Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Τον Δεκέμβριο του 1949 ο Μάο Τσετούνγκ επισκέφθηκε την Μόσχα, για να αναζητήσει βοήθεια από την Σοβιετική Ένωση. H Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είχε μόλις ιδρυθεί, μετά από έναν αιώνα αποσύνθεσης, εμφύλιου σπαραγμού και πολέμου εναντίον ξένων κατακτητών. Η Μόσχα είχε αναγνωρίσει το καθεστώς του Τσιανγκ Καϊ-Σεκ στην Ταϊβάν κι έβλεπε το Πεκίνο με καχυποψία, ως πιθανό ανταγωνιστή στην Άπω Ανατολή. Ο Στάλιν αντιμετώπισε τον Μάο ως επαίτη και τον ανάγκασε να περιμένει μέχρι τον Φεβρουάριο του 1950, όταν τελικά υπογράφηκε η πρώτη διμερής συνθήκη με όρους ταπεινωτικούς για την ΛΔΚ.
Έπειτα από 73 χρόνια, τα πράγματα είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. H κινεζική οικονομία, δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, είναι εννιά φορές μεγαλύτερη από την ρωσική και η ψαλίδα συνεχώς ανοίγει. Η Μόσχα υποστηρίζει ανεπιφύλακτα το Πεκίνο στο θέμα της Ταϊβάν και ο Πούτιν βλέπει την τριήμερη επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ ως επιβεβαίωση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ρωσίας-Κίνας. Η στήριξη του Πεκίνου αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λίγες μόνο ημέρες μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Ρώσου προέδρου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Ασφαλή συμπεράσματα για τα αποτελέσματα αυτής της επίσκεψης μπορούν να εξαχθούν από το περιεχόμενο, αλλά και τον τόνο, των σινορωσικών συμφωνιών που αναμένεται να υπογραφούν εντός του τριημέρου. Ωστόσο, δεν είναι νωρίς να διατυπωθούν κάποιες υποθέσεις εργασίας ως προς τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες των δύο πλευρών.
Επιδιώξεις της Ρωσίας
Στις 4 Φεβρουαρίου 2022, είκοσι μόλις ημέρες πριν την εισβολή στην Ουκρανία, το Πεκίνο και η Μόσχα διατυμπάνισαν σε κοινή δήλωση την «άνευ ορίων» συνεργασία τους. Ωστόσο, μετά την αποτυχία της αστραπιαίας «ειδικής επιχειρήσης» και την εντυπωσιακή δυτική συσπείρωση, η κινεζική ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι η Ρωσία δεν είναι μόνο ατού (asset), αλλά και βάρος (liability). Έχει ανακοινωθεί ότι στην Μόσχα οι δύο ηγέτες θα υπογράψουν διακήρυξη για την έναρξη μιας νέας εποχής στις σινορωσικές σχέσεις κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν θα παραμείνει η διατύπωση περί “άνευ ορίων” συμπόρευσης.
Είναι ολοφάνερο ότι με την επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ ο Πούτιν θέλει να καταδείξει πως δεν είναι πολιτικά απομονωμένος και έχει πανίσχυρους συμμάχους παρά την καταδίκη του στην Δύση και όλες της κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας. Πολύ σημαντική είναι η οικονομική συνεργασία των δύο εταίρων, με το Πεκίνο να προσφέρει σωσίβιο στην Μόσχα εν μέσω των βαρύτατων δυτικών κυρώσεων. Η Κίνα έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών υδρογονανθράκων και το 2022 ο συνολικός όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών εκτοξεύθηκε κατά 34%, ανερχόμενος στα 190 δισ. δολάρια.
Ως προς την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, κάτι που έχει απόλυτη ανάγκη η ρωσική πολεμική μηχανή, εκτιμάται ότι η κινεζική ηγεσία θα παραμείνει επιφυλακτική σ’ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το Πεκίνο γνωρίζει ότι οι δυτικές πρωτεύουσες παρακολουθούν πολύ προσεκτικά τις κινεζικές εξαγωγές προς την Ρωσία, κυρίως προϊόντα και τεχνολογίες που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Η Κίνα δεν μπορεί να αγνοήσει τον κίνδυνο να υποστεί δευτερογενείς κυρώσεις από την Δύση, με την οποία έχει πολύ μεγαλύτερες εμπορικές συναλλαγές απ’ό,τι με την Ρωσία – π.χ. 840 δισ. ευρώ με την ΕΕ και 690 δισ. δολάρια με τις ΗΠΑ το 2022.
Στόχοι της Κίνας
Εάν η Ρωσία χρειάζεται άμεση στήριξη για την διεξαγωγή του πολέμου στην Ουκρανία, η Κίνα θέτει ευρύτερους και μακροπρόθεσμους στόχους. Είναι σαφές ότι η εν πολλοίς επιδεικτική επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ στην Μόσχα στέλνει πολλαπλά μηνύματα προς το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Το σινορωσικό δίδυμο βρίσκεται στον πυρήνα της κινεζικής κοσμοθεωρίας για μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων, στον αντίποδα της Pax Americana. Ενώ το Πεκίνο το βολεύει μια αποδυναμωμένη Ρωσία ως ελάσσονα εταίρο, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να την δει ηττημένη κατά κράτος, πόσω μάλλον υπό κατάρρευση. Το βολεύει δε η παραμονή του Πούτιν στο Κρεμλίνο, καθώς το αυταρχικό στυλ του συνάδει με την απόλυτη εξουσία του Σι Τζινπίνγκ στην Κίνα.
Εξίσου σημαντικό είναι το μήνυμα που στέλνει η Κίνα σε σχέση με την Ταϊβάν. Στο θέμα αυτό οι θέσεις του Πεκίνου και της Μόσχας ταυτίζονται πλήρως και η επιβεβαίωση της σινορωσικής συμπόρευσης αποτελεί έμμεση προειδοποίηση προς όσους στηρίζουν την αυτοδιοικούμενη νήσο. Στο στόχαστρο της Κίνας βρίσκονται πρωτίστως οι ΗΠΑ, οι οποίες προσφέρουν προηγμένα οπλικά συστήματα στην Ταϊβάν και διατηρούν στενές επαφές με την ηγεσία της. Προς το παρόν, ο νέος πρόεδρος της αμερικανικής Γερουσίας Κέβιν Μακάρθυ έχει κάνει ένα βήμα πίσω και, αντί για δικό του ταξίδι στην Ταϊπέι, σχεδιάζεται επίσκεψη της προέδρου της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-Ουέν στις ΗΠΑ. Σημειώνεται, πάντως, ότι πληθαίνουν και οι επισκέψεις Ευρωπαίων αξιωματούχων στην Ταϊβάν. Αυτήν ακριβώς την εβδομάδα θα βρίσκεται στην αυτοδιοικούμενη νήσο η Γερμανίδα υπουργός παιδείας – η πρώτη επίσκεψη μέλους της γερμανικής κυβέρνησης τα τελευταία 26 χρόνια.
Σημαντικός στόχος της επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ στην Μόσχα είναι και η προώθηση της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας του Πεκίνου σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πρόκειται για την πρόταση 12 σημείων που παρουσιάστηκε στις 24 Φεβρουαρίου, ένα χρόνο ακριβώς μετά την ρωσική εισβολή. Δεδομένων των γενικόλογων – και αντιφατικών – θέσεων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω κείμενο, πολλοί δυτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η Κίνα ενδιαφέρεται περισσότερο να εμφανιστεί ως περιστερά της ειρήνης παρά να συμβάλει ουσιαστικά στην λήξη του πολέμου.
Ειρηνευτική πρωτοβουλία της Κίνας για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Είναι σαφές ότι η Κίνα επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει την πρόσφατη επιτυχία της ως διαμεσολαβητή για την επαναπροσέγγιση μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Ωστόσο, αυτό κάθε άλλο παρά εγγυάται την επιτυχή έκβαση της κινεζικής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περίπτωση της Ουκρανίας. Η τυπική ουδετερότητα του Πεκίνου, κατ’ουσίαν ευμενής προς την Ρωσία, δεν τού επιτρέπει να εμφανιστεί ως αμερόληπτος διαμεσολαβητής (honest broker). Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουν διεξαχθεί 29 επίσημες συναντήσεις και τηλεδιασκέψεις μεταξύ Κινέζων και Ρώσων αξιωματούχων, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός μεταξύ Πεκίνου και Κιέβου είναι μόλις 5. Σημειώνεται ότι, ενώ τους τελευταίους δεκατρείς μήνες ο Σι Τζινπίνγκ έχει επικοινωνήσει με τον Πούτιν 9 φορές, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά με τον Ουκρανό ομόλογό του.
Καθ’όλη την διάρκεια του πολέμου το Κίεβο τήρησε και εξακολουθεί να τηρεί προσεκτική στάση έναντι της Κίνας. O Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι είναι υποχρεωμένος να διερευνήσει όλες τις δυνατότητες, προκειμένου να σταματήσει η καταστροφή της χώρας του και εναποθέτει ελπίδες – μεταξύ άλλων – και στην πίεση που μπορεί να ασκήσει η Κίνα στην Ρωσία. Εικάζεται πως ο Σι Τζινπίνγκ θα συμφωνήσει επιτέλους να συνομιλήσει με τον Ζελένσκι, αλλά ακόμη κι αν συμβεί αυτό, είναι προδήλως ασύμμετρες οι σχέσεις του Πεκίνου με την Μόσχα και το Κίεβο.
Είναι πολύ σημαντικό ότι ο Κινέζος πρόεδρος έχει εκφράσει τις διαφωνίες της χώρας του για την χρήση πυρηνικών όπλων και η Μόσχα πιθανότατα θα δεχθεί πίεση γι’αυτό το θέμα. Ωστόσο, δεν αναμένεται η κινεζική ειρηνευτική πρωτοβουλία να αποφέρει άλλα ουσιαστικά αποτελέσματα Π.χ. εκεχειρία χωρίς υποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τα καταληφθέντα ουκρανικά εδάφη θα ήταν πολύ πιο κοντά στις επιδιώξεις της Ρωσίας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ουκρανία. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να σημειωθεί κάποια πρόοδος ως προς την επανεξαγωγή σιτηρών από την εμπόλεμη περιοχή, την ανταλλαγή αιχμαλώτων ή την διαμόρφωση ανθρωπιστικών διαδρόμων.
Το σκεπτικό της κινεζικής πρωτοβουλίας
Όλα αυτά δείχνουν ότι το Πεκίνο επιδιώκει κυρίως να προβάλει την εικόνα του ειρηνοποιού, σε αντιδιαστολή προς τις ΗΠΑ που ιστορικά έχουν εμπλακεί σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις ανά την υφήλιο. Στόχος της Κίνας δεν είναι τόσο πολύ η προώθηση της ειρήνης (peace-building) όσο η ενίσχυση των συμμαχιών της (block-building), με το βλέμμα στον «παγκόσμιο Νότο», αλλά και στην Ευρώπη, την οποία το Πεκίνο προσπαθεί να εξευμενίσει με την ειρηνευτική πρωτοβουλία του.
Τέλος, η Κίνα θέλει να έχει θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το τέλος του πολέμου, όπως και κατά την συζήτηση για την συνολική αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρασία. Σε ό,τι αφορά την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά το τέλος των εχθροπραξιών, το Πεκίνο μπορεί να κινητοποιήσει κινεζικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις, αλλά πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει αξιόλογη χρηματοδότηση, ούτε καν υπό την μορφή δανείων. Οι κρατικές τράπεζες που μέχρι πρότινος ήταν δραστήριες κατά μήκος του νέου Δρόμου του Μεταξιού έχουν πάρει εντολή να στηρίξουν κατά προτεραιότητα έργα υποδομής και τον χειμαζόμενο τομέα των ακινήτων εντός της ίδιας της Κίνας. Αλλά προς το παρόν προέχει το τέλος του πολέμου και το Πεκίνο καλείται να αποδείξει αν πράγματι μπορεί να λειτουργήσει ως ειρηνοποιός στην Ουκρανία.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.
Πηγή: liberal.gr