Του Ηρακλή Ρούπα
Κάθε περίοδος που συζητείται ο προϋπολογισμός, αναπόφευκτα αναδεικνύεται η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής κάθε κυβέρνησης. Από την περίοδο της κρίσης των μνημονίων δυστυχώς δεν έχει καταστεί δυνατόν η χώρα να αναδείξει την δική της μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης. Οι συνεχείς κρίσεις, σε συνδυασμό με την 4η βιομηχανική επανάσταση, τείνουν να διαμορφώσουν ένα νέο πεδίο αντιλήψεων περί καπιταλισμού, ανάπτυξης και κοινωνικής ισορροπίας στα πλαίσια μίας δικαιότερης προσέγγισης της συνεισφοράς των πλουσίων στο κοινωνικό σύνολο. Μένει να φανεί στην πράξη βέβαια.
Η απόφαση του ΟΟΣΑ το 21 για την ελάχιστη επιβολή φόρου 15%, ελπίζω να αποτελέσει κάποια στιγμή ανάδειξη ειλικρινών προθέσεων των κυβερνήσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν αρκούν όμως απλές αριθμητικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερπλουτισμού και της αποφυγής φορολογίας από τους πολύ πλούσιους και τις πολυεθνικές. Δεν αρκούν διεθνείς ντιρεκτίβες για να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικοί πως ο πολύ πλούσιος οφείλει να συνεισφέρει στον κοινωνικό σύνολο. Όχι τόσο για λόγους φορολογικής ισονομίας, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον ως μέρος του διεθνούς προβλήματος της κοινωνικής στρέβλωσης.
Επί δεκαετίες δομήθηκαν νέες πρακτικές λειτουργίας των οικονομιών με βάση τις αντιδράσεις των αγορών. Τέθηκε κατ΄επέκταση σε δεύτερη μοίρα η επιβεβλημένη προώθηση κοινωνικής ισορροπίας και δικαιότερης κατανομής του πλούτου. Νομοτελειακά οδηγήθηκε σε εξάλειψη – προσωρινή ελπίζω – η προώθηση κάθε έννοιας που σχετίζεται με την ουσιαστική προοδευτικότητα της πολιτικής. Σε τέτοιο βαθμό που επικρατεί σύγχυση πλέον ως προς το τι νοείται ως προοδευτικό. Σύγχυση που στην παρούσα φάση αναδεικνύεται εξαιτίας της αδυναμίας παραγωγής ιδεών από τις προοδευτικές δυνάμεις όχι μόνον στην χώρα μας, αλλά στην Ευρώπη γενικότερα. Δυστυχώς, ο προοδευτικός χώρος είτε ιδρυματοποιήθηκε, είτε ριζοσπαστικοποιήθηκε σε ακραίο βαθμό, χάνοντας και στις δύο περιπτώσεις τον δυναμισμό του παραγωγικού και αναπτυξιακού του ρόλου.
Το γεγονός ότι η έννοια του επιχειρηματικού κέρδους είναι άμεσα συνυφασμένη με την απώτερη στόχευση του καπιταλισμού, προφανώς δεν προκαλεί εντύπωση. Ακόμα δε περισσότερο η ανάλυση του όρου «απόδοση κεφαλαίου». Αυτό όμως που επιβάλλεται να προκαλέσει εντύπωση είναι η εμφάνιση μίας προοδευτικότητας στην ανάγκη επαναφοράς αναδιανεμητικών πολιτικών. Πολιτικών που θα επαναφέρουν τον χαμένο ανταγωνισμό στις αγορές και θα απαλύνουν την αδικία του υπερπλουτισμού, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία νέα αναπτυξιακή διέξοδο. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι στην χώρα μας η ιδιωτική κατανάλωση «παράγει» περίπου το 67% του ΑΕΠ, όσο και αν από μόνο του το στοιχεί αυτό αναδεικνύει την ανάγκη αλλαγής του μείγματος.
Το βασικότερο εργαλείο για την «επιβολή» δικαιότερων κανόνων λειτουργίας του συστήματος προς μία προοδευτική στόχευση δεν είναι παρά η φορολογία. Αποτελεί το βασικό εργαλείο που θα επαναφέρει την πολιτική στην σφαίρα της υποστήριξης μίας δίκαιης κατανομής βαρών στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως είπε δε σε πρόσφατη ομιλία του ο J. Biden, είναι δυνατόν να οδηγήσει προς την κατεύθυνση να «κτισθεί η οικονομία γύρω από τους αδύνατους. Να αρχίσει να προσφέρει η οικονομική πολιτική αξιοπρέπεια και σεβασμό μέσα από την ανάδειξη καλών θέσεων εργασίας».
Η συζήτηση περί της αποτελεσματικότητας της μείωσης της φορολογίας στην ανάπτυξη και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, είναι διαχρονική και μακρά. Ειδικά εάν εντάξουμε στην μελέτη μας τους οικονομικούς κύκλους και τις επακόλουθες εξελίξεις. Δεν αρκεί η φορολογική πολιτική να αναζητά ρόλο ρυθμιστή σε μία ισορροπημένη προσέγγιση συγκέντρωσης πόρων για το κράτος. Ούτε βέβαια πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο εξαγγελιών με προεκλογικό πρόσημο. Μία τέτοια σταθερά επιβεβαιώνει απλά την μέχρι σήμερα πραγματικότητα, πως η μονοδιάστατη χρήση της δεν είναι σε θέση πλέον να προκαλέσει ένα απαιτούμενο σοκ μετασχηματισμού.
Αν υποθέσουμε πως η οικονομία και η διαχείρισή της από κάθε κυβέρνηση είναι σε άμεση συνάρτηση με την Δημοκρατία, οδηγούμαστε αργά αλλά σταθερά σε ένα καθεστώς όπου η φορολογική πολιτική που δεν εξαλείφει την φορολογική αδικία και τον υπερπλουτισμό οδηγεί στην υποβάθμιση της ίδιας της δημοκρατίας.
Στις ΗΠΑ φαίνεται πως ο νέος πρόεδρος J. Biden τολμά μέσω μίας έντονα κοινωνικής πολιτικής να αναδείξει εκ νέου τον ρόλο του υγιούς καπιταλισμού. Πρωτοστάτησε στην επιβολή του ελάχιστου «παγκόσμιου» εταιρικού φόρου, επιβάλλει φόρο υπεραξίας επί κεφαλαιακών κερδών 39,6% για ποσά άνω του 1 εκατομμυρίου κερδών, από 20% που ίσχυε μέχρι σήμερα. Εξαγγέλλει μία πρωτόγνωρη σε εύρος πολιτική ενίσχυσης των οικογενειών ύψους 1,8 τρις δολαρίων. Προωθεί ένα σημαντικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και εκπαίδευσης εργαζομένων μέσω ενός δεκαετούς πλάνου.
Είναι καιρός ίσως να δούμε πλέον τον καπιταλισμό με άλλο μάτι. Ειδικά για την χώρα μας όπου η δυναμική μεσαία τάξη τα τελευταία είκοσι χρόνια έχασε την «διαπραγματευτική» της ισχύ προς όφελος των υπερπλούσιων. Είναι ανάγκη να αναδιαταχθεί η συνολική κοινωνική και οικονομική μας θεώρηση στα πλαίσια ενός νέου «ηθικού καπιταλισμού». Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται μία νέα προσέγγιση της πολιτικής και ένα κράτος που να αναδεικνύει χαρακτηριστικά ενσυναίσθησης πριν τα αναζητήσουμε στους πολύ πλούσιους προς χάριν της κοινωνικής ισορροπίας.
Η έμφαση βέβαια που δίνεται μέσω του προϋπολογισμού στην μείωση της φορολογίας μπορεί να έχει λογική εξαιτίας τους μεγάλου κόστους στρεβλοτήτων που επικρατούν στα συστήματα στήριξης της επιχειρηματικότητας εδώ και πολλά χρόνια. Είναι όμως επίπλαστη ως εικόνα εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια. Η δε παροχή στήριξης της περίοδο της πανδημίας προσέφερε ένα μικρό μαξιλάρι ηρεμίας. Οι πολιτικές αυτές όμως δεν είναι δυνατόν αν συνεχίσουν να αποτελούν μονοδιάστατη προσέγγιση βραχυπρόθεσμης στήριξης χωρίς ουσιαστικό μακροπρόθεσμο πολιτικό ορίζοντα.
Η αλλαγή μείγματος πολιτικής και η έμφαση σε μία νέα προσέγγιση αναδιανομής αναδεικνύει προοδευτικότητα. Ταυτόχρονα προσφέρει ένα πλαίσιο δημιουργίας νέας μορφής αναπτυξιακού πεδίου. Ειδικά όταν συζητάμε για τον σχεδιασμό φορολογικής πολιτικής. Δυστυχώς, το αποκαλούμενο προοδευτικό στρατόπεδο της πολιτικής έχει αποκοιμηθεί θεωρώντας πως όλα μπορεί να λυθούν με στείρες αντιδράσεις και προγραμματικές διακηρύξεις. Ξεχνάει όμως πως ο πολίτης έχε ανάγκη πλέον και το συναίσθημα στην πολιτική. Έχει ανάγκη να πεισθεί. Κάπου θέλει και να καθοδηγηθεί με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση χωρίς τα στοιχεία αυτά να αποτελούν πολιτική ουτοπία και επικοινωνιακές φιοριτούρες.