Ο συνδυασμός ριζοσπαστικού Ισλάμ και μεγάλης κλίμακας μαζικής τρομοκρατίας με στόχο το μέγιστο δυνατό πλήγμα έκανε σχεδόν όλους να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή και ότι η ανάγκη αντιμετώπισης της δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτη προτεραιότητα
Του Κώστα Υφαντή*
Η «11η Σεπτεμβρίου» προκάλεσε δραματικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική με τουλάχιστον δύο τρόπους. Ο πρώτος και πλέον προφανής είναι ότι έφερε το ζήτημα της τρομοκρατίας γενικά και του ριζοσπαστικού Ισλάμ ειδικότερα στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ειδικοί στην τρομοκρατία σημείωναν την εκδήλωση επιθέσεων με μαζικό χαρακτήρα. Η επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 1993, η βομβιστική επίθεση στην Οκλαχόμα, η επίθεση στο μετρό του Τόκιο είχαν ως αποτέλεσμα αναλύσεις ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νέα γενιά τρομοκρατών με στόχο τον μέγιστο δυνατό αριθμό θυμάτων χωρίς καμία διάκριση ή αναστολή και το εφιαλτικό σενάριο ήταν η πρόσβαση αυτών των ομάδων ή ατόμων σε όπλα μαζικής καταστροφής. Την ίδια στιγμή, όσες και όσοι ασχολούνταν με τη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο επισήμαναν με αυξανόμενη ανησυχία την εμφάνιση και άνοδο ριζοσπαστικών ισλαμικών στοιχείων που δεν στρέφονταν πια μόνο εναντίον των αυταρχικών αραβικών καθεστώτων αλλά με αυξανόμενη ένταση στοχοποιούσαν τις ΗΠΑ και όσες χώρες στην Ευρώπη υποστήριζαν αυτά τα καθεστώτα. Αυτό που έκανε η «11η Σεπτεμβρίου» ήταν να συνδυάσει αυτές τις δύο τάσεις και να αναδείξει στη συνείδηση όλων ότι αυτός ο συνδυασμός ήταν (και είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και ασφάλεια αλλά και για την ασφάλεια της Δύσης γενικότερα. Ο συνδυασμός ριζοσπαστικού Ισλάμ και μεγάλης κλίμακας μαζικής τρομοκρατίας με στόχο το μέγιστο δυνατό πλήγμα έκανε σχεδόν όλους να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή και ότι η ανάγκη αντιμετώπισής της δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτη προτεραιότητα.
Ο δεύτερος και λιγότερο προφανής τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι ότι απελευθέρωσε την αμερικανική ισχύ στον κόσμο. Αν και μια τέτοια διαπίστωση ακούγεται παράδοξη καθώς οι ΗΠΑ ήταν από κάθε άποψη πανίσχυρες, στη δεκαετία του 1990 – αντίθετα με τις περισσότερες προβλέψεις -η αμερικανική πρωτοκαθεδρία δεν ήταν απλώς μία «μονοπολική στιγμή» αλλά μια πολύ πιο ανθεκτική και σταθερή κατάσταση πραγμάτων. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ βρέθηκαν μόνες στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας. Όμως, αυτό που συνέβη στη δεκαετία του 1990 ήταν ότι ξέφυγαν από τον ανταγωνισμό με μεγάλα άλματα. Το 2001 οι ΗΠΑ ήταν πολύ πιο ισχυρές σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις απ’ ό,τι το 1991. Αλλά μέχρι τότε, κυρίως λόγω εσωτερικών περιορισμών, δεν είχαν χρησιμοποιήσει την ισχύ τους με τρόπο που να επιβεβαιώνει αυτόν τον πρωτοφανή ιστορικά συσχετισμό. Από τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου έως τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στα Βαλκάνια ή τις περιορισμένου εύρους επιχειρήσεις στην υποσαχάρια Αφρική, η Ουάσιγκτον επεδίωκε σταθερά τη διεθνή υποστήριξη και νομιμοποίηση. Η Διοίκηση Κλίντον δεν παραβίασε τα όρια που έθετε σταθερά η αμερικανική κοινή γνώμη, ιδιαίτερα μετά την αιματηρή κατάληξη της ανθρωπιστικής επιχείρησης στη Σομαλία το 1993. Αυτό που έκανε η «11η Σεπτεμβρίου» ήταν να εξουδετερώσει όλες τις θεσμικές (βλ. Κογκρέσο) και σε επίπεδο κοινής γνώμης αντιστάσεις και να δώσει στην Διοίκηση Μπους μία – χωρίς υπερβολή – λευκή επιταγή για να ανακαλύψει και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της επίθεσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, την επικράτηση ενός δόγματος μονομέρειας που εκφράστηκε με όρους «ή μαζί μας ή εναντίον μας», την άμβλυνση των δημοκρατικών αντανακλαστικών στο όνομα της συντριβής των ενόχων και τελικά την απελευθέρωση και χωρίς όρια προβολή των αμερικανικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στον Πόλεμο εναντίον της Τρομοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα και γενικά τη μαζική ανάπτυξη των κολοσσιαίων πόρων που είχε στη διάθεσή της η Ουάσιγκτον για να υποστηρίξει έναν πρωτοφανή μετά το Βιετνάμ παγκόσμιο ακτιβιστικό ρόλο. Όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την αντίληψη της απειλής και την αίσθηση του επείγοντος που προκάλεσαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Είκοσι χρόνια μετά, σχεδόν όλες οι αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ έχασαν την αίσθηση του μέτρου. Στην πρώτη περίπτωση δεν είναι ότι απλώς δεν νοηματοδοτήθηκε ορθολογικά μια υπαρκτή απειλή (το ριζοσπαστικό Ισλάμ). Αντίθετα, επικράτησε μία εμμονή που κάποιες φορές άγγιξε τα όρια της παράνοιας και οδήγησε σε πολιτικές επιλογές που δέσμευσαν τεράστιους πόρους για να εφαρμοστούν στρατηγικές χωρίς ξεκάθαρους στόχους. Έτσι, οι επεμβάσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν έγιναν χωρίς να οριστεί ξεκάθαρα τι συνιστά νίκη και χωρίς στρατηγικές εξόδου από αυτές.
Το αποτέλεσμα, ήταν το εκκρεμές να κινείται ιδίως μετά το 2010 και (πάλι) ανορθολογικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, με αποκορύφωμα την προεδρία Τραμπ και την υπονομευτική για την αμερικανική ισχύ «συναλλακτική» πολιτική, μια πολιτική στερημένη από αρχές και μια ερμηνεία του αμερικανικού συμφέροντος Γιου τραυμάτισε (ανεπανόρθωτα;) την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία αλλά και τις προοπτικές μιας πιο συλλογικής παγκόσμιας διακυβέρνησης. Και βεβαίως, η στρατιωτικοποίηση, η μονομέρεια και η αίσθηση του επείγοντος κινητοποίησαν ανταγωνιστές, προκάλεσαν αντισυσπειρώσεις και ενώ κατάφεραν να εξουδετερώσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τους τρομοκράτες και να απομειώσουν τις επιχειρησιακές τους ικανότητες, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν ούτε κατ’ ελάχιστον το ζήτημα της ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης. Είκοσι χρόνια μετά, η απειλή παραμένει και η αμερικανική πρωτοκαθεδρία δεν είναι αυτονόητη.
*καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ερευνητικός εταίρος στο IΔΙΣ