Πόσο πιθανό είναι ένα BREXIT me “no deal”?

115

Η βρετανική κυβέρνηση κατέστησε «επιχειρησιακή προτεραιότητα» τις προετοιμασίες για το λεγόμενο ‘no deal Brexit’, την έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Παράλληλα η ΕΕ ενεργοποίησε το σχέδιο έκτακτης ανάγκης για αυτό το απευκταίο για τους περισσότερους ενδεχόμενο.

Τι σημαίνει όμως στην πράξη ένα no deal και πόσο ρεαλιστικό σενάριο είναι;

Κατ’ αρχάς για τη Βρετανία σημαίνει ότι ήδη 4 δισεκατομμύρια λίρες από έναν σε γενικές γραμμές σφιχτό προϋπολογισμό έχουν διατεθεί ή θα διατεθούν εντός ημερών στα υπουργεία για να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα περιορισμού των όποιων προβλημάτων προκύψουν.

Από εκεί και πέρα η μη συμφωνία συνεπάγεται μη ισχύ της Συμφωνίας Αποχώρησης που έχει πετύχει η πρωθυπουργός Μέι με τις Βρυξέλλες. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς περαιτέρω ενέργειες δε θα υπάρξει μεταβατική περίοδος, επομένως η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου θα γίνει με τρόπο απότομο και με αναρίθμητες εκκρεμότητες.

Ένα βασικό δυνητικό πρόβλημα είναι οι μεταφορές. Η Κομισιόν έχει προτείνει την έγκριση κανονισμού που θα δίνει το δικαίωμα συνέχισης μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, αλλά για διάστημα εννέα μηνών – υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια δικαιώματα θα δώσει το Λονδίνο και στους Ευρωπαίους μεταφορείς.

Σύμφωνα με προγενέστερη μελέτη ακαδημαϊκών και ειδικών στη Βρετανία, η απουσία συμφωνίας για τις μεταφορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμες ουρές φορτηγών δεκάδων χιλιομέτρων λόγω καθυστερήσεων στο λιμάνι του Ντόβερ, από όπου αναχωρεί η πλειοψηφία των εμπορευμάτων προς την ηπειρωτική Ευρώπη μέσω της θαλάσσιας σύνδεσης με το Καλαί στη Γαλλία.

Ο τοπικός δήμος του Κεντ, μάλιστα, έχει προειδοποιήσει ότι το κυκλοφοριακό χάος θα μπορούσε να προκαλέσει βουνά σκουπιδιών στους δρόμους, δυσκολία μετακίνησης μαθητών ακόμα και καθυστερήσεις στην ταφή νεκρών.

Η Κομισιόν έχει συστήσει επίσης τη θέσπιση προσωρινών κανονισμών για την απρόσκοπτη συνέχιση των αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Ωστόσο, θα πρόκειται για προσωρινό μέτρο και παράλληλα δε θα εξασφαλίζει την πραγματοποίηση πτήσεων από βρετανικές εταιρείες μεταξύ δύο ευρωπαϊκών (μη βρετανικών) αεροδρομίων.

Προσωρινή θα είναι, σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν και η εξασφάλιση της δραστηριοποίησης των βρετανικών χρηματοοικονομικών εταιρειών στην ΕΕ, με βάση την αρχή της «ισοδυναμίας» ως προς την παροχή υπηρεσιών.

Εξάλλου, θα εναπόκειται στα κράτη-μέλη να παραχωρήσουν άδεια διαμονής στους Βρετανούς πολίτες στο έδαφός τους. Υπενθυμίζεται ότι η βρετανική κυβέρνηση έχει προαναγγείλει ότι θα εγγυηθεί μονομερώς τα δικαιώματα των Ευρωπαίων κατοίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση no deal – αν και η σχετική νομοθεσία ακόμα δεν έχει προωθηθεί.

 Στον αέρα θα βρίσκεται επίσης και το ποιοι μεταναστευτικοί κανόνες θα είναι σε εφαρμογή από τη βρετανική κυβέρνηση την 30ή Μαρτίου 2019, την επομένη του Brexit, σε περίπτωση που δε υπάρχει μεταβατική περίοδος.Πέρα από τις πολλές άλλες εκκρεμότητες, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αντιμετωπίσει σημαντικό οικονομικό πλήγμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ίδιου του βρετανικού Υπουργείου Οικονομικών, σε περίπτωση no deal και υπαγωγής των εμπορικών σχέσεων Βρετανίας-ΕΕ στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας σε 15 χρόνια θα είναι κατά 9,3% χαμηλότερος σε σύγκριση με το αν η χώρα είχε παραμείνει στην ΕΕ.

Η βρετανική βιομηχανία θα αντιμετώπιζε επίσης μεγάλα προβλήματα λόγω της αναπόφευκτης επιβολής δασμών στις εξαγωγές και εισαγωγές προς και από την ΕΕ. Οι Βρετανοί εξαγωγείς θα αντιμετώπιζαν δασμούς ύψους έως και 6 δισεκατομμυρίων λιρών, ενώ από την άλλη θα αυξανόταν το κόστος πολλών προϊόντων στη βρετανική αγορά.

Από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν οι ευρωσκεπτικιστές, το Ηνωμένο Βασίλειο δε θα ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει τα 45 δισεκατομμύρια ευρώ του «διαζυγίου» στην ΕΕ, ούτε θα υποχρεωνόταν η βρετανική δικαιοσύνη να λαμβάνει υπόψη αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Πάντως το no deal δε θα έλυνε, αντίθετα μάλλον θα περιέπλεκε, το ήδη πλέον περίπλοκο ζήτημα που άπτεται του Brexit, δηλαδή το πώς θα αποφευχθούν τα σκληρά σύνορα μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.

Σε πολιτικό επίπεδο ήδη το Σιν Φέιν έχει προειδοποιήσει την Τερέζα Μέι ότι σε περίπτωση η συμφωνίας με την ΕΕ θα πρέπει να διεξαχθεί δημοψήφισμα για απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από το στέμμα και ένωση με την Ιρλανδία.

Βουλευτές της κ. Μέι, μάλιστα, έχουν προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση υιοθετήσει ως πολιτική (πέρα από απλά επιχειρησιακή) προτεραιότητα το no deal, τότε θα ανεξαρτητοποιηθούν, μη διστάζοντας ακόμα και να στηρίξουν πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.

Αν εξαιρέσει κανείς τους 40-80 ακραιφνείς ευρωσκεπτικιστές στο Συντηρητικό Κόμμα, η συντριπτική πλειοψηφία υπουργών και βουλευτών δεν επιθυμούν έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Παρόλα αυτά, αν όπως αναμένεται η συμφωνία της πρωθυπουργού Μέι με τις Βρυξέλλες απορριφθεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων στα μέσα Ιανουαρίου, τότε η χώρα θα οδηγηθεί σε έξοδο χωρίς συμφωνία αν δεν υπάρξει νομοθέτημα περί άλλης διεξόδου.

Πολλοί βουλευτές και σχολιαστές τονίζουν διαρκώς ότι «η Βουλή δε θα επιτρέψει το no deal» αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα κοινοβουλευτικά εργαλεία: προτάσεις, τροπολογίες κτλ. Οι βουλευτές αυτοί βασίζονται στο ότι θα ήταν πολιτικά πολύ δύσκολο για την εκτελεστική εξουσία να αγνοήσει τη βούληση του συνταγματικά κυρίαρχου κοινοβουλίου σε ένα ζήτημα τόσο εξαιρετικής σπουδαιότητας.

Σε κάθε περίπτωση, για να αποφευχθεί το no deal λόγω εκπνοής χρόνου θα πρέπει να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ κάποιας συγκεκριμένης εναλλακτικής λύσης: άλλη συμφωνία με την ΕΕ, εκλογές ή δημοψήφισμα ή το λεγόμενο «ελεγχόμενο no deal» με επιμέρους περιορισμένης έκτασης συμφωνίες και μία σύντομη μεταβατική περίοδο.

Όπως επανειλημμένως ακούγεται πλέον στη Βρετανία από σχολιαστές, «δεν αρκεί το κοινοβούλιο να λέει απλώς τι δε θέλει, αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που τελικά θέλει».

«Κόντρα» υπουργών στη Βρετανία για το δεύτερο δημοψήφισμα του Brexit

Τη διαφωνία που υπάρχει εντός της κυβέρνησης της Τερέζα Μέι αναφορικά με το ποιο πρέπει να είναι το εναλλακτικό σχέδιο δράσης σε περίπτωση απόρριψης της συμφωνίας του Brexit από τη Βουλή των Κοινοτήτων ανέδειξαν με δηλώσεις τους δύο κορυφαίες υπουργοί.

Σε τηλεοπτική της συνέντευξη στο ITV το βράδυ της Τετάρτης η υπουργός Εσωτερικών Άμπερ Ραντ, υπέρμαχος του μαλακού Brexit, έγινε το πρώτο μέλος της κυβέρνησης που παραδέχθηκε δημοσίως ότι θα υπήρχε πιθανότητα δεύτερου δημοψηφίσματος.

«Έχω πει ότι δε θέλω μία Λαϊκή Ψήφο ή δημοψήφισμα γενικά, αλλά αν το κοινοβούλιο αποτύγχανε απολύτως να φτάσει σε συναίνεση, θα μπορούσα να δω ότι θα υπήρχε ένα εύλογο επιχείρημα για ένα δημοψήφισμα», είπε η κα Ραντ.

«Το κοινοβούλιο πρέπει να πετύχει μία πλειοψηφία για το πώς θα φύγουμε από την ΕΕ. Αν δεν καταφέρει να το κάνει αυτό, μπορώ να δω το επιχείρημα να επιστραφεί το ζήτημα στο λαό, όσο και αν αυτό θα αναστάτωνε πολλούς από τους συναδέλφους μου», συμπλήρωσε η υπουργός.

Η κα Ραντ εξέφρασε στο πλαίσιο αυτό τη στήριξή της σε μια διαδικασία ψηφοφοριών στη Βουλή των Κοινοτήτων ώστε να διαφανεί αν και για ποιο εναλλακτικό σενάριο του Brexit υπάρχει πλειοψηφία στο σώμα.

Την Πέμπτη το πρωί, ωστόσο, η αρχηγός της Βουλής των Κοινοτήτων Άντρια Λέντσομ, που είναι μέλος του τακτικού υπουργικού συμβουλίου, χαρακτήρισε το δεύτερο δημοψήφισμα «απαράδεκτο».

Η εκ των υποστηρικτών του πιο σκληρού Brexit κα Λέντσομ τάχθηκε αντίθετα υπέρ ενός «ελεγχόμενου no deal» σε περίπτωση απόρριψης της συμφωνίας που έχει πετύχει η κα Μέι με τις Βρυξέλλες.Όπως εξήγησε μιλώντας στο ραδιόφωνο του BBC, ένα ελεγχόμενο no deal θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει μία «πιο μινιμαλιστική» εκδοχή της συμφωνίας αποχώρησης με κάποιου τύπου μεταβατική περίοδο για να αποφευχθεί η αβεβαιότητα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Πρόσθεσε ότι μια τέτοια περιορισμένης έκτασης συμφωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει στοιχεία από τις προετοιμασίες περί no deal στο Brexit που έχει ανακοινώσει η ΕΕ.

Ερωτηθείσα για τη θέση της υπουργού Εργασίας, η κα Λέντσομ είπε ότι ένα νέο δημοψήφισμα «θα υπονόμευε τη μεγαλύτερη δημοκρατική άσκηση που έχει γίνει ποτέ». Πάντως αμφότερες τόνισαν ότι η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στις προσπάθειες να εγκριθεί η υπάρχουσα συμφωνία του Brexit.