Προς νέα σχέση κεφαλαίου και εργασίας… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

299

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883), από την στιγμή που άρχισε να μελετά τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής, χωρίς ποτέ να έχει επισκεφθεί ένα εργοστάσιο, συνειδητοποίησε ότι αυτό το σύστημα είχε τεράστιες δυνατότητες να δημιουργεί πλούτο μέσα από νέους όρους καινοτομίας. Σε αντίθεση, όμως, με μεταγενέστερους θαυμαστές του, όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ για παράδειγμα, ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός ήταν ένα σύστημα περισσότερο προσοδοθηρικό, παρά δημιουργικό. Κατά την εκτίμησή του, τότε, οι καπιταλιστές από ένα σημείο και μετά, αντί να δημιουργούν πλούτο από το τίποτε, εκμεταλλεύονται και απαλλοτριώνουν τον πλούτο των άλλων.

Αυτή η εκτίμηση του Μαρξ ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε στις πρώτες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πρώτοι μεγάλοι καπιταλιστές, όπως ογδόντα χρόνια αργότερα τούς περιέγραφε ο Σουμπέτερ, συσσώρευαν μεν πλούτο αλλά μέσω μίας διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής». Δηλαδή, παράγοντας νέα προϊόντα και ανοίγοντας νέες αγορές. Επίσης, ο ίδιος ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι, επειδή ο καπιταλισμός είναι ένα από την φύση του επεκτατικό σύστημα και άρα «παγκοσμιοποιείται», δεν μπορεί παρά να εγκαθίσταται παντού και να δημιουργεί διασυνδέσεις σε όλα τα επίπεδα. Όσο σωστό είναι αυτό σήμερα, άλλο τόσο ήταν και στην Βικτωριανή εποχή.

Τα τελευταία σαράντα χρόνια όμως, η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, εμπορευμάτων, γνώσεων και ανθρώπων, σε συνδυασμό με τη κατάργηση των εμποδίων στο εμπόριο,διεθνοποίησε το σύστημα της αγοράς και φέρνει στο προσκήνιο  νέους δυναμικούς  διεθνείς οικονομικούς παίκτες, κυρίως από τον αναδυόμενο κόσμο. Έτσι, από 1.000 περίπου που ήταν οι πολυεθνικές εταιρείες το 1980, σήμερα οδεύουν προς τις 80.000 και τα ανώτατα στελέχη παγκόσμιων επιχειρήσεων, από 20000 πριν μία τριακονταετία στις μέρες μας πλησιάζουν τα τρία εκατομμύρια. Παρατηρείται έτσι ένα φαινόμενο που ο Μαρξ πίστευε ότι θα συνέβαινε με τους πρώτους βιομηχανικούς καπιταλιστές και δεν δικαιώθηκε. Συμβαίνει όμως σήμερα με τις γραφειοκρατίες των μεγάλων παγκόσμιων επιχειρήσεων.

Σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις οι ιθύνοντες αντί να είναι δημιουργοί πλούτου, έχουν γίνει πραγματικοί προσοδοθήρες. Πλαισιώνονται δε από διοικητικά συμβούλια στα οποία συμμετέχουν συνταξιούχοι πολιτικοί, προσοδοθήρες επαγγελματίες σύμβουλοι επιχειρήσεων και άπληστοι τεχνοκράτες, αδιάβροχοι σε καινοτομίες και αλλαγές. Υπό αυτές τις συνθήκες, αρκετές ηγετικές το πάλαι ποτε εταιρείες, αντί να παράγουν νέο πλούτο και τις συναφείς θέσεις εργασίας, αναζητούν εύκολες και αποδοτικές προσόδους.

«Η σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση και η διάχυση της γνώσης», γράφει ο διάσημος Γάλλος καθηγητής και συγγραφέας Τομά Πικεττύ στο ογκώδες βιβλίο του Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα (εκδόσεις Πόλις) «ναι μεν επέτρεψαν να αποτραπεί η μαρξιστική Αποκάλυψη, όμως δεν άλλαξαν τις βαθειές δομές του κεφαλαίου και των ανισοτήτων –ή, τουλάχιστον, όχι τόσο όσο θα φανταζόταν κανείς στις αισιόδοξες δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εφόσον το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου υπερβαίνει διαρκώς τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος, όπως συνέβαινε έως τον 19ο αιώνα και απειλεί να ξαναγίνει κανόνας τον 21ο, ο καπιταλισμός παράγει μηχανικά ανισότητες, αφόρητες και αυθαίρετες, υποσκάπτοντας τις αρχές της αξιοκρατίας στις οποίες θεμελιώνονται οι δημοκρατικές κοινωνίες. Υπάρχουν ωστόσο τρόποι ώστε η δημοκρατία και το γενικό συμφέρον να θέσουν υπό έλεγχο τον προσοδοθηρικό καπιταλισμό, αποκρούοντας αναδιπλώσεις του προστατευτισμού και του εθνικισμού…».

Στο πλαίσιο αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Τ. Πικεττύ αρνείται κάθε συγγένεια με τον Κ. Μαρξ, μπορούμε να πούμε ότι το σημαντικό αυτό βιβλίο του (Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα) ανανεώνει την σύγχρονη οικονομική σκέψη κα τις προοπτικές της, με τον ίδιο τρόπο που το ομότιτλο έργο του Μαρξ το είχε κάνει τον 19ο αιώνα. Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε αρχικά από την μείωση των ανισοτήτων. Οι πόλεμοι προκάλεσαν μία χωρίς προηγούμενο ανακατανομή του συσσωρευμένου πλούτου. Η ανάπτυξη, όμως, σε συνθήκες ειρήνης οδήγησε στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς η απόδοση του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερη από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Ταυτόχρονα, ένα νέο φαινόμενο επιτείνει τις ανισότητες: η εκτόξευση, πέρα από κάθε λογική, των αμοιβών της ελίτ των μάνατζερς. Επιπροσθέτως, οι μεγάλες περιουσίες εξασφαλίζουν τόσο υψηλότερες αποδόσεις όσο μεγαλύτερη είναι η αρχική συσσώρευση πλούτου. Το αποτέλεσμα είναι μία συνεχής διεύρυνση ανισοτήτων, που ξαναφέρνει τον κόσμο μας στο ακραίο σημείο που βρισκόταν πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι αρχές της αξιοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης υποχωρούν. Η δε πανδημία του κορωνοιού, η οποία φαινεται να έχει διάρκεια,την κατάσταση αυτή θα την επιδεινώσει τελικά.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόταση του Γάλλου οικονομολόγου για την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στο κεφάλαιο, φαίνεται να προκαλεί ενδιαφέρον πλέον . «Αυτό αποτελεί επείγουσα ανάγκη, καθώς η αύξηση των ανισοτήτων συνιστά άμεση απειλή για την δημοκρατία», τονίζει ο Πικεττύ στις σχετικές προτάσεις του.

Παράλληλα προτείνει και δράσεις για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, στους κόλπους της οποίας όμως έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και νέα κοινωνικο-οικονομικά φαινόμενα, όπως τα μονοπώλια που δημιουργούνται στους κόλπους της ψηφιακής επανάστασης (Facebook, Google, κ.α.), η άνοδος της προσωρινής και ευκαιριακής εργασίας, η οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy) και το «πρεκαριάτο» που την συνοδεύει. Πρόκειται γιά φαινόμενα που αλλάζουν ένα παραδοσιακό στην Δύση  κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο πυροδοτεί όμως  και διαφορετικές απ’ ό,τι στο παρελθόν πολιτικές συνθήκες.

Πηγή: ot.gr