Του Παντελή Οικονόμου
Αθήνα, 1η Ιουνίου 2022
Η προϊστορία του δράματος, πριν και μετά το 2014, έως και την έναρξη του πολέμου είναι γνωστή. Όπως επίσης ξέρουμε πια την απάντηση στο ερώτημα αν η Ρωσία θα παρέμβει ή όχι σε περίπτωση προσέγγισης της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ. Ανατριχιαστικό μεν, ακριβές δε: μια χώρα σύρθηκε σε έναν άνισο πόλεμο με πολυάριθμα ανθρώπινα θύματα και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές για να δοκιμάσουν άλλοι τις ανοχές δικών τους αντιπάλων. Δυστυχώς, ζούμε την καταστροφή μιας ακόμα χώρας, ως συνέπεια της αδυναμίας της ηγεσίας της να διακρίνει την διαφορά μεταξύ φιλικών σχέσεων και εξάρτησης. Και ενώ πιστεύει ότι είναι «σύμμαχος», να συμπεριφέρεται ως «δορυφόρος».
Όλη αυτή η βαρβαρότητα βέβαια δεν νομιμοποιεί, πολύ περισσότερο δεν καθαγιάζει την ρωσική εισβολή. Ο πόλεμος (ούτε καν η προληπτική απειλή του) δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την επίλυση διακρατικών διαφορών. Η ειρηνική διευθέτηση πρέπει να επικρατήσει ως η ενδεδειγμένη μέθοδος για την διαχείριση αντιτιθέμενων εθνικών συμφερόντων. Και αν ο Ο.Η.Ε. δεν έχει τις δυνατότητες να επιβάλλει τον μη πόλεμο, ας αλλάξει ώστε να τις αποκτήσει. Ξεκινώντας, τουλάχιστον, από την δυνατότητα εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του.
Αλλά αν αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο άρχισε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εν συνεχεία διαμόρφωσή του είναι ακόμα πιο απαράδεκτη. Οι Η.Π.Α. εισήγαγαν με συνοπτικές διαδικασίες και επέβαλλαν ουσιαστικά το δόγμα «εξοπλίζουμε την Ουκρανία και επιβάλλουμε κυρώσεις στην Ρωσία». Μόνο που, εκτός από ανήθικο, το δόγμα αυτό αποδεικνύεται ότι δεν αποδίδει τα αναμενόμενα σε όσους το απεργάστηκαν. Ανήθικο επειδή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή ενός λαού και της χώρας του με την συνέχιση των εχθροπραξιών λόγω της καθυστέρησης μιας, αναπόφευκτης τελικά, συνθηκολόγησης των εμπολέμων. Και αναποτελεσματικό για τους εισηγητές του, με την Ρωσία, εν τω μεταξύ, να δημιουργεί όλο και περισσότερα τετελεσμένα επί του εδάφους. Έχει ακόμα ως παράπλευρο αποτέλεσμα την διαμόρφωση ενός άξονα Ρωσίας-Κίνας απέναντι στην Δύση. Και τέλος, την άνιση κατανομή του οικονομικού κόστους εφαρμογής αυτού του δόγματος, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να το επωμίζεται σχεδόν μόνη της.
Το ερώτημα είναι αν, την ώρα που στις ίδιες τις Η.Π.Α. πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την πολιτική τους για την Ουκρανία (από τον Noam Chomsky μέχρι τον Henry Kissinger), η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την επίγνωση, την θέληση και την δύναμη να ζητήσει την «άμεση κατάπαυση του πυρός και μια έντιμη συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας στο πλαίσιο πρωτοβουλιών του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε.» Αν είναι, επί τέλους, σε θέση να διαψεύσει το, εντυπωσιακά κυριολεκτικό, σύνθημα «Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Αν ανέχεται από σύμμαχος να ξεπέσει και αυτή σε δορυφόρο των Η.Π.Α. με αποτέλεσμα να σέρνεται σε επιλογές βλαπτικές για τα συμφέροντα της, οι οποίες δοκιμάζουν την συνοχή της. Αυτό κι’ αν είναι σταυροδρόμι για την Ευρώπη!
Στο ίδιο σταυροδρόμι βρισκόμαστε και εμείς, η Ελλάδα. Καλούμαστε, πράγματι, να βρεθούμε στην «σωστή μεριά της Ιστορίας»:
- Να σταθούμε δίπλα στον λαό της Ουκρανίας που δοκιμάζεται.
- Να δώσουμε καταφυγή και οργανωμένη διαβίωση στην Ελλάδα για τους ομογενείς που δοκιμάζονται από τον πόλεμο, αλλά και στήριξη της συνέχειας της εκεί παρουσίας τους.
- Να υποστηρίξουμε την άμεση κατάπαυση του πυρός
- Να ταχθούμε με όσους βλέπουν την Ευρώπη ως πυλώνα και όχι ως εξάρτημα της Δύσης.
Με απλά λόγια, καλούμαστε να επαναλάβουμε ότι για εμάς, «σωστή μεριά της Ιστορίας» είναι αυτή που εδράζεται στην ηθική και την νομιμότητα. Και την επιλέγουμε θαρρετά και χωρίς τερτίπια, επειδή δεν είμαστε ούτε οπαδοί άλλων, ούτε επιτήδειοι ουδέτεροι. Κυρίως επειδή αυξάνει το ειδικό βάρος μας στον κόσμο και έτσι διευκολύνει την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Η μόνη ίσως θετική επίπτωση της παράτασης του πολέμου (ασφαλώς δεν ισοφαρίζει τις ζημιές από αυτήν) είναι ότι κοπάζουν και η δυτική «επικοινωνιακή καταιγίδα» για ενοχοποίηση της Ρωσίας και η άτεχνη απάντηση της άλλης πλευράς. Όλος αυτός ο, παγκοσμίων διαστάσεων, προπαγανδιστικός ορυμαγδός, με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, με ένα σκοπό και μόνο: να «πάρουμε θέση». Να ταχθούμε με την Ουκρανία(sic) ή με την Ρωσία. Στην πραγματικότητα να γίνουμε δηλαδή οπαδοί, τελικά αβανταδόροι της μιας ή της άλλης πλευράς. Παραγνωρίζοντας και την πραγματικότητα και τα πολλά και ποικίλα εθνικά συμφέροντα.
Αναπόφευκτο (τηλεοπτικό κυρίως) κοινό αυτού του «άγνωστου πόλεμου» και εμείς, οι Έλληνες. Οι οποίοι, όσο περνούσαν οι ημέρες, εκτός από τηλεόραση, θεαθήκαμε και τους λογαριασμούς ηλεκτρικού, φυσικού αερίου και τις τιμές στα supermarket να φουσκώνουν, όπως επίσης και τα υπόλοιπα των τραπεζικών μας λογαριασμών να ξεφουσκώνουν. Σε όσους μάλιστα από την χρεοκοπία της δεκαετίας του 2000, έμεινε η κακή συνήθεια να ρίχνουμε κλεφτές ματιές και στους εθνικούς λογαριασμούς, η προσγείωση στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο οδυνηρή. Και σα να μην έφθαναν όλα αυτά, η κυβέρνηση να δέχεται την προτροπή «συμμάχων» να ξηλώσουμε αμυντικά συστήματα από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και να τα στείλουμε στην Ουκρανία ως στρατιωτική βοήθεια και να μην την απορρίπτει ασυζητητί. Αυτές είναι οι ζημιές μας από τον πόλεμο που καλούμαστε να περιορίσουμε.
Κανείς δεν δικαιολογείται πια, αντί να φροντίζει για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του πολέμου πάνω μας, να μας διχάζει για αλλότρια συμφέροντα. Παραγνωρίζοντας ότι και οι τέσσερις μεγάλες εθνικές μας περιπέτειες των τελευταίων 100 χρόνων, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Εμφύλιος Πόλεμος, το Κυπριακό και η Χρεοκοπία της δεκαετίας του 2000 συνοδεύονταν από δυο εθνικές (κυριολεκτικά) μειονεξίες μας: τους αντίστοιχους διχασμούς και τις ανοχές ή και προσκλήσεις σε επεμβάσεις του ξένου παράγοντα. Καλούμαστε να αποδείξουμε ότι τα παθήματα μας έγιναν μαθήματα. Επειδή μόνον έτσι μπορούμε να περιορίσουμε τις ζημιές μας από τον πόλεμο!