Ρέγκλινγκ: Λύση για την Ελλάδα μόνο οι μεταρρυθμίσεις

154

«Πάγο» σε κάθε περαιτέρω συζήτηση που ανοίγει για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ αλλά και η Αθήνα βάζει ο επικεφαλής του ESM και τονίζει πως η λύση για την Ελλάδα είναι οι μεταρρυθμίσεις.  «Το ελληνικό χρέος δεν είναι αιτία ανησυχίας» σημειώνει ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ σε άρθρο του στους «Financial Times». Αποδίδει τις απαισιόδοξες προβλέψεις του Ταμείου στο γεγονός ότι οι αναλυτές του δεν έχουν κατορθώσει ακόμα συνυπολογίσουν τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει η Ελλάδα ως μέλος της ευρωζώνης και τις εγγυήσεις που έχουν δώσει οι εταίροι της.

«Μια ψύχραιμη ματιά στα γεγονότα δείχνει ότι η κατάσταση του χρέους στην Ελλάδα δεν πρέπει να είναι λόγος συναγερμού. Ο ESM και ο EFSF, τα κεφάλαια διάσωσης της Ευρωζώνης, έχουν ως τώρα διανείμει 174 δισ. ευρώ στη χώρα. Δεν θα δανείζαμε αυτό το ποσό, αν πιστεύαμε ότι δεν θα πάρουμε πίσω τα χρήματά μας. Πολλά έχουν ήδη γίνει για να ελαφρύνουν το βάρος του χρέους. Τόσο οι επίσημοι όσο και οι ιδιώτες πιστωτές έκαναν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κρατήσουν το χρέος βιώσιμο. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει λάβει σημαντικότερη ελάφρυνση. Το 2012 οι ιδιώτες πιστωτές δέχτηκαν κούρεμα διαγράφοντας 107 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους. Οι επίσημοι πιστωτές ελάφρυναν σημαντικά τους όρους δανεισμού. Αυτό μείωσε την οικονομική αξία του χρέους κατά 40% περίπου. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα απολαμβάνει εξοικονόμηση στον προϋπολογισμό 8 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό αντίστοιχο με το 4,5% του ΑΕΠ, και θα συνεχίσει αυτό για χρόνια. Αυτό δεν δημιουργεί κόστος για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Ωστόσο αναλαμβάνουν ρίσκο», αναφέρει ο επικεφαλής του ESM.

Συνεχίζει ο Κλάους Ρέγκλινγκ: «Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό κόστος της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ένα από τα μικρότερα στην Ευρώπη και θα παραμείνει έτσι για πολύ καιρό. Οι μεικτές χρηματοδοτικές της ανάγκες θα μειωθούν τα επόμενα χρόνια και θα πέσουν πολύ κάτω από αυτές των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης ως το 2020.

Τα πρόσφατα βραχυπρόθεσμα μέτρα που πάρθηκαν από τον ESM επίσης βοηθούν. Αν το συμφωνημένο πρόγραμμα εφαρμοστεί πλήρως, η βιωσιμότητα χρέους είναι εντός. Γιατί το ΔΝΤ οδηγείται σε διαφορετικό συμπέρασμα; Το Ταμείο ως τώρα δεν είναι σε θέση να εντάξει στην ανάλυσή του για την Ελλάδα δομικούς παράγοντες που διαφοροποιούν ένα μέλος της Ευρωζώνης από άλλες χώρες του πλανήτη.

Ο ESM παρέχει πολύ μακροπρόθεσμα δάνεια, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Τον Μάιο του 2016, οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεσμεύτηκαν για πρόσθετη ελάφρυνση χρέους στο τέλος του προγράμματος του ESM στα μέσα του 2018, εάν υπάρχει ανάγκη. Και μακροχρόνια, δεσμεύτηκαν για ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας. Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσει κανείς αυτή τη δέσμευση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα θα συνεχιστεί.  Οι χώρες εκτός ευρωζώνης δεν μπορούν να βασιστούν σε αυτές τις δεσμεύσεις. Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθούν οι εκταμιεύσεις του ΔΝΤ, είναι μόνες τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ΔΝΤ έχει δίκιο να επιμένει ότι η βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να εξασφαλίζεται νωρίς. Όμως στην Ελλάδα, ο ESM θα ελέγχει τα 2/3 του χρέους για τουλάχιστον 30 χρόνια. Ως εκ τούτου, ο μικρότερος χρονικός ορίζοντας του ΔΝΤ δεν είναι κατάλληλος. Επίσης, το ΔΝΤ αγνοεί τη δέσμευση των χωρών της ευρωζώνης».

«Η λύση για την Ελλάδα δεν βρίσκεται στην πρόσθετη ελάφρυνση χρέους, αλλά στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση, ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις στην εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Οι επενδυτές αντιλαμβάνονται το πλαίσιο λειτουργίας του ESM και αναγνωρίζουν τις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας. Η προηγούμενη εμπειρία δείχνει ότι η «ανταλλαγή» δανείων έναντι των μεταρρυθμίσεων δουλεύει. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Ιρλανδία και η Ισπανία σήμερα έχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη και πολύ χαμηλά κόστη χρηματοδότησης, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση των προγραμμάτων με απαιτητικές μεταρρυθμίσεις. Το 2016 η Ελλάδα υπεραπέδωσε με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης έναντι των προβλέψεων και πρωτογενές πλεόνασμα. Τυχόν πρόσθετες καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο αυτές τις θετικές τάσεις».