Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά περίπου ένα βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα έχει αυξήσει τη συχνότητα και την ένταση φαινομένων όπως καταιγίδες, πλημμύρες και ξηρασίες. Χωρίς άμεση και αποτελεσματική δράση, οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να διογκωθούν ανεξέλεγκτα προκαλώντας μεγάλη ζημιά στην παγκόσμια οικονομία και στις συνθήκες ζωής των κατοίκων του πλανήτη. Η συμφωνία για την κλιματική αλλαγή του Παρισιού το 2015 έθεσε ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα και τη συνέχιση των προσπαθειών για περιορισμό της αύξησης στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας, με αποκλιμάκωση της στήριξης της παραγωγής ορυκτών καυσίμων όπως το πετρέλαιο, αυστηρούς περιορισμούς στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα καθώς και παρεμβάσεις στην τιμολόγηση του άνθρακα – μέσω της φορολογίας ή των αγορών -, κρίνεται απαραίτητη για τη διασφάλιση συνθηκών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και την προστασία των επιπέδων ζωής των κατοίκων του πλανήτη.
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής εντάσσεται η υιοθέτηση το 2019 από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, συνολικού κόστους 1 τρισ., ευρώ, με στόχο τη μετατροπή της Ένωσης σε κλιματικά ουδέτερη ζώνη χωρών το 2050. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NextGenerationEU), που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, έχει ως κεντρικό στόχο την προώθηση της πράσινης ανάπτυξης.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις, ύψους, σύμφωνα με αρχικές εκτιμήσεις, πάνω από 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα, σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και σε ενεργειακή αποτελεσματικότητα. Από 31 Οκτωβρίου έως 12 Νοεμβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε στη Γλασκόβη Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή, σε συνέχεια εκείνης του Παρισιού, για επιβεβαίωση και επικαιροποίηση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Ακολούθησε η Διάσκεψη στο Σαρμ-Ελ-Σέικ στην Αίγυπτο από 6 έως 20 Νοεμβρίου 2022, όπου συμφωνήθηκε ο πρώτος κύκλος ενεργειών δέσμευσης των πλουσιότερων χωρών για κάλυψη των ζημιών και απωλειών που υφίστανται οι αναπτυσσόμενες χώρες από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η υλοποίηση αυτού του τεράστιου εγχειρήματος, που αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και κατά συνέπεια κάθε χώρα ξεχωριστά, προϋποθέτει συντονισμένη δράση σε πολλά επίπεδα τόσο από τους διεθνείς οργανισμούς όσο και από τα εθνικά κράτη. Το πρόβλημα της μετάβασης διασπάται σε πολλά κεφάλαια ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία προσεγγίζεται.
Η πολιτική διάσταση εστιάζει στις συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε χώρες που διαθέτουν διαφορετικά μείγματα ενεργειακών πηγών. Χώρες πλούσιες σε κοιτάσματα πετρελαίου και άνθρακα θα χάσουν σε αντίθεση με χώρες που διαθέτουν, δυνητικά, μεγάλες ποσότητες ΑΠΕ. Η απαξίωση παραδοσιακών πηγών ενέργειας έχει υψηλό κόστος τόσο σε οικονομικούς όρους όσο και από την πλευρά της απώλειας γεωπολιτικής επιρροής. Η κοινωνική διάσταση επικεντρώνεται στην άνιση κατανομή του κόστους προσαρμογής στο νέο σύστημα, αν ληφθεί υπόψη ότι οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες έχουν εξάρτηση από μεταφορές χαμηλού κόστους όταν εργαζόμενοι, ζώντας μακριά από αστικά κέντρα, απέχουν πολύ από τους χώρους της εργασίας τους. Η εξέγερση των ‘κίτρινων γιλέκων’ στη Γαλλία ανέδειξε τη σημασία αυτού του προβλήματος. Η οικολογική διάσταση αφορά τις μεγάλες αλλαγές στον τρόπο ζωής, τη διατροφή και τις μετακινήσεις που θα προκύψουν από την Πράσινη Μετάβαση. Τέλος, στο αμιγώς οικονομικό πεδίο, το κόστος της μετάβασης είναι πολύ υψηλό και η εξεύρεση των αναγκαίων κεφαλαίων – δημόσιων και ιδιωτικών – θα αποτελέσει, όσο αποδοτικές και αν είναι οι επενδύσεις, μεγάλη πρόκληση.
Η συμφωνία του Παρισιού αποτέλεσε ορόσημο στην παγκόσμια αυτή προσπάθεια. Απομένει όμως πολύς δρόμος που πρέπει να διανυθεί.
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στο πλαίσιο μιας γενικής ανοδικής τάσης, αποτελεί πρόδρομο των δυσκολιών που θα αντιμετωπιστούν στη διαδικασία μετάβασης στην πράσινη οικονομία. Ραγδαίες μεταβολές στη δομή οικονομικών συστημάτων είναι αναπόφευκτο να προκαλούν αναταραχές γιατί τα νέα στοιχεία που εισάγονται οδηγούν σε ανακατατάξεις των στοιχείων που ήδη υπάρχουν και λειτουργούν.
Στη σημερινή συγκυρία, η σταδιακή μείωση της προσφοράς ενέργειας από τις παραδοσιακές πηγές, σε συνδυασμό με την περιορισμένη διαθεσιμότητα ΑΠΕ οδηγεί σε αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο – που στην Ευρώπη είναι κυρίως εισαγόμενο. Εξάλλου, η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνεται σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως στην Ασία, ενώ η Ρωσία, από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους προμηθευτές, δεν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τις παροχές αερίου ως εργαλείο πίεσης για ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους. Η ομαλοποίηση των ενεργειακών αγορών στο στάδιο της μετάβασης αποτελεί δύσκολο εγχείρημα.
Προϋποθέτει, καταρχάς, ταχεία εισαγωγή καθαρών μορφών ενέργειας. Όπως δήλωσε ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Φατίχ Μπιρόλ, για να ισορροπήσει η ενεργειακή αγορά και να επιτευχθεί ο στόχος του Net Zero Emissions το 2050 οι επενδύσεις σε ΑΠΕ «πρέπει να τριπλασιαστούν την επόμενη δεκαετία», προσθέτοντας ότι «όσο εξακολουθεί η παρούσα ανισορροπία, τόσο θα αυξάνεται ο κίνδυνος έντονων διακυμάνσεων των τιμών και μεγαλύτερης αστάθειας».
Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αποθήκευσης ώστε να απορροφώνται απότομες μεταβολές των τιμών. Εξάλλου, σε περιόδους έξαρσης των τιμών η πολιτεία θα πρέπει να παρεμβαίνει με μηχανισμούς επιδότησης. Έχει κρίσιμη σημασία, τόσο για κοινωνικούς λόγους όσο και για τη διασφάλιση της σταθερότητας των αγορών, να συγκρατείται το επίπεδο των τιμών σε χαμηλά επίπεδα. Από τη σκοπιά της διατήρησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη μακροχρόνια βιωσιμότητα των ΑΠΕ είναι προτιμότερο να αποτρέπονται οι διακυμάνσεις με εξισορρόπηση της προσφοράς προς τη ζήτηση παρά με επιδοτήσεις.
Για τη χώρα μας, η Πράσινη Μετάβαση μπορεί να αποδειχτεί σωτήρια για τον καθορισμό του παραγωγικού μοντέλου που ανταποκρίνεται στις ανταγωνιστικές προκλήσεις της νέας εποχής. Αποτελεί, πλέον, κοινή συνείδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Εκτεθειμένη σε γεωπολιτικούς κινδύνους, κληρονόμος μιας αδύναμης και υπερχρεωμένης οικονομίας, πρέπει να επιλέξει με προσοχή τους τομείς όπου θα επικεντρώσει την προσπάθεια εθνικής ανάταξης ώστε η αναπτυξιακή προσπάθεια να αποδώσει μακροχρόνια αποτελέσματα.
Η ανάδειξη της χώρας σε πρότυπο κέντρο βιώσιμης ανάπτυξης με βάση τις ΑΠΕ αποτελεί ρεαλιστική προοπτική γιατί είναι συμβατή με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της οικονομίας μας. Δεν διαθέτουμε σημαντικά κοιτάσματα παραδοσιακών ενεργειακών πόρων που οδηγούνται στην απαξίωση, ενώ η γεωγραφική μας θέση εξασφαλίζει διαθεσιμότητα ΑΠΕ. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν κατείχε ποτέ κεντρική θέση στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Σήμερα, μπορεί να προσβλέπει σε μια τέτοια αναβάθμιση, που θα ενισχύσει την οικονομική της θέση διευρύνοντας τη γεωπολιτική της επιρροή. Επιπλέον, η ανάπτυξη του τομέα θα συνοδευτεί από την είσοδο νέων τεχνολογιών, ενώ η χώρα μας θα επωφεληθεί λόγω του σημαντικού ερευνητικού δυναμικού που διαθέτει. Η σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή μέσα από την ανάδειξη ερευνητικών ιδρυμάτων σε τεχνολογικά κέντρα διεθνούς εμβέλειας θα συμβάλει στη διάχυση νέων τεχνολογιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που κυριαρχούν στην οικονομία μας.
Υπάρχει σήμερα ένα παράθυρο ευκαιρίας, που πρέπει να αξιοποιηθεί για την προώθηση της Πράσινης Μετάβασης. Η οικονομία ανακάμπτει με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με αυτό που αναμενόταν όταν εκδηλώθηκε η κρίση της πανδημίας. Η παραγωγή και διάθεση των εμβολίων για την καταπολέμηση της πανδημίας προχώρησαν ταχύτερα από τις αρχικές προβλέψεις, ενώ σημειώθηκε εντυπωσιακή μεταστροφή στην αντιμετώπιση των κρίσεων από την πλευρά των ισχυρών παικτών του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Αποσύρθηκαν οι γερμανικής εμπνεύσεως συνταγές λιτότητας και επανήλθε στο προσκήνιο η κεϋνσιανή αντίληψη ότι σε περιόδους ύφεσης, με υψηλή ανεργία και αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν θεμιτό μέσο χρηματοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Παράλληλα με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από την ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε φιλόδοξα προγράμματα δαπανών ύψους 4,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων εστιασμένα στη χρηματοδότηση υποδομών και κοινωνικών πολιτικών, δίνοντας το σύνθημα για ένα παγκόσμιο πρόγραμμα στήριξης της ανάκαμψης. Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών αναβαθμίστηκαν, ενώ νέα επενδυτικά προγράμματα και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες βελτιώνουν το οικονομικό περιβάλλον, ιδιαίτερα για μικρές ανοικτές οικονομίες, όπως η Ελλάδα.
Εξάλλου, το παραδοσιακό παραγωγικό μοντέλο έχει εξαντλήσει τη δυναμική του. Οδηγεί σε κάμψη των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης που θα εντείνει τα κοινωνικά προβλήματα αποδυναμώνοντας την προσπάθεια για διαρθρωτικές αλλαγές. Η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να εγκλωβιστεί σε ένα νέο φαύλο κύκλο ύφεσης και κρίσης. Για να αποτρέψει αυτήν την εξέλιξη, πρέπει να συμμετάσχει δυναμικά στις σύγχρονες διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης προωθώντας την Πράσινη Μετάβαση και αναπτύσσοντας δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας με εξωστρεφή προσανατολισμό.
Η ελληνική οικονομία υπήρξε λιγότερη ανοικτή σε σύγκριση με άλλες περιφερειακές χώρες μικρού ή μεσαίου μεγέθους στην ΕΕ (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία). Οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών της ήταν χαμηλότεροι σε σχέση με τις περισσότερες ανταγωνίστριες χώρες αντανακλώντας την περιορισμένη παραγωγική βάση της οικονομίας και την επικέντρωση σε παραδοσιακά προϊόντα και υπηρεσίες με χαμηλή εξωτερική ζήτηση. Όμως, η εξωστρέφεια έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της δραματικής μείωσης της εσωτερικής ζήτησης και του μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης στη διάρκεια της κρίσης, δημιουργώντας σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης με βάση τις εξαγωγές.
Φιλοδοξία μας στο Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής είναι να συμβάλουμε, με ιδέες και προτάσεις, στην πρόοδο της χώρας. Η ανάκαμψη των επενδύσεων, μετά από μακρόχρονη ύφεση λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, με παράλληλη επικέντρωση στην Πράσινη Μετάβαση και στις νέες τεχνολογίες, δημιουργούν γεωπολιτικά και οικονομικά δεδομένα που θα αλλάξουν την όψη της Ελλάδας. Η διεύρυνση των πηγών ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση συνθηκών σταθερής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης, μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα σε μια νέα, καλύτερη εποχή ισχυρής ανάπτυξης και ευημερίας.
*Λίγα λόγια για τον κ. Γιάννο Παπαντωνίου Πρόεδρο του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής, πρώην υπουργό
Ο Γιάννος Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1949. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Άθήνας, Ουισκόνσιν (ΗΠΆ) και Σορβόνης (Παρίσι) και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (Βρετανία). Άπό το 1978 έως το 1981 εργάστηκε στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Άνάπτυξης (ΟΟΣΆ) στο Παρίσι. Το 1981 εκλέχτηκε ευρωβουλευτής και στη συνέχεια, σε διαδοχικές εκλογές, βουλευτής στο ελληνικό Κοινοβούλιο μέχρι το 2007. Έχει υπηρετήσει σε κορυφαίες θέσεις των κυβερνήσεων του ΠΆΣΟΚ. Υπήρξε ο μακροβιότερος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και οργάνωσε την προσπάθεια για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη υπογράφοντας τη σχετική απόφαση στη σύνοδο του Συμβουλίου ECOFIN της 19ης Ιουνίου του 2000 στη Φέιρα της Πορτογαλίας.
Ο Γιάννος Παπαντωνίου διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Διευθύνει το Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής στην Άθήνα και συνεργάζεται με διεθνή thinktanks. Έχει συγγράψει άρθρα και βιβλία για θέματα οικονομίας και διεθνούς πολιτικής.