Τα επόμενα τέσσερα χρόνια υπό τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Joe Biden θα δοκιμαστεί πόσο περισσότερο θα μπορέσει η Τουρκία να «τραβήξει το σκοινί» με το ΝΑΤΟ και να επιδιώξει στρατιωτικές επιχειρήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, χωρίς να πυροδοτήσει κυρώσεις.
Η Τουρκία και οι ΗΠΑ βρίσκουν αμοιβαία αξία στους δεσμούς τους στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας. Αλλά η αποφασιστικότητα της Άγκυρας να αποδυναμώσει την εξάρτησή της από δυτικές κυβερνήσεις, όπως αυτή της Ουάσινγκτον, βαθαίνοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς της σε επίπεδο πολιτικής, οικονομίας και ασφάλειας με τη Ρωσία και την Κίνα, έρχονται συχνά σε σύγκρουση με τις επιτακτικές ανάγκες και τους στόχους των ΗΠΑ.
Εντούτοις, η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump έχει σε μεγάλο βαθμό προστατεύσει την Άγκυρα από κυρώσεις που πρότεινε το Κογκρέσο -αν και αυτό μπορεί να αλλάξει όταν αναλάβει τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο ο Biden. Η εφαρμογή βαθύτατων κυρώσεων υπό τον Biden, ωστόσο, απλώς θα ωθούσε την Τουρκία να συνεχίσει να διαφοροποιεί τους δεσμούς της από την υπόλοιπη Δύση, επιδεινώνοντας τη δυσφορία που ήδη υπάρχει στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των πρώτων προτεραιοτήτων της Τουρκίας θα είναι να διασφαλίσει πως η κυβέρνηση Biden δεν θα επιβάλει κυρώσεις για την αγορά και δοκιμή του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400. Η χρήση του πυραυλικού συστήματος από την Τουρκία υπήρξε ένα από τα βασικά «αγκάθια» στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας τα τελευταία χρόνια, καθώς δείχνει την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού από το ΝΑΤΟ και τους δυτικούς συμμάχους, και τη στροφή προς τη Ρωσία.
Οι βουλευτές των ΗΠΑ κινήθηκαν για να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία στο πλαίσιο της Πράξης CAATSA το 2019, αλλά ο Λευκός Οίκος δεν τις έχει επιβάλει ακόμα. Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, ωστόσο, μπορεί να είναι πιο πρόθυμη να προχωρήσει σε τέτοιες κυρώσεις, δεδομένης της λιγότερο φιλικής σχέσης του Biden με την Άγκυρα και τις νέες πολιτικές πιέσεις που πιθανόν θα αντιμετωπίσει για να πατάξει την Τουρκία.
Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από τις ΗΠΑ και άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ, η Τουρκία συνεχίζει να δοκιμάζει επανειλημμένως το σύστημα S-400, δείχνοντας έτσι την πρόθεσή της να το χρησιμοποιήσει.
Το ΝΑΤΟ έχει εκφράσει ανησυχία πως η ανάπτυξη ενός ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος σε χώρα-μέλος του θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στη Ρωσία να συγκεντρώσει πληροφορίες για τα οπλικά συστήματα του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ έχουν αποβάλει την Τουρκία από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και έχουν απειλήσει να της επιβάλουν κυρώσεις για τη χρήση του συστήματος S-400, αλλά ακόμα δεν έχουν εφαρμόσει τις κυρώσεις στο πλαίσιο της CAATSA.
Η Τουρκία θα υπερασπίσει επίσης τον εαυτό της έναντι των απαιτήσεων των ΗΠΑ να σταματήσει τις έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό το ζήτημα έχει περισσότερη σημασία για το υπόλοιπο ΝΑΤΟ απ’ ό,τι για τη Ουάσινγκτον, δεδομένης της γεωγραφικής εγγύτητας της Ευρώπης και της άμεσης επίπτωσης για τα ευρωπαϊκά ενεργειακά συμφέροντα. Έτσι, οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πιο πιθανό να επιφέρουν κυρώσεις από την ΕΕ παρά από τις ΗΠΑ.
Αλλά η Ουάσινγκτον έχει ταχθεί σθεναρά στο πλευρό της Ελλάδας και της Κύπρου ως προς την παρανομία ορισμένων ερευνητικών δραστηριοτήτων της Τουρκίας για πετρέλαιο και αέριο στην περιοχή, γεγονός που δίνει διπλωματική βαρύτητα στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία. Αυτό θα ωθήσει την Άγκυρα να προσπαθήσει να αποδυναμώσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω παρασκηνιακών κινήσεων. Η Τουρκία θα προσπαθήσει επίσης να συνεργαστεί πιο στενά με την Ουάσινγκτον σε άλλα ζητήματα, όπου οι δυο χώρες συμφωνούν περισσότερο.
Στα μέσα Οκτωβρίου, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ καταδίκασε τις συνεχιζόμενες έρευνες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο για πετρέλαιο και αέριο.
Οι συνεχιζόμενες κινήσεις της Τουρκίας για να διεκδικήσει ενεργειακά αποθέματα σε ύδατα που αλληλεπικαλύπτονται με την ΑΟΖ της Κύπρου έχουν ωθήσει Κύπρο και Ελλάδα να απαιτήσουν από τις Βρυξέλλες να επιβάλει αυστηρότερες κυρώσεις στην Άγκυρα.
Η Τουρκία θα προσπαθήσει να κάνει λόμπινγκ στην κυβέρνηση Biden για να μην προχωρήσει τις υπάρχουσες νομικές υποθέσεις που σχετίζονται με τις κυρώσεις στο Ιράν. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει απαγγείλει κατηγορίες στην κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank, η οποία έχει προσωπικούς δεσμούς με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για ξέπλυμα δισεκατομμυρίων ιρανικών δολαρίων προκειμένου να βοηθήσει την Τεχεράνη να αποφύγει τις κυρώσεις.
Η Ουάσινγκτον δεν έχει ακόμα επιβάλει ποινή στην τουρκική κυβέρνηση για την εμπλοκή της στο ξέπλυμα χρήματος. Αλλά η εισερχόμενη κυβέρνηση Biden είναι απίθανο να δώσει τόσο μεγάλο περιθώριο, όταν η υπόθεση της Halkbank εκδικαστεί και πάλι στις αρχές του 2021, κάτι που θα αναζωπυρώσει τη συζήτηση και θα αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας.
Οι New York Times και άλλες πηγές έχουν αποκαλύψει πως υπό την κυβέρνηση Trump, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επιδίωξε να εμποδίσει το ενδεχόμενο η υπόθεση της Halkbank να μετατραπεί σε σοβαρές οικονομικές ποινές για την Τουρκία.
Το 2016, ο τότε αντιπρόεδρος Biden αρνήθηκε προηγούμενα αιτήματα του Erdogan να μειώσει την αμερικανική πίεση προς την Τουρκία, περιλαμβανομένης και της προσωπικής έκκλησης που απηύθυνε ο Erdogan για να βοηθήσει, ώστε να αποφύγει η Halkbank τις ακριβές ποινές.
Μια κυβέρνηση Biden θα μπορούσε επίσης να ανοίξει την πόρτα για αυξημένη ευθυγράμμιση τις πολιτικής ατζέντας των δύο χωρών για τη Συρία, αν και η Τουρκία δεν θα ελπίζει πως οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν τη φιλοκουρδική τους στάση στην περιοχή. Η μάχη ενάντια στους Κούρδους μαχητές και τον κουρδικό αυτονομισμό είναι μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας. Έτσι, η Άγκυρα θα συνεχίσει να μην εμφανίζει ευελιξία στο θέμα αυτό στις συζητήσεις της με τις ΗΠΑ, η στήριξη των οποίων προς τους Κούρδους μαχητές στη Συρία πάντα εξόργιζε την Τουρκία. Η Άγκυρα και η Ουάσινγκτον πιθανότατα θα συνεχίσουν να συγκρούονται για τις αντίστοιχες πολιτικές τους για τη Συρία, όσο οι ΗΠΑ εργάζονται με τους Κούρδους μαχητές στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις.
Η απόσυρση ορισμένων στρατευμάτων από τη Συρία που αποφάσισε η κυβέρνηση Trump βοήθησε προσωρινά στην άμβλυνση των εντάσεων στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, μειώνοντας την απτή αμερικανική στρατιωτική στήριξη στους Κούρδους στρατιώτες που δεν εμπιστεύεται η Άγκυρα.
Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη προσέγγιση προς τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Τουρκία θα επικεντρωθεί ιδιαίτερα στο πώς θα καλύψει την απώλεια της ειδικής σχέσης που είχε με τον προκάτοχο του Biden. Η πιο προσωπική, διμερής προσέγγιση του Trump δημιούργησε ένα πολιτικό χάσμα μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Κογκρέσου, που βοήθησε την Τουρκία να προστατευθεί από τα αιτήματα των Αμερικανών βουλευτών για κυρώσεις εναντίον της τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αλλά αυτό το χάσμα πιθανόν θα μειωθεί υπό τη νέα ηγεσία, δεδομένης της δέσμευσης του Biden να ενστερνιστεί και πάλι τους πολυμερείς θεσμούς και τις συμμαχίες.
Όταν αναλάβει καθήκοντα ο Biden τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι πιθανότερο να παρουσιάσει ένα πιο ενωμένο μέτωπο σε κάθε ένα από αυτά τα θέματα στα οποία Ουάσινγκτον και Άγκυρα έρχονται σε σύγκρουση -πιθανότατα σε βάρος της Τουρκίας.
Πηγή: euro2day.gr