Της Σώτης Τριανταφύλλου
Σχόλιο για την κρίση στα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας, το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης, τη στάση της Δύσης και τις διαφορές της Ρωσίας με την Ευρώπη.
Να πώς έχουν τα πράγματα στην Ουκρανία: η ουκρανική κυβέρνηση θέλει να προσεγγίσει ακόμα περισσότερο τις δυτικές χώρες και, στην καλύτερη περίπτωση, να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Όχι ότι το ΝΑΤΟ τρελαίνεται να αποκτήσει ακόμα ένα προβληματικό μέλος ―από την άλλη πλευρά, η ιδέα δυο-τριών πυραύλων που να κοιτάνε στα μάτια τον Βλαντιμίρ Πούτιν ακούγεται ελκυστική. Η κυβέρνηση του Πούτιν διαμαρτύρεται ότι η Δύση έχει περικυκλώσει τη Ρωσία ―έχει παρομοιάσει τις δυτικές χώρες με λύκο που θέλει να καταβροχθίσει τη χώρα του― και απαιτεί «σεβασμό». Με αυτό εννοεί, και ακούγεται εύλογο στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, ότι η Ρωσία πρέπει να αφεθεί ελεύθερη να δρα σε μια σφαίρα επιρροής που κληρονόμησε από τη Σοβιετική Ένωση και που θα της χρησιμεύει για την προστασία των συνόρων της. Ωστόσο, το τελευταίο που θέλουν η Ουκρανία, η Γεωργία και οι Βαλτικές χώρες, αν και πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που συνορεύουν με τη Ρωσία, είναι να ανήκουν στη ρωσική σφαίρα επιρροής· εξάλλου, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού τους τρέφει, όπως θα περίμενε κανείς, έντονα αντιρωσικά αισθήματα.
Η κατάσταση στην Ουκρανία είναι διαφορετική από εκείνη των ρωσικών ομοσπονδιακών υποκειμένων όπως της Τσετσενίας ή του Νταγκεστάν όπου η κεντρική ρωσική κυβέρνηση έχει, θεωρητικά, κάποια δικαιώματα. Η Ουκρανία είναι ανεξάρτητη χώρα· αποσχίστηκε από την ΕΣΣΔ το καλοκαίρι του 1990. Το πρόβλημα με την ανεξαρτησία της είναι ότι υπήρξε η πιο εκρωσισμένη και εκσοβιετισμένη δημοκρατία της ΕΣΣΔ με αποτέλεσμα ισχυρά ρωσικά υπολείμματα, όπως το Κόμμα των Περιφερειών το οποίο το 2013 εμπόδισε την προσέγγισή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση προκαλώντας βίαιες διαδηλώσεις και κυβερνητική αστάθεια. Το μετασοβιετικό ουκρανικό πολιτικό τοπίο περιλαμβάνει, εκτός από φιλορωσικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις τις οποίες χωρίζει εγκάρδιο μίσος, ακροδεξιούς εθνικιστές που θεωρούνται νεοναζί και διάφορους «ανεξάρτητους» για τις προθέσεις των οποίων δεν ξέρουμε τίποτα. Και εκτός από αυτόν τον εσωτερικό διχασμό και την αναμπουμπούλα ―δεν μιλάμε για αναμπουμπούλα δυτικού τύπου: στις ταραχές του 2014 σκοτώθηκαν 98 άτομα και τραυματίστηκαν χιλιάδες― από το 1991, σέρνεται η υπόθεση της Κριμαίας, μιας περιοχής που μέχρι το 2014 παρέμεινε στα ουκρανικά εδάφη ως «αυτόνομη δημοκρατία». Αλλά, στο δημοψήφισμα που έγινε μετά από σειρά βίαιων επεισοδίων, οι κάτοικοι της χερσονήσου ψήφισαν υπέρ της ένωσής της με την Ρωσία. Ως εκ τούτου, η Ρωσία απέκτησε πλήρη κυριαρχία σε μια περιοχή που η Ουκρανία θεωρεί μέρος της δικής της επικράτειας. Το αποτέλεσμα εκείνου του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε έκπληξη: το 65% των κατοίκων της Κριμαίας δηλώνουν ρωσικής καταγωγής, ενώ ορκισμένοι εχθροί των Ρώσων είναι στην πραγματικότητα μόνο οι Τάταροι (που είναι μουσουλμάνοι: πολλοί εξ αυτών βρέθηκαν σε ισλαμιστικές ομάδες στη Συρία), καθώς και οι λιγοστοί Αρμένιοι. Ο τρίτος παράγοντας που παίζει αποσταθεροποιητικό ρόλο είναι οι Ρώσοι και οι φιλο-Ρώσοι της Ανατολικής Ουκρανίας (του Ντονμπάς) που θέλουν να αποσχιστούν από την Ουκρανία και να ενωθούν με τη Ρωσία: οι εχθροπραξίες τις οποίες υποδαυλίζει η Ρωσία έχουν προκαλέσει 14.000 θανάτους μέσα σε οκτώ χρόνια.
Ο Πούτιν συγκέντρωσε λοιπόν 100.000 στρατιώτες στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας και προειδοποίησε τις χώρες του ΝΑΤΟ ότι δεν θα επιτρέψει τη διείσδυση της Ατλαντικής Συμμαχίας κάτω από τη μύτη της Ρωσίας. Ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν μοιάζει απλώς με εκείνον του Ψυχρού Πολέμου: είναι η συνέχειά του. Το ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν τελείωσε το 1991 ήταν εξαρχής φανερό, αλλά στο μυαλό των Δυτικών επικράτησαν η αλαζονεία και οι ευσεβείς πόθοι· αντί να λάβουν υπόψη τον ρωσικό εθνικισμό, τον μεγαλοϊδεατισμό, τον παραδοσιακό αντιδυτισμό και τα συμπλέγματα ανωτεροκατωτερότητας, υποτίμησαν τη Ρωσία και κήρυξαν μονομερώς το τέλος κάθε αντιδυτικής πρόκλησης. Αλλά η ζωή είχε διαφορετικά σχέδια.
Στις διεθνείς σχέσεις πριν από το 1990 η Δύση μπορούσε να εμπιστευτεί τους Σοβιετικούς: είχαν ανάγκη από την ειρήνη· παρά τις εισβολή στην Ουγγαρία, την αποστολή πυραύλων στην Κούβα, τη στρατιωτική επέμβαση στη Τσεχοσλοβακία και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, κάθονταν με σχετική ειλικρίνεια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με λίγα λόγια, αν και οργίαζε το παιχνίδι των κατασκόπων και των επιρροών σε κινήματα και καθεστώτα σε όλο τον κόσμο, οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν ύφεση και αφοπλισμό. Οι Ρώσοι της ολιγαρχικής εποχής δεν δίνουν δεκάρα για την ευημερία του λαού τους· ενδιαφέρονται μόνο για τις σχέσεις εξουσίας και δεν έχουν ηθικές αναστολές εφόσον στη σημερινή Ρωσία δεν υπάρχει λογοδοσία των ηγεσιών: οι μέθοδοι της KGB που με τη σειρά τους ήταν οι μέθοδοι της Τσεκά εφαρμόζονται ακόμα και εμπλουτίζονται με τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας.
Για να βρει η Δύση ένα modus vivendi με αυτή τη Ρωσία, πρέπει να καταλάβει πώς βλέπουν οι Ρώσοι το ΝΑΤΟ η σημαία του οποίου κυματίζει στο Ταλίν, 350 χλμ από την Αγία Πετρούπολη. Σίγουρα δεν το βλέπουν ως «αμυντική» συμμαχία ―ποιος μπορεί να τους αδικήσει γι’ αυτή την ιδέα; Παραλλήλως, βλέπουν την ΕΕ που προσεγγίζει την Ουκρανία σαν τον δούρειο ίππο του ΝΑΤΟ: ο Πούτιν δεν φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την ευρωπαϊκή ισχύ· ο ανταγωνισμός του κατευθύνεται στις ΗΠΑ ―πρόκειται για ένα είδος προεφηβικής κόντρας στις ανατομικές λεπτομέρειες. Σ’ αυτή τη διαρκή διελκυστίνδα ΗΠΑ-Ρωσίας, η ΕΕ παίζει δευτερεύοντα ρόλο ακόμα και ως μεσάζων: επιπλέον, τέσσερα μέλη της―οι τρεις Βαλτικές χώρες και η Πολωνία― δεν θέλουν να βλέπουν τους Ρώσους ούτε ζωγραφιστούς.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλά σημεία τριβής μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που αφορούν την καταγωγή των λαών και την ιστορική αφήγηση: για τους Δυτικοευρωπαίους το ερώτημα αν ο ουκρανικός λαός είναι ή δεν είναι ξεχωριστός από τον ρωσικό φαίνεται σκέτος αναχρονισμός ―μόνο στα Βαλκάνια ακούγονται ακόμα τέτοιου είδους ερωτήματα. Αλλά η Ευρασία κινείται σε διαφορετικό χρονικό σημείο: γίνεται ακόμα πολύς λόγος για εθνικό αίμα και εθνικές ταυτότητες τα όρια των οποίων σκληραίνουν εξαιτίας της γενικευμένης φτώχειας, της πολιτικής αστάθειας, της διαφθοράς και της προπαγάνδας χωρίς ενιαίο αφήγημα. Είναι τέτοια η δημογραφική σύνθεση της Ουκρανίας (17% δηλώνουν «Ρώσοι» μολονότι μπορεί να βρίσκονται στην Ουκρανία επί πέντε γενιές) ώστε είναι πολύ δύσκολο να ενωθεί ο πληθυσμός σε κάποιο εθνικό μυθιστόρημα και να αντιμετωπίσει την αντι-ουκρανική προπαγάνδα που τον κατηγορεί για ευθύνη στον λιμό του 1933 και για συνεργασία με τους Ναζί.
Αν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία με σκοπό να την κατακτήσει θα βρεθούμε στα πρόθυρα πολέμου σε ολόκληρη την Ευρασία. Αν εισβάλει με σκοπό κάνει απλώς ένα μεγάλο Μπου ―για κάτι τέτοιο η στρατιωτική δύναμη στα σύνορα είναι υπερβολική― η Ρωσία θα έχει απλώς επιδεινώσει τις σχέσεις της με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ακόμα και με εκείνο που αναγνωρίζει τους φόβους της. Πρέπει να λάβουμε υπόψη όχι μόνο αυτούς τους φόβους ―πραγματικούς και φανταστικούς― καθώς αλλά και την ενεργειακή της ισχύ. Πράγματι, για να εκβιάσει την Ευρώπη, η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να την αποκλείσει από πετρέλαιο και αέριο ―οπωσδήποτε με μεγάλες οικονομικές απώλειες για την ίδια: δεν νομίζω ότι θα το κάνει, αν και έχει άλλους υποψήφιους πελάτες· σημασία έχει πάντως ότι μπορεί να το κάνει. Οι Ρώσοι δεν σκέφτονται όπως οι Δυτικοί: κανείς εκτός από τους Δυτικούς δεν σκέφτεσαι όπως οι Δυτικοί. Ο μαξιμαλισμός των Ρώσων δεν είναι απαραιτήτως οικονομικός· οι ιδέες της εθνικής υπερηφάνειας και του εθνικού μεγαλείου είναι σημαντικότερες, έχουν υπαρξιακό περιεχόμενο.
Δεν ξέρω κατά πόσον ο Άντονι Μπλίνκεν καταλαβαίνει τη ρωσική νοοτροπία κι αν θα καταφέρει να τη διαχειριστεί διαβεβαιώνοντας τους Ρώσους ότι είναι απολύτως ασφαλείς, ότι ουδείς τους υπονομεύει κι ότι δεν υπάρχει πρόθεση «ταπείνωσης». Από την άλλη πλευρά ―κι αυτό είναι το δυσκολότερο― ο Πούτιν πρέπει να καταλάβει ότι για να αξίζει τον σεβασμό που επιθυμεί χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις: μιας και η πλειοψηφία των Ρώσων δεν έχει ευρωπαϊκή συνείδηση δημοκρατίας, ο Πούτιν παραμένει αρκετά δημοφιλής στο εσωτερικό, αλλά στις εξωτερικές υποθέσεις δεν μπορεί να απολαμβάνει την ίδια ατιμωρησία. Νομίζω ότι η Δύση έκανε πολλές γκάφες έναντι των Ρώσων από τη στιγμή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ: ενθάρρυνε τη μετάβαση στην ολιγαρχία ―με την έμμονη ιδέα των ιδιωτικοποιήσεων― και, από άγνοια του σοβιετικού, ρωσικού και ευρασιατικού πολιτισμού πίστεψε στο τέλος της Ιστορίας. Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι πού τα θαλάσσωσε και τι πρέπει να κάνει τώρα. Έχουμε απέναντί μας ένα μεγάλο αυταρχικό κράτος με ασθενική παγκόσμια λάμψη και μηδενική soft power, αλλά με ισχυρούς και συγκοινωνούντες μηχανισμούς ―κράτος, FSB, Ορθόδοξη Εκκλησία, στρατό ―παραδοσιακό και virtual― και προπάντων με μια ξεπερασμένη αντίληψη για τον πόλεμο και την ειρήνη.
Πηγή: athensvoice.gr