Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, είπε η υφυπουργός Παιδείας Ιωάννα Λυτρίβη, μιλώντας σε εκδήλωση του ΣΜΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του
Θετική εμφανίζεται η κυβέρνηση σε πρόταση του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία (και συγκεκριμένα στην Κοζάνη), η οποία παρουσιάστηκε από τον πρόεδρο του ΣΜΕ, Κωνσταντίνο Γιαζιτζόγλου, σε εκδήλωση στην Αθήνα την Τρίτη, με τη συμμετοχή της υφυπουργού Παιδείας, Ιωάννας Λυτρίβη, και του προέδρου του ΔΣ του ΣΕΒ, Δημήτρη Παπαλεξόπουλου, με θέμα «Προετοιμάζοντας το Μέλλον», όπου εθίγη, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της μεγάλης έλλειψης «χεριών» στην αγορά εργασίας.
«Έχουμε σαφώς συγκεκριμένες ανάγκες, ένα σαφώς συγκεκριμένο πρόβλημα που ακούει στο όνομα χειριστές, το οποίο έχει να κάνει με το ότι δεν υπάρχει syllabus εκπαιδευτικό, μα μια διαδικασία μαθητείας…έχουμε κάτι στο μυαλό μας πολύ συγκεκριμένο, θα θέλαμε μια σχολή χειριστών που θα την ιδρύσει κάποιος μαζί με τον ΣΜΕ- Ο ΣΜΕ θα βάλει το κομμάτι που του αναλογεί, για να κάνουμε κάπου μια σχολή χειριστών- χρειαζόμαστε μια βοήθεια στο θεσμικό πλαίσιο» είπε ο κ. Γιαζιτζόγλου, προσθέτοντας πως στη δυτική Μακεδονία υπάρχουν υποδομές – κτίρια, χώροι όπου σκαπτικά μηχανήματα λειτουργούσαν μέχρι πρόσφατα- που θα εγκαταλειφθούν- «μήπως θα ήταν μια καλή ιδέα να φτιάξουμε εκεί μια σχολή χειριστών μηχανημάτων έργου, στην Κοζάνη;».
Απαντώντας σχετικά, η κ. Λυτρίβη είπε ότι υπάρχει και ένα ταμείο, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, «το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση».
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης η υφυπουργός, αναφερόμενη στην ποιοτική και ποσοτική έλλειψη «χεριών» στην αγορά εργασίας, δήλωσε πως «είναι ποιοτική η έλλειψη…έχει πολύ μεγάλη σημασία το πώς θα δώσουμε διαδρομές, μονοπάτια. Στην Ελλάδα έχουμε μία εμμονή θα έλεγα να φωτίζουμε και να καλοστρώνουμε ένα μονοπάτι της εκπαίδευσης. Το παιδί ακολουθεί μια γραμμική πορεία, τελειώνει το σχολείο, δίνει πανελλαδικές εξετάσεις και μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός που δεν έγινε ή που έγινε επί συνθήκες εργαστηρίου και όχι εργαστηριακού κέντρου όπως θα έπρεπε, για να μπορούν τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με αυτό που θα αντιμετωπίσουν στην πορεία, μάλλον δεν τους οδήγησε πολύ καλά. Σε αυτό (ευθύνεται) λίγο και η ελληνική κοινωνία που θεωρεί ότι η καταξίωση έρχεται μόνο μέσα από το να οδηγηθεί το παιδί στο πανεπιστήμιο».
Η κ. Λυτρίβη σημείωσε πως έχει μειωθεί πάρα πολύ το ποσοστό της γενικής ανεργίας, μα της νεανικής παραμένει πολύ ψηλά. «Τι κάνουμε για αυτό: Είναι προφανές ότι είναι ώρα να αναθεωρηθεί το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Νομίζω ότι έχουμε καθυστερήσει πολύ να φτάσουμε στο σημείο αυτής της αναθεώρησης. Και με χαρά και υπερηφάνεια θα πω ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια γίνεται μια πολύ συστηματική προσπάθεια να υπάρξει μία στροφή σε αυτό που λέμε επαγγελματική εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση που θα μπορούσε να είναι η λύση σε όλα αυτά τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν και οι επιχειρήσεις από τη μια αλλά και οι νέοι που ολοκληρώνουν το σχολείο και στην πορεία δεν ξέρουν πού να πάνε. Κάνουμε μια πολύ συστηματική προσπάθεια αλλά νιώθω ότι θα ήθελα να έχει ήδη αποδώσει, δεν έχει όμως ακόμα αποδώσει. Βέβαια ξέρουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση είναι αυτές που διαρκούν περισσότερο και αποδίδουν πολύ πιο αργά, και ειδικά όταν είναι τόσο στενά μπλεγμένες με αυτό που λέμε νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί εμείς δείχνουμε τον δρόμο, φωτίζουμε τον άλλο δρόμο, άρα σε ένα βαθμό αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη διαδικασία αναθεώρησης αυτού που λέμε εκπαιδευτική υπηρεσία- παροχή από το κράτος. Αυτή τη στιγμή δε λέμε έχουμε μόνο δυνατά πανεπιστήμια, γιατί ενδυναμώνουμε τα πανεπιστήμιά μας, δίνουμε έναν άλλο δρόμο για τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, για το επίπεδο 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, εκεί όπου τελικά βρίσκουμε και τις περισσότερες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό» είπε η υφυπουργός.
Από πλευράς του ο κ. Παπαλεξόπουλος δήλωσε, αναφερόμενος στον εξορυκτικό κλάδο γενικότερα, πως «είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς επιτέλους μια αισιοδοξία και μια προοπτική και νομίζω ότι αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, μέσα από την προοπτική γεννιούνται και οι αλλαγές που χρειάζονται. Είμαστε σε φάση που είναι ευκαιρία να αλλάξουν κάποια πράγματα. Αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση. Δεύτερη παρατήρηση είναι ότι το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο και πολύπλοκο, πολύπλευρο, που δεν ξέρεις πού να το πιάσεις…λείπουν στην Ελλάδα δεξιότητες πολλών μορφών, δεν παράγουμε τους μισούς ανθρώπους στα STEM από ό,τι χρειαζόμαστε, δεν δίνουμε soft skills που χρειάζονται όλο και περισσότερο στον καινούριο κόσμο…κάπου χάνεται κανείς. Και έρχεται και προστίθεται τώρα σε αυτό ότι μέχρι τώρα μιλούσαμε για δεξιότητες, τώρα μιλάμε πραγματικά και για χέρια».
Όπως εκτίμησε ο κ. Παπαλεξόπουλος, «ό,τι και να κάνουμε με τη μετανάστευση, με το δημογραφικό κτλ, μπαίνουμε σε μια φάση που θα έχουμε λιγότερους ανθρώπους, τελεία και παύλα. Άρα προστίθεται εδώ πέρα και ένα θέμα που αφορά ποσοτικά, όχι μόνο ποιοτικά. Και πέραν αυτού που λέμε δεξιότητες για νέους, κατ’εμέ πρέπει να δούμε πώς θα κρατήσουμε κοντά μας περισσότερο, με καλύτερο τρόπο εκπαιδευμένους ανθρώπους. Ό,τι και να κάνουμε αύριο έχουμε, με την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και τα προβλήματα που έχουμε τα τελευταία χρόνια, έχουμε μπροστά μας ένα κενό που θα ανοίξει τα επόμενα χρόνια, ό,τι και να κάνουμε. Πώς θα βρούμε τρόπο να κρατήσουμε ανθρώπους κοντά μας, να βάλουμε περισσότερες γυναίκες μέσα, να βάλουμε περισσότερους ανθρώπους – είναι θετικό αυτό από την κυβέρνηση, να μειώσει το φόρο στους συνταξιούχους, να μείνουν πιο κοντά στην εργασία, πώς θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε ανθρώπους με εμπειρία να εκπαιδεύσουν νέους κτλ ,είναι πολλά πράγματα που πρέπει να κάνουμε για να μειώσουμε το άμεσο πρόβλημα, πόσο μάλλον το μακρινό. Η επόμενη παρατήρηση είναι ότι δε μπορούμε να περιμένουμε τα πάντα, ούτε καν να περιμένουμε πολλά από το κράτος. Και για να κάνουμε και τη δική μας αυτοκριτική, τα νούμερα είναι αμείλικτα, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και μετεκπαιδεύουν τους ανθρώπους τους πολύ λιγότερο από ό,τι στις περισσότερες συγκρίσιμες χώρες της ΕΕ. Τα νούμερα που μαζεύουμε στον ΣΕΒ είναι ότι μετεκπαίδευση κάνει πραγματικά 20% των ελληνικών επιχειρήσεων όταν στην Ευρώπη ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι 60+%».
Κατά την ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Κων/νος Γιαζιτζόγλου, αναφερόμενος στη ζήτηση που υπάρχει στον κάδο, είπε πως «οι αριθμοί ευημερούν σε βαθμό ανησυχητικό…κάθε νέα εξαγγελία για τολμηρά και μεγάλα βήματα προς την πράσινη μετάβαση εκτοξεύει την εκτίμηση της ζήτησης για πολλά από τα προϊόντα μας», κάνοντας λόγο για «ουτοπικούς αριθμούς». Ωστόσο, υπογράμμισε πως η Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια έχει πολλαπλασιάσει άμεσα ή έμμεσα την κατανάλωση πρώτων υλών, αλλά έχει μειώσει την παραγωγή τους κατά το 1/3: «Ο λόγος είναι απλός. Κάπου αλλού αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει φθηνότερα. Και μάλιστα το φθηνότερα δεν αφορά μόνο το κόστος σε ευρώ, αλλά και το πολιτικό κόστος, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Το μόνο κόστος που αυξάνεται όταν εισάγουμε αντί να παράγουμε είναι το περιβαλλοντικό. Εδώ όμως οι σοφοί ηγέτες μας ακολούθησαν τη στρατηγική της στρουθοκαμήλου: Δεν το βλέπεις άρα δεν υπάρχει» τόνισε ο κ. Γιαζιτζόγλου.
Όπως σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΜΕ, επί χρόνια διάφοροι κλάδοι επισημαίνουν στις Βρυξέλλες τη συνεχή απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε ορισμένους τομείς, ενώ, αναφερόμενος στην πρωτοβουλία για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες, είπε πως «έχουμε σήμερα ένα πρώτο νομοθετικό κείμενο για την ανατροπή αυτής της καθοδικής πορείας…χαιρετίζουμε αυτή την πρωτοβουλία μόνο σαν ένα μικρό πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος. Είναι ένα καλό παυσίπονο για την αντιμετώπιση ορισμένων συμπτωμάτων, αλλά μακριά από την πραγματική θεραπεία». Παράλληλα τόνισε πως η εξορυκτική δραστηριότητα στο ευρωπαϊκό έδαφος, «άρα και στη χώρα μας, γίνεται με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα». Ακόμη, εκτίμησε πως «διαισθάνομαι μια ελαφρά μεταστροφή της ευρύτερης κοινωνίας σε ό,τι αφορά στη λεγόμενη ‘κοινωνική άδεια’».
Όσον αφορά στις ανάγκες σε γνώσεις και δεξιότητες των ανθρώπων που θα εργάζονται στον χώρο στα επόμενα χρόνια, είπε πως «ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η τεχνολογία ενώ θα εξαφανίσει τις δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης, θα αυξήσει σημαντικά δουλειές υψηλής εξειδίκευσης. Ήδη στον κλάδο μας αλλά και ευρύτερα στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή οι φωνές πληθαίνουν για ελλείψεις στελεχών στο μέσο επίπεδο, τα οποία χρειάζονται υψηλού επιπέδου μη ακαδημαϊκή εκπαίδευση τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Ιδού λοιπόν στίβος δόξης λαμπρός για μια χώρα σαν την Ελλάδα, να κινηθεί γρήγορα, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την παραγωγή αυτού του απαραιτήτου στο κοντινό μέλλον ανθρώπινου δυναμικού».