Προσαρτήσεις εδαφών: Η επιστροφή μιας επικίνδυνης ιδέας

42
Στην ερώτηση εάν υπάρχουν «τμήματα γειτονικών χωρών που στην πραγματικότητα μας ανήκουν», το 67% των Ούγγρων απάντησε θετικά, όπως και το 60% των Ελλήνων, το 58% τόσο των Βούλγαρων όσο και των Τούρκων, το 53% των Ρώσων και το 48% των Πολωνών.

του Gideon Rachman 

Έχετε μείνει ποτέ ξάγρυπνοι, κάνοντας όνειρα για την προσάρτηση μέρους μιας γειτονικής χώρας; Αν ναι, τότε δεν είστε οι μόνοι.

Πρόσφατη δημοσκόπηση για το Pew Research Center αποκαλύπτει πως ένας τρομακτικός αριθμός Ευρωπαίων δεν είναι ικανοποιημένος με τα σύνορα του κράτους του.

Στην ερώτηση εάν υπάρχουν «τμήματα γειτονικών χωρών που στην πραγματικότητα μας ανήκουν», το 67% των Ούγγρων απάντησε θετικά, όπως και το 60% των Ελλήνων, το 58% τόσο των Βούλγαρων όσο και των Τούρκων, το 53% των Ρώσων και το 48% των Πολωνών. Τέτοια αισθήματα υπάρχουν και στη δυτική Ευρώπη, καθώς με τη δήλωση αυτή συμφωνούν το 37% των Ισπανών, το 36% των Ιταλών και το 30% των Γερμανών.

Σε κανονικούς καιρούς, αυτού του είδους οι ιδέες δεν θα είχαν ιδιαίτερη σημασία. Οι Ούγγροι, για παράδειγμα, μπορεί να κλαίγονται για τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920, η οποία, όπως το βλέπουν οι ίδιοι, είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν τα δύο τρίτα της ουγγρικής γης, χωρίς να πιστεύουν πως η ανάκτηση του εδάφους αυτού είναι μια πρακτική ιδέα.

Το επικίνδυνο είναι πως αυτοί δεν είναι κανονικοί καιροί. Η ιδέα της προσάρτησης -που από καιρό αποτελούσε θέμα-ταμπού στη διεθνή πολιτική- επανέρχεται στην παγκόσμια πολιτική συζήτηση.

Η σημαντικότερη εξέλιξη ήρθε το 2014, όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία από την Ουκρανία. Μόνο μια μικρή, ετερογενής ομάδα χωρών, περιλαμβανομένων της Βόρειας Κορέας, της Βενεζουέλας και της Ζιμπάμπουε, έχουν αναγνωρίσει τη ρωσική κυριαρχία της Κριμαίας. Αλλά μετά από πέντε χρόνια, η Μόσχα σφίγγει τον κλοιό της στην περιοχή.

Ο περισσότερος κόσμος αποδέχεται τώρα σιωπηρά πως η προοπτική η Κριμαία να επιστρέψει στην Ουκρανία είναι ελάχιστη. Από αυτή την άποψη, η προσάρτηση υπήρξε επιτυχημένη.

Η τρέχουσα εκλογική μάχη στο Ισραήλ δίνεται με φόντο τη διαμάχη για το αν το Ισραήλ θα πρέπει επισήμως να προσαρτήσει σχεδόν το ένα τρίτο της Δυτικής Όχθης. Αν και οι περιοχές αυτές ελέγχονται από καιρό από το Ισραήλ, οι περισσότερες χώρες τις θεωρούν ως κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.

Το ειρηνευτικό σχέδιο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη Μέση Ανατολή πρότεινε την αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας επί μεγάλων τμημάτων της Δυτικής Όχθης και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, «τρώγεται» να ανακοινώσει την ενσωμάτωσή τους ενόψει των εκλογών της 2ας Μαρτίου.

Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Τραμπ έχει συγκρατήσει τον κ. Νετανιάχου για να μην ανακοινώσει επίσημη προσάρτηση. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να διατηρήσουν αυτή τη στάση, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη Μέση Ανατολή. Η μονομερής αλλαγή ενός άλλου διεθνούς συνόρου, χωρίς τη συμφωνία και των δύο εμπλεκόμενων μερών ή μια διεθνή συνθήκη, θα συνέβαλε στην αίσθηση πως αυτή είναι μια από εκείνες τις περιόδους της ιστορίας όπου επαναχαράσσονται οι γραμμές στους διεθνείς χάρτες.

Οι επίδοξοι «προσαρτηστές» σε όλο τον κόσμο θα αναθαρρούσαν. Αλλά εάν εξαπλωθεί η αποδοχή των προσαρτήσεων, τότε αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αιματοχυσία και τον εκτοπισμό πληθυσμών. Όπως έχει προειδοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας Καρλ Μπιλντ, «τα σύνορα της Ευρώπης έχουν χαραχτεί με αίμα και η αλλαγή τους θα επέφερε και πάλι αιματοχυσία».

Αυτό που ισχύει για την Ευρώπη, ισχύει ακόμα περισσότερο για την Ασία. Στην Ιαπωνία, ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε έχει επαναφέρει στο επίκεντρο την επαναδιεκδίκηση των νήσων που πήρε η Ρωσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο ξεκαθαρίζει απόλυτα πως αυτό θα πρέπει να γίνει μέσω διαπραγματεύσεων. Αντιθέτως, η κινεζική κυβέρνηση πάντα επέμεινε στο δίκαιό της να βάλει τέλος στην de facto ανεξαρτησία της Ταϊβάν με στρατιωτικά μέσα.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, οι λαοί όλων των χωρών, είτε πρόκειται για Ρώσους, Κινέζους, Ούγγρους ή Ισραηλινούς, είναι ελεύθεροι να πιστεύουν τις θεωρίες τους για τα σύνορα των εθνών τους. Τα σύνορα έχουν μετατοπιστεί πολλές φορές ιστορικά και πάντα θα υπάρχουν ομάδες που για εθνοτικούς ή θρησκευτικούς λόγους θα αισθάνονται πως έχουν εγκλωβιστεί στη λάθος χώρα.

Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης τέτοιων διλημμάτων είναι οι ισχυρές συμφωνίες για τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή οι διακανονισμοί για τις διπλές υπηκοότητες. Δεν είναι όμως εγγενώς αθέμιτο να επιχειρηματολογεί κανείς υπέρ της αλλαγής των συνόρων. Το «κλειδί» είναι πως οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή πρέπει να γίνει μέσω διαπραγμάτευσης.

Οι ρίζες του σύγχρονου ταμπού κατά της προσάρτησης εντοπίζονται στη δεκαετία του 1930. Η κίνηση του Αδόλφου Χίτλερ στη Ρηνανία και η επακόλουθη προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία και η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας επετράπη από άλλους να είναι επιτυχημένες. Γενιές μεταπολεμικών πολιτικών έμαθαν ένα μάθημα: το να επιτρέπεις καταλήψεις να περνούν χωρίς αντιδράσεις, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και τελικά οδηγεί σε πόλεμο.

Όταν προσφάτως τα διεθνή σύνορα αλλάζουν, αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα όταν μια νέα χώρα πολέμησε επιτυχώς για την ανεξαρτησία της, συχνά μετά από χρόνια καταπίεσης. Αλλά το να επιτραπεί η απελευθέρωση ενός νέου κράτους όπως το Ανατολικό Τιμόρ ή το Νότιο Σουδάν, συνήθως μέσω διαπραγματεύσεων και διεθνώς αναγνωρισμένων δημοψηφισμάτων ανεξαρτησίας, διαφέρει πολύ από το να επιτραπεί σε ένα υφιστάμενο κράτος να καταλάβει δια της βίας μέρος γειτονικού εδάφους.

Το ταμπού της προσάρτησης εφαρμόστηκε με αυστηρότητα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Βρετανία επέλεξε να πολεμήσει με την Αργεντινή για τα Νησιά Φώκλαντ το 1982 και είναι ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ δημιούργησαν διεθνή συνασπισμό το 1991 για να πολεμήσουν το Ιράκ, μετά την εισβολή του στο Κουβέιτ.

Η χρονιά του πρώτου πολέμου στο Ιράκ ήταν επίσης και η χρονιά της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, που οδήγησε στη δημιουργία 15 κυρίαρχων κρατών. Προς τιμήν της Ρωσίας, η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 έγινε σε μεγάλο βαθμό ειρηνικά και στη βάση διεθνών συμφωνιών. Η απόφαση της Μόσχας να προσαρτήσει την Κριμαία μετά από 23 χρόνια, αντιπροσωπεύει μια στροφή στη μονομερή επιθετικότητα.

Θα πρέπει να παραμείνει ένα απομονωμένο παράδειγμα και να μη γίνει προάγγελος μιας νέας εποχής.