα είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της νέας εποχής που ανατέλλει. Αλλά, ενώ αυτό είναι γνωστό, παραμένει το ερώτημα γιατί η Γαλλία ξαφνικά βρέθηκε “εκτός νυμφώνος”.
Η Αυστραλία επιμένει ότι είχε εκφράσει εγκαίρως τις επιφυλάξεις της για το κόστος της υπό διαπραγμάτευση σύμβασης με τον γαλλικό όμιλο Naval. Επιπλέον, δικαιολογώντας την σύμπραξη AUKUS, οι υποστηρικτές της υπενθυμίζουν την επαμφοτερίζουσα στάση του Παρισιού έναντι των ασφυκτικών αμερικανικών πιέσεων για την συγκρότηση ενός δυτικού μπλοκ κατά της Κίνας. Ο Macron έχει αντιταχθεί στην ιδέα οι δυτικές χώρες να συμμαχήσουν (“gang up”) εναντίον του Πεκίνου, αναλογιζόμενος μεταξύ άλλων και την τεράστια κινεζική αγορά για γαλλικά προϊόντα (π.χ. αεροπλάνα Airbus, πυρηνικά εργοστάσια, κ.λπ.).
Στο θέμα της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα το Παρίσι δεν απέχει πολύ από την άποψη του Βερολίνου για τις θετικές προοπτικές των σινογερμανικών σχέσεων, μια άποψη που σθεναρά υπερασπιζόταν επί 16 χρόνια η απερχόμενη καγκελάριος Αγγελα Μέρκελ. Αλλωστε, το γαλλογερμανικό δίδυμο ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την υπογραφή της σημαντικής συμφωνίας ΕΕ-Κίνας για τις επενδύσεις τον περασμένο Δεκέμβριο, χωρίς να περιμένει την ορκωμοσία του Joe Biden ως νέου προέδρου των ΗΠΑ λίγες εβδομάδες αργότερα.
Άλλη μια παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν είναι το σημαντικό πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο που έχει επενδύσει η Γαλλία στην Συμφωνία του Παρισιού για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η οποία εκ των πραγμάτων απαιτεί στενή συνεργασία με την Κίνα, τον μεγαλύτερο ρυπαίνοντα παγκοσμίως με αέρια του θερμοκηπίου. Αναδεικνύοντας αυτήν την προτεραιότητα, η διοίκηση Biden επίσης αναζητεί διαύλους επικοινωνίας με το Πεκίνο, αλλά προς το παρόν βρίσκει κλειστές πόρτες εξαιτίας της σφοδρής σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης σε πλήθος άλλων θεμάτων.
Επιπτώσεις της συμφωνίας AUKUS στην Ευρώπη
Είναι φανερό ότι η συμφωνία AUKUS θα έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ το τεχνικό σκέλος της κατασκευής πυρηνοκίνητων υποβρυχίων και της μεταφοράς προηγμένης τεχνολογίας. Είναι μια πρωτοβουλία κατ’εξοχήν γεωπολιτική και ίσως με δυνητικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθεί κανείς στην ανάγνωση αυτής της συμφωνίας από ευρωπαϊκή σκοπιά για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, καταδεικνύεται η γεωπολιτική υποβάθμιση της Ευρώπης. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς τον Ειρηνικό Ωκεανό – και την ευρύτερη περιοχή του “Ινδο-Ειρηνικού” – συντελείται τουλάχιστον μια δεκαετία τώρα, από την “στροφή προς την Ασία” (pivot to Asia) επί της προεδρίας του Barack Obama. Ο Donald Trump επιβεβαίωσε αυτήν την προτεραιότητα και ανέδειξε την αντιπαλότητα με την Κίνα ως κεντρικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής του. Εδώ και οκτώ μήνες, ο Biden διατηρεί εν πολλοίς την σκληρή γραμμή του προκατόχου του, έστω και με λιγότερο εμπρηστική ρητορική.
Δεύτερον, αποδεικνύεται ότι οι όποιες αναταράξεις στις διατλαντικές σχέσεις δεν πρέπει να αποδίδονται μόνο στην τετραετία του Trump, αλλά έχουν δομικό χαρακτήρα. Οι Ευρωπαίοι καλωσόρισαν τον Joe Biden στον Λευκό Οίκο με ελπίδες, αλλά σήμερα αισθάνονται προδομένοι λόγω των μονομερών αποφάσεων της διοίκησής του κατά την χαοτική έξοδο των Αμερικανών από το Αφγανιστάν. Σ’αυτήν την πικρία προστίθεται τώρα η ταπείνωση της Γαλλίας, με την σαφή προτίμηση που έδειξαν οι ΗΠΑ στην Βρετανία και την Αυστραλία. Σε ό,τι αφορά την Κίνα συγκεκριμένα, πρόκειται ουσιαστικά για δύο αποκλίνουσες στρατηγικές: αφενός μεν, την συγκρουσιακή αμερικανική θέση για ολομέτωπη αντιπαράθεση και, αφετέρου δε, την πιο προσεκτική στάση της Γαλλίας – αλλά και της Γερμανίας και της ΕΕ στο σύνολό της – έναντι του Πεκίνου. Ενδιαφέρον θα έχει εάν η ΕΕ ως σύνολο θα είναι σε θέση να διαμορφώσει ενιαία στάση έναντι της Κίνας ή μερικά κράτη μέλη θα πιεστούν να ακολουθήσουν την αμερικανική πολιτική.
Τρίτον, μένει να δούμε αν η κρίση μεταξύ του Παρισιού και της Ουάσιγκτον θα οδηγήσει σε ρήξη των διμερών σχέσεων ή, το πιθανότερο, σε προσωρινή ένταση που θα εκτονωθεί σε βάθος χρόνου, π.χ. μετά τις επόμενες εκλογές για τον ένοικο του Champs-Élysées. Κι αυτό, διότι η Γαλλία που έχει δικές της κτήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό και την δεύτερη μεγαλύτερη αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) παγκοσμίως, θα εξακολουθήσει να χρειάζεται την συνεργασία με το αμερικανικό ναυτικό στην περιοχή και μια ευρύτερη ομπρέλα ασφαλείας από κοινού με τις ΗΠΑ.
Τέταρτον, η ΕΕ παρουσίασε πριν από λίγες μέρες την δική της στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό και επιχειρηματολόγησε γιατί διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντά της. Ωστόσο, παραμένουν πολλές αμφιβολίες κατά πόσο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εν λόγω περιοχή. Ενώ η προσέγγιση εταίρων, όπως είναι η Ιαπωνία, η Ινδία, η Αυστραλία και ο Σύνδεσμος Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) είναι επιβεβλημένη, οι εξελίξεις στο νέο γεωπολιτικό κέντρο του πλανήτη θα καθορίζονται πρωτίστως από την Κίνα και τις ΗΠΑ. Σημειωτέον, τον περασμένο Μάρτιο ο Αμερικανός πρόεδρος φιλοξένησε μια πρώτη διαδικτυακή συζήτηση των αρχηγών κρατών από τον άτυπο τετραμερή σχηματισμό Quad (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία και Αυστραλία) που επιδιώκει να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην εξάπλωση της επιρροής του Πεκίνου. Σε λίγες μέρες, μάλιστα, θα διεξαχθεί στην Ουάσιγκτον και η πρώτη συνάντησή τους με φυσική παρουσία.
Πέμπτον, δεδομένων των συσσωρευμένων προβλημάτων στις διατλαντικές σχέσεις, είναι πιθανό το επόμενο χρονικό διάστημα η Γαλλία να πρωτοστατήσει σε μια πιο εντατική συζήτηση για “στρατηγική αυτονομία” της ΕΕ σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, έξω από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, προς το παρόν αυτή η φιλόδοξη ιδέα σκοντάφτει σε διαφωνίες μεταξύ των κρατών μελών και, επιπλέον, οι όποιες σχετικές αποφάσεις θα εξαρτηθούν ως έναν βαθμό και από τις προτεραιότητες της νέας γερμανικής κυβέρνησης μετά τις επικείμενες κοινοβουλευτικές εκλογές στην χώρα.
*Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών του ΙΔΟΣ
Πηγή: idos.gr