Του Κώστα Τσιάρα*
Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία πρέπει να διέπεται από επιστημονική ψυχραιμία και οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει να αναλαμβάνεται με θεσμική νηφαλιότητα. Με αυτόν τον γνώμονα το υπουργείο Δικαιοσύνης νομοθέτησε τα τελευταία δυόμισι χρόνια 14 νομοσχέδια, που αλλάζουν άρδην, όχι μόνο τον τρόπο, αλλά και τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης.
Σε όλα τα νομοσχέδια, το υπουργείο Δικαιοσύνης ακολούθησε απαρέγκλιτα τους κανόνες καλής νομοθέτησης, καθώς όλα τα νομοθετήματα αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας των αρμόδιων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης ακολουθήθηκε πιστά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα νομοσχέδια τέθηκαν υπό την κρίση των ανωτάτων δικαστηρίων, πριν εισαχθούν προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων.
Η απόφαση για την αναβίβαση του αδικήματος του εμπρησμού σε κακούργημα, πολύ πριν ξεσπάσουν οι καταστροφικές πυρκαγιές στην Εύβοια το περασμένο καλοκαίρι, η ανακοίνωση της αυστηροποίησης των ποινών για τις ανθρωποκτονίες πριν οι γυναικοκτονίες πάρουν τη μορφή μάστιγας, η πρόθεση για καθιέρωση εξαντλητικών ποινών για τους βιασμούς, πριν ξεσπάσει το ελληνικό #MeToo, δείχνουν πως οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης δεν αναλήφθηκαν στη βάση της επικαιρότητας. Αντίθετα, αποτέλεσαν προϊόν, αφενός της πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης και αφετέρου της ψύχραιμης επιστημονικής προσέγγισης, προκειμένου να διορθωθούν με τρόπο συστηματικό – αλυσιτελείς διατάξεις που συγκρούονταν με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και -ενίοτε – καθυστερούσαν αδικαιολόγητα την απονομή της δικαιοσύνης.
Προφανώς, η περίοδος της πανδημίας συνιστά από μόνη της μια έκτακτη περίσταση, που απαίτησε την ανάληψη έκτακτων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Και σε αυτές τις προκλήσεις, ωστόσο, το υπουργείο επιδίωξε συνεργασία τόσο με την ηγεσία της δικαιοσύνης, όσο και με τους συλλειτουργούς της, και καταφέραμε, παρά την αναστολή, να μην πληγούν οι βασικές λειτουργίες της δικαιοσύνης που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του Κράτους Δικαίου. Οι ίδιες συνθήκες, άλλωστε, αποκάλυψαν πραγματικά νομοθετικά κενά, τα οποία δεν κατάφερε να εντοπίσει η συστηματική επιστημονική έρευνα και άφηναν ατιμώρητα ορισμένα αδικήματα. Όπως, η κατάργηση των ποινών για τους γονείς που παραλείπουν να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να επιβλέψουν τη φοίτησή τους, ή η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, που σχετίζεται με την προστασία της δημόσιας υγείας.
Στο ίδιο διάστημα, βεβαίως, εντοπίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν ανεπάρκειες της νομοθεσίας που ανέδειξε η επικαιρότητα, όπως το νομοθετικό κενό στο πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Τούτο, όμως, δεν συνιστά ψόγο και αιτία μομφής. Αντίθετα, αποδεικνύει πως η εκτελεστική εξουσία διαθέτει τα αναγκαία αντανακλαστικά, εμπλουτίζοντας το νομικό οπλοστάσιο των δικαστικών λειτουργών που καλούνται να απονείμουν δικαιοσύνη υπέρ των πολιτών και να προστατέψουν τα δικαιώματά τους.
*υπουργός Δικαιοσύνης