Το εθνικοαπελευθερωτικό πρόβλημα της Κύπρου είναι από τα πλέον μακροχρόνια του 20ού αιώνα, για να μην πω της παγκόσμιας ιστορίας. Εκτός από τα 300 χρόνια της Τουρκοκρατίας και το ακριβό τίμημα σε αίμα που πλήρωσε ο τόπος το 1821, εκτός από τις επαναστάσεις του Ρε Αλέξη και άλλες, ας πούμε ότι αυτός ο αγώνας αρχίζει από την εποχή της Αγγλοκρατίας και μάλιστα από την πρώτη στιγμή.
Το 1931 έγινε η γενική εξέγερση του ελληνικού πληθυσμού, αυθόρμητη και ανοργάνωτη, και αφού κατεπνίγη στο αίμα, οι αποικιοκράτες επέβαλαν στον λαό μας μια στυγνή δικτατορία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε χιλιάδες Ελληνοκύπριοι αλλά και Τουρκοκύπριοι ετάχθησαν εθελοντές στον βρετανικό στρατό τόσο διότι μισούσαν τον ναζισμό και τον φασισμό όσο και γιατί συντάσσονταν στο πλευρό του ηρωικού ελληνικού λαού που ήδη πολεμούσε τους φασίστες και τους ναζί. Κι ακόμα γιατί οι Άγγλοι αποικιοκράτες έδιναν αφειδώς ψεύτικες υποσχέσεις ότι μετά τη νίκη θα δεχτούν την ένωσή μας με την Ελλάδα.
Ο πόλεμος τέλειωσε και οι υποσχέσεις των Βρετανών όχι μόνο παρέμεναν υποσχέσεις αλλά και διαψεύστηκαν από τους ίδιους με την ωμή και απερίφραστη απόρριψή τους με το περίφημο «ουδέποτε». Μετά από τα διαβήματα και τις προσπάθειες των Κυπρίων προς πάσαν σχεδόν κατεύθυνση και μετά τις κλειστές πόρτες που συνάντησαν δεν το έβαλαν κάτω. Αποφάσισαν να συνεχίσουν με άλλους τρόπους τον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα. Με τα όπλα.
Η εξέλιξη αυτή είχε τις συνέπειές της και τα αποτελέσματά της.
Πρώτη συνέπεια η διάσπαση των Ε/κ σε δυο στρατόπεδα. Τους υποστηρικτές του ένοπλου αγώνα και τους αντιπάλους.
Δεύτερη συνέπεια η ενεργοποίηση από τους Άγγλους του δόγματος του «διαίρει και βασίλευε» και σ΄ ό,τι αφορά το μέτωπο των Ε/κ αλλά κυρίως την ένοπλη αντιπαράταξη Ε/κ και Τ/κ. Οι Τ/κ ειδικοί αστυνομικοί που επεστράτευσαν οι Βρετανοί στην Κύπρο υπήρξαν ο πρώτος σπόρος διαίρεσης εν όπλοις ανάμεσα στις δυο θρησκευτικές κοινότητες. Την ίδια περίοδο η Βρετανία κατόρθωσε να ενεργοποιήσει και να εμπλέξει ως ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό και την Τουρκία, την οποία επανέφερε στην Κύπρο μετά τη συνθήκη της Λωζάνης με βάση την οποία η Τουρκία αποποιείτο κάθε δικαιώματος επί της πρώην οθωμανικής κτήσης της.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου έχουν αυτό το καινούργιο στοιχείο για το κυπριακό πρόβλημα το οποίο δεν έπαψε να είναι πρόβλημα εθνικής απελευθέρωσης, πλην όμως τώρα πρόσθεσε στους απέναντί μας και την Τουρκία ως κράτος. Συνεπώς ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας συνεχίζεται έχοντας πλέον αυτή τη σοβαρή επιβάρυνση.
Ταυτόχρονα όμως και ένα πολύ θετικό πολυτιμότατο στοιχείο: Την κρατική μας υπόσταση, που υποχρεώθηκαν να μας δώσουν οι αποικιοκράτες· πλην όμως Άγγλοι και Τούρκοι μετάνιωσαν πικρά.
Αμέσως μετά την ανεξαρτησία (1963) οι Τούρκοι σε συνεννόηση με τους Βρετανούς κάνουν την πρώτη πραξικοπηματική απόπειρα διάλυσης του κράτους που οι ίδιοι δημιούργησαν, με την Τουρκανταρσία τον Δεκέμβριο 1963 που συνεχίστηκε καθ΄ όλη σχεδόν τηδιάρκεια του 1964 και που παραλίγο να εξελιχτεί σε τουρκική εισβολή από τότε.
Το κράτος διεσώθη και μάλιστα με απόφαση του ίδιου του ΟΗΕ που έδωσε στην Κυβέρνηση της Κύπρου, τον Αρχ. Μακάριο, πλήρη διεθνή νομιμοποίηση. Και το αγκάθι της Κυπριακής Δημοκρατίας διεσώθη.
Ακολούθησαν άλλες μέθοδοι για να πληγεί το νέο κράτος. Απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου του, δημιουργία ε/κ τρομοκρατικής οργάνωσης, της ΕΟΚΑ Β, με δολοφονίες, ανατινάξεις κυβερνητικών κτηρίων και τρομοκρατικές επιδρομές με στόχο την αποσταθεροποίηση. Κι όταν ούτε εδώ πέτυχαν, χρησιμοποίησαν ανοικτά τους προδότες της στρατιωτικής χούντας της Ελλάδας για το πραξικόπημα του 1974 που προγραμματισμένα και συμφωνημένα ακολουθήθηκε αμέσως από την τουρκική εισβολή που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% των εδαφών μας, το ξερίζωμα των Ε/κ και Τ/κ από τις εστίες τους και τη δημιουργία δυο ζωνών εθνολογικά καθαρών, με συμφωνημένο στόχο τη διπλή ένωση. Η άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο απέτρεψε τη διπλή ένωση και ματαίωσε τα σχέδια των Αγγλοαμερικανών. Κι αυτό διότι η Τουρκία θέλει ολόκληρη την Κύπρο. Έστω επεβίωσε και πάλι κουτσουρεμένη η Κυπριακή Δημοκρατία.
Κι έχουμε κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο, μέλος του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Και ο αγώνας συνεχίζεται.
Υπάρχουν δυο απόψεις και δυο δρόμοι για τη συνέχεια.
Η μια άποψη λέει ότι η «λογική» και η «σωφροσύνη» για να επιβιώσουμε επιβάλλει να δεχτούμε τις «πραγματικότητες» και να συνθηκολογήσουμε. Είναι ξεκάθαρη η θέση που έχει διατυπώσει δημοσίως ο γγ του ΑΚΕΛ ότι πρέπει να δεχτούμε τις απαιτήσεις της Τουρκίας, εκ περιτροπής προεδρία, αγωγό στην Τουρκία για το φυσικό αέριο, πολιτική ισότητα, μια θετική ψήφο Τ/κ υπουργού κ.λπ. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο αλλά οφείλω να το αναδείξω: Το 1955 το ΑΚΕΛ συμπορεύτηκε με τους Βρετανούς καταγγέλλοντας τον ένοπλο αγώνα:
Το 2020 συμπορεύεται με την Τουρκία αποδεχόμενο πλήρως τις τουρκικές θέσεις για τη λύση! Να μην πω ότι τότε το 2008 ο Χριστόφιας εκλέχθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τις ευλογίες των ΗΠΑ και τις ψήφους του ΔΗΣΥ.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα κομμουνιστικό όχι μόνο να μη συμμετέχει σ΄ έναν ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά και να τον καταγγέλλει;
Και πώς συμβαίνει, ενώ συνεχίζεται ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του λαού μας ενάντια τόσο στις βρετανικές «κυρίαρχες» βάσεις όσο και ενάντια στην κατοχή του 37% των εδαφών μας από την ιμπεριαλιστική ισλαμοφασιστική Τουρκία, να δέχεται τις τουρκικές θέσεις για τη λύση με προεξάρχουσα την τουρκικής έμπνευσης διζωνική; Κι αν ακόμα δεχτεί κανείς καλές προθέσεις, για τις θέσεις του κόμματος αυτού, πώς μπορούν και βάσει της Ιστορίας και βάσει της αξιοπιστίας της Τουρκίας να νομίζουν καν ότι με μια τέτοια λύση εξασφαλίζεται ο ε/κ πληθυσμός της Κύπρου; Από τα παραδείγματα της Ίμβρου, της Τενέδου, της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου, της Αλεξανδρέττας, της Συρίας, του Ναγκόρνο Καραμπάχ δεν διδάσκεται;
Ούτε από τη συνθήκη της Λωζάνης ούτε από τη συμφωνία της 3ης Βιέννης; Και γιατί παρόλα αυτά έρχονται και μας λένε ότι η Τουρκία έχει την καλή θέληση να λύσει δίκαια το Κυπριακό; Αυτά βέβαια δεν αφορούν μόνο στην ηγεσία του ΑΚΕΛ. Αφορούν και μέγα μέρος της συναγερμικής ηγεσίας που συμπορεύεται με το ΑΚΕΛ μόνο και μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα, ίσως και μέρος των προσφύγων με τις μεγάλες περιουσίες που είναι έτοιμοι σαν από καιρό να τις ξεπουλήσουν στην Τουρκία.
*Δώρος Θεοδώρου, π. υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης
Πηγή: www.philenews.com