Του Σταύρου Χρ. Τσέτση*
«Αλλά και διά τας πόλεις
υπάρχει μέτρον μεγέθους»
Αριστοτέλης, «Πολιτικά» (1325b)
Το «άστυ» στην κλασσική περίοδο. Τα θεμέλια της αναζήτησης των κρίσιμων πολεοδομικών μεγεθών.
Το ιδανικό μέγεθος για την πόλη και τα όρια ανάπτυξης της, στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, απασχόλησε στοχαστές, αρχιτέκτονες, πολεοδόμους ήδη από τους κλασσικούς χρόνους
Διανοητές, διαχρονικοί πυλώνες της οικουμενικής σκέψης, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, διαπιστώνουν ότι το «άστυ» διευρύνεται με τον χρόνο:
«μία πολιτεία αν εξ αρχής πάρει μία καλή ώθηση, εξακολουθεί να αυξάνει σαν ένας κύκλος (424a)», γράφει στην «Πολιτεία» του ο Αθηναίος φιλόσοφος.
«Επειδή κατά πολύ μεγαλύτεραν των αρχικών εγένοτο οι πόλεις» (1293a), επιβεβαιώνει στα «Πολιτικά» του, ο Σταγειρίτης.
Επιχειρούν δε, στα πλαίσια των φιλοσοφικών τους συστημάτων, να προσδιορίσουν διαστάσεις και όρια: «Και ποιο είναι αυτό το όριο», διερωτάται ο Πλάτων;
Για να αποφανθεί: «να την κάνουν να μεγαλώνει ως εκεί που μεγαλώνοντας να θέλει να μείνει μία, παρά πέραν αυτού όμως όχι» (423a)
Ο ιδιοφυής μαθητής του, θεωρεί ότι: «φανερόν λοιπόν εκ τούτων ότι άριστος όρος της πόλεως είναι η μέγιστη του πλήθους υπερβολή, ακριβώς όμως ανταποκρινόμενη προς τας ανάγκας και την ευρρυθμίαν της αυτάρκειας. Και περί του μεγέθους της πόλεως ας θεωρηθεί επαρκής ο προσδιορισμός ούτος». (1326β), Αριστοτέλης, «Πολιτικά».
Εμβαθύνουν περαιτέρω:
Ο Πλάτων στους «Νόμους» τους προσδιορίζει: «οι πολίτες θα είναι πέντε χιλιάδες σαράντα και η γη και τα σπίτια θα μοιραστούν σε ίσα μερίδια, ώστε να αναλογεί ένας κλήρος σε κάθε πολίτη, ικανό να υπερασπιστεί το μερίδιό του», (Νόμοι Ε, 740e).
Προσέγγιση η οποία είναι το έκτυπο της θεώρησης του «Τιμαίου», του πρώτου μαθηματικοποιημένου εγχειρήματος ερμηνείας της δημιουργίας και άρθρωσης του κόσμου: μικρόκοσμου και μακρόκοσμου.
Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά», παραπέμπει στον Ιππόδαμο -«ος και την των πόλεων διαιρέσιν εύρε» – ο οποίος εφεύρε την ρυμοτομικήν διαίρεσιν των πόλεων: «Συνεκρότει δε την πόλιν κατά με το πλήθος εκ δέκα χιλιάδων κατοίκων» (1267b).
Για την περίπτωση που «παρουσιαστούν δυσκολίες στην τήρηση του αριθμού των πέντε χιλιάδων σαράντα οικογενειών και υπάρξει υπερπληθυσμός», γράφει στους «Νόμους» του ο Πλάτων, «να καταφύγουμε στην παλιά επινόηση που αναφέραμε αρκετές φορές μέχρι τώρα, δηλαδή στις αποικίες, οι οποίες αναπτύσσουν στενούς δεσμούς με τη μητρόπολή τους».
Προκαταλαμβάνοντας με την ιδιοφυή αυτή σύλληψη, 24 αιώνες νωρίτερα, τις πολεοδομικές αντιλήψεις του Ebenezar Howard για τις «Garden Cities of Tomorrow» (1922), ως αντίδοτο στις τάσεις υπερτροφικής ανάπτυξης των μητροπόλεων και ειδικότερα της Βρετανικής πρωτεύουσας.
Μια άλλη θεώρηση για την κοινωνική οργάνωση και το άστυ, προέρχεται από τους κυνικούς και τον ηγέτη τους Αντισθένη. Ο τελικός σκοπός είναι να ζει κανείς σύμφωνα με την αρετή: «το κατ’ αρετήν ζην». Η λογική και η φυσική, τους είναι πράγματα αδιάφορα – απορρίπτουν την εγκύκλιο παιδεία. Η ιδανική ως εκ τούτου πολιτειακή οργάνωση, αποτελεί την επιστροφή σε αρχέγονες καταστάσεις, όπου ο άνθρωπος ταυτίζεται με τη φύση.
Το «Υπόδειγμα» της Ελληνιστικής Οικουμένης – η Αλεξάνδρεια- ανατρέπει τις έως τότε αντιλήψεις περί μεγέθους του άστεως. Ο Αλέξανδρος «εβούλετο πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπος», κατά Πλούταρχο.
Ο Ψευδοκαλλισθένης μεταφέρει τα γεγονότα, όπως τα διέσωσε η παράδοση: «Όμως οι αρχιτέκτονες Κλεομένης ο Ναυκρατίτης και Δεινοκράτης ο Ρόδιος τον συμβούλευσαν να μην κτίσει μια τόσο μεγάλη πόλη. Γιατί κατ’ αρχάς θα ΄ταν δύσκολο να κατοικηθεί ολόκληρη. Αλλά κι αν ακόμη κατοικείτο, θα ’ταν δύσκολο οι διάφοροι έμποροι να παράσχουν σ’ αυτή τις απαιτούμενες υπηρεσίες. Η έλλειψη συνοχής απ’ το υπερβολικό κι άπειρο μέγεθός της, θα κάνει τους κατοίκους να πολεμούν μεταξύ τους. Αντίθετα οι μικρές είναι το εύκολο να διοικηθούν κατά το συμφέρον τους».
Όντως, «πεισθείς δε ο Αλέξανδρος επέτρεψε τοις αρχιέκτοσιν οις βούλονται μέτροις την πόλιν κτίζειν» – άφησε δηλαδή ο Αλέξανδρος τους αρχιτέκτονες να δομήσουν την πόλη όπως ήθελαν εκείνοι.
Η Ρωμαϊκή πρόσληψη
Ο Ρωμαίος Μηχανικός Vitruvius, στο «Περί Αρχιτεκτονικής» σύγγραμμά του, καταγράφει τα επιτεύγματα της, με την ευρεία έννοια, οικοδομικής επιστήμης της εποχής του- κυρίως των ελληνιστικών χρόνων. Αναφέρεται εκτενώς στη χωροθέτηση, τον προσανατολισμό και την δημόσια υγεία της Πόλης, δίχως να εστιάζει στο (βέλτιστο) μέγεθός της.
Η Βυζαντική Πόλη ως απεικόνιση του Χριστιανικού ιδεώδους.
Από την ύστερη ελληνιστική πόλη, αναδύθηκε ως αναπόσπαστη συνέχειά της, η Βυζαντινή. Ποιες είναι οι κρίσιμες παράμετροι ενός «Χωροταξικού Παραδείγματος» στους Μέσους Χρόνους;
Την θεία έμπνευση επικαλέστηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να χωροθετήσει τη νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, αποικία των Μεγαραίων: το Βυζάντιο. Η θεία παρέμβαση, κατά τον ίδιο, υπέδειξε και τα όριά της, «οφθαλμός της Οικουμένης, εστί τις μεσαίτατος τόπος της γης….εστί δε και μίμημα του παντός» (Μ. Ψαλλός).
Το αρχέτυπο οικοδόμησης της Πόλης, της Αρχιτεκτονικής δημιουργίας, της Τέχνης, του στοχασμού, εδράζονται πλέον στην απόδοση του Χριστιανικού Ιδεώδους: της γήινης ομοίωσης της «Ουράνιας Ιερουσαλήμ».
Η Ιδανική Πόλη στην Αναγέννηση, ως πρότυπο
«Θα είναι καλό να ακολουθείται το παράδειγμα του Πλάτωνα, που ερωτηθείς για το που θα μπορούσε να βρει τη φημισμένη πόλη, την οποία θεωρητικά επινόησε, είπε: Δεν την αναζητώ, αλλά διερωτώμαι ποια από όλες τις πόλεις συμφέρει να θεωρήσουμε ως την καλύτερη: Να βρεθεί ένας τρόπος να προτιμηθεί εκείνη που απ’ όλες μοιάζει σ’ αυτή».
Leon Battista Alberti: «De re aedificatoria»
Το «Αστικό Αρχέτυπο» της Αναγέννησης, επηρεασμένο από τον Leon Battista Alberti και τους Εγχειριδιογράφους (Trattatιsti), διατυπώνεται με όρους περισσότερο μορφολογικούς και λιγότερο φιλοσοφικούς και πολιτικούς -ακόμη και τεχνικούς- από ότι οι εμπνευστές του. Διατηρεί ισχυρά ερείσματα στον Vitrivius και στους διαμεσολαβητές του.
Αντλεί τις καταβολές από τον Πλατωνικό ιδεαλισμό και τις αντιλήψεις περί αρίστου του Αριστοτέλη: «εάν η πόλη», γράφει ο πνευματικός αρχηγέτης Leon Battista Alberti, «σύμφωνα με τις αντιλήψεις των φιλοσόφων, είναι ένα μεγάλο σπίτι, αντίστοιχα το σπίτι είναι όπως μία μικρή πόλη». Δεν αρκείται στον Βιτρούβιο και στον Πλίνιο, αλλά προσφεύγει στις άμεσες πηγές τους: Στην Ελληνική Γραμματεία, απ’ όπου αντλεί διδάγματα για την οικοδόμηση της ιδεατής πόλης, που επαγγέλλεται ο ίδιος.
Καταγράφει, τις αντιλήψεις τους για τη χωροθέτηση, δομή, φυσιογνωμία και ειδικά χαρακτηριστικά των πόλεων, ως αρίστη ή ιδανική σύνθεση: «Οι Αρχαίοι ιδίως ο Πλάτωνας συμβουλεύουν οι πόλεις να απέχουν […] από τη θάλασσα […] στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν, να χωροθετούνται σε μία περιοχή, όπου οι θαλάσσιοι άνεμοι να φθάνουν εξαγνισμένοι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί τις περιοχές που είναι συνεχώς εκτεθειμένες στους ανέμους, πιο υγιεινές».
Τα όρια του Αναγεννησιακού και της Βυζαντινής πόλης, καθορίζονται από τις οχυρώσεις και διαφοροποιούνται κατά περίπτωση, δίχως ένα μοναδικό και ενιαίο πρότυπο.
Η Πόλη στη Βιομηχανική επανάσταση. Η ανάδυση των δυναμικών αστικών κέντρων.
Η Βιομηχανική επανάσταση προκαλεί –έντονες και βίαιες- τάσεις αστυφιλίας προς τα παραγωγικά αστικά κέντρα, ανατρέποντας την έννοια της έως τότε κατά κανόνα στατικής πόλης.
Με την εισαγωγή των σιδηροδρόμων αρχικά και της εισαγωγής του ιδιωτικού αυτοκινήτου στη συνέχεια, τα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα διευρύνονται δυναμικά.
Υπό το κράτος των πιέσεων μιας ανέλεγκτης τάσης αστικοποίησης και των αυξανόμενα, δυσμενών συνθηκών στις περιφερειακές του κέντρου και περιμετρικές περιοχές και των, διαρκώς εκτεινόμενων ορίων, σχεδιάζονται επεκτάσεις.
Διαμορφώνεται μία «Συμπαγής» πόλη, που σταδιακά και με ταχείς ρυθμούς διογκώνεται. Αναδύεται, η Ευρωπαϊκή Μητρόπολη, αυτή που ο Francesco Indovina χαρακτηρίζει, ως ταξική, «κορπορατική», διαρρηγμένη και κακώς αρθρωμένη, αμυντική και επιθετική μήτρα παθογενειών: δημοσίας, υγείας, κοινωνικών, οικονομικών και συγκρούσεων. αναπόφευκτα.
Οραματιστές πολεοδόμοι, σχεδιάζουν τη ανατροπή της παθολογίας του (πρωτο)βιομηχανικού αστικού φαινομένου, έχοντας την αφετηρία στη «διάρρηξη» της «Συμπαγούς Πόλης».
Η αντίδραση στη «Συμπαγή Πόλη»
Την ιδέα μιας γραμμικής ανάπτυξης μιας πόλης συνέλαβε ο Ισπανός μηχανικός Arturo Soria y Mata, την οποία διατύπωσε λεπτομερώς το 1892, στο «La Ciudad Lineal»: Η πόλη αναπτύσσεται κατά μήκος ενός άξονα πλάτους 40 μέτρων, που περιλαμβάνει τραμ ή ελαφρύ μετρό συνδέοντας υπάρχοντα αστικά κέντρα.
Το σύστημα παρέχει μία υποδειγματική γραμμική προσβασιμότητα στις ταινιακού σχήματος οικιστικές ανάπτυξης, χαμηλής πυκνότητας. Το Σχέδιο βρήκε εφαρμογή στη Μαδρίτη με την κατασκευή μιας γραμμικής Κηπούπολης (1894-1902).
Ωστόσο η συμπαγής πόλη εγκαθιδρύεται ως αστική πραγματικότητα και προσαρμόζεται.
Το σχέδιο του Alfonso Cedra για τη Βαρκελώνη το 1859, του Lindhagen για την Στοκχόλμη το 1866, αντικατοπτρίζουν αυτή την αντίληψη, χάρη στην οποία, ο ιστός της παραδοσιακής πόλης δεν υφίσταται, σε μεγάλο μέρος, σημαντικές αλλοιώσεις.
Την ίδια εποχή, η αρχιτεκτονική σκέψη κυριαρχείται από την έννοια της πόλης, ως οντότητας, αποτελούμενης από μεμονωμένα έργα αρχιτεκτονικής, σημαντικά ως προς τα ίδια, αναδυόμενα σ’ ένα ιστό που συνδέει ανώνυμα κτίρια, αδιάφορα και χωρίς αξία.
Στο Παρίσι, ενώ οι παρεμβάσεις του Haussmann ισοπεδώνουν ολόκληρες συνοικίες, ο Viollet-le-Duc (1814-1879) αναστηλώνει με επιμονή τον καθεδρικό ναό της Notre Dame. αντιμετωπίζει το πρόβλημα της σχέσης των ραγδαίων μετασχηματισμών της εποχής του με τα αντικείμενα της ιστορίας, θέτοντας έτσι τις βάσεις της σύγχρονης θεωρίας της διατήρησης. Αναστήλωση, υποστηρίζει- «λέξη και πράξη είναι σύγχρονη. Να αναστηλώσεις, ένα κτίριο δεν είναι να το διατηρήσεις, να το επιδιορθώσεις ή να το ξανακάνεις, είναι να το αποκαταστήσεις σε μία ολοκληρωμένη κατάσταση που μπορεί να μην υπήρχε ποτέ σε μία δεδομένη στιγμή…»
Το Σύγχρονο Αστικό Φαινόμενο
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που μεταξύ άλλων χαρακτηρίζεται από τη μαζική εισαγωγή του αυτοκινήτου και νέες αντιλήψεις περί δημόσιας υγείας στις πόλεις, οι εκπρόσωποι του μοντέρνου κινήματος στην Αρχιτεκτονική, με επικεφαλείς τους Le Corbusier και Ludwig Hilbersmaimer, προτείνουν μία νέα εκδοχή για την –αδιατάραχτη έως τότε- σχέση πολεοδομικού ιστού και δρόμου, ως δημόσιου χώρου.
Ο Le Corbusier στη Ville Radieuse, προτείνει την ανατροπή της έννοιας δρόμου -διαδρόμου, ως δημόσιου χώρου, την αποδέσμευση της κύριας κυκλοφορίας από το οικοδομικό τετράγωνο/ πολεοδομικό ιστό, -μία διάρρηξη της σχέσης δρόμος/ οικοδομικό τετράγωνο, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την αυγή της ευρωπαϊκής πόλης, έως τη συμπαγή πόλη του 1800- εισάγοντας μία νέα ιεράρχηση του δικτύου οδικών μεταφορών.
Οι αντιδράσεις στην κατάργηση της rue-corrideur, άρχισαν να εκδηλώνονται πολύ αργότερα, με διατύπωση συγκεκριμένων εναλλακτικών στη δεκαετία του ΄80, του περασμένου αιώνα.
Σε πολεοδομική κλίμακα, στην οξεία κριτική που ασκήθηκε στο μοντέρνο κίνημα, για την αντιμετώπιση/ανατροπή του «δρόμου –διαδρόμου», προστίθενται φωνές κατά της άλογης αστικής διάχυσης (sprawl), η οποία δημιουργεί εκτεταμένα αστικά μορφώματα.
Προσεγγίσεις που επανερμηνεύουν το οικοδομικό τετράγωνο, αξιοποιώντας το δρόμο και τα γειτνιάζοντα κτίρια ως κυρίαρχα στοιχεία της «νέας πολεοδομίας» ή αστικοί πυρήνες, που οργανώνονται γύρω από τους σταθμούς ενός Μέσου Μαζικών Μεταφορών σταθερής τροχιάς.
Μία άλλη τάση, με εκπρόσωπους όπως ο L. Krier -σε μία αρχιτεκτονική, περισσότερο προσέγγιση- υποστήριζε ότι, η διάχυση μπορεί να καταπολεμηθεί με την επιστροφή σε μορφές του παρελθόντος, σε μία κλίμακα της πόλης της προβιομηχανικής περιόδου.
Στον αντίποδα των παραπάνω θέσεων, ο R. Koolhass υποστήριξε ότι: «είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι από την ιδέα του δρόμου και της πλατείας ως δημόσιου χώρου. Είναι πλέον όλα τόσο εκτεταμένα, ώστε δεν χρειάζεται πλέον μία φυσική άρθρωση».
Άλλο ρεύμα anti-sprawl, ή new typologism, αποστασιοποιείται από κάθε επίκληση στην παραδοσιακή ευρωπαϊκή πόλη, προτείνοντας μία εκ νέου ανάγνωση της σύγχρονης πολεοδομίας, με όρους τυπολογίας.
Τον Ιούνιο του 1998 -σε ένα περισσότερο πολιτικό, παρά πολεοδομικό υπόβαθρο, σύμφωνα με τον P. Hall (2002)-επαναδιατυπώνεται από τον Richard Rogers, μία ενιαία πρόταση, κατάλληλη για κάθε πόλη, βασισμένη στην ιδέα της «αστικής αναγέννησης»: προτείνεται μία συμπαγής πόλη υψηλής πυκνότητας, γύρω από δικό της δημόσιο χώρο.
Επανεφευρίσκεται το αρχέτυπο της πόλης με υψηλή πυκνότητα, διαφοροποιημένης κοινωνικά, βασισμένης στη γειτονιά, τον ποιοτικό δημόσιο χώρο, το φυσικό τοπίο. Προτείνονται μείωση των συγκοινωνιακών υποδομών, αύξηση των χώρων πρασίνου, περιορισμός των κυκλοφοριακών μετακινήσεων, βελτίωση των χώρων αστικού πρασίνου και πύκνωση των αστικών οικισμών, η οποία και θα μειώσει δραστικά τα κόστη των υποδομών.
Στις αρχές της νέας χιλιετηρίδας και ειδικότερα στο νότιο και στο μεσογειακό της κομμάτι, σημειώνεται μία έκρηξη των πολεοδομικών συναθροίσεων, που αποτελεί χαρακτηριστικό εκτεταμένο (και) σε όλη την Ευρώπη, ακόμη και σε οικιστικές αναπτύξεις, που δεν είχαν χαρακτηριστικά μητροπολιτικής περιοχής. Πρόκειται για την ανάδυση ενός νέου φαινομένου -του μητροπολιτισμού ή της μητροπολιτικής άρθρωσης του χώρου- της τάσης δηλαδή ολοκλήρωσης διαφόρων αστικών αθροίσεων και χωρικών ενοτήτων κλίμακας, που χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη αστικοποίηση οιασδήποτε μορφής (F. Indovina).
Η προαστικοποίηση και πολύ περισσότερο η περιαστικοποίηση, στερεί από αστική διάταξη μία συγκεκριμένη μορφή, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον F. Indovina, αυτό που ονομάζεται μητροπολιτισμός (metropolizzazione) ή μητροπολιτική άρθρωση του χώρου, έχει κατά κάποιο τρόπο την εξουσία να αναπαράγει τη πόλη (ή σε ακραία έκφραση να τη σώσει), δηλαδή να διατηρήσει σε μία νέα κατάσταση ένα πλαίσιο ανταλλαγών, όχι μόνο οικονομικών, έναν τόπο όπου δημιουργούνται πολιτισμικοί «μέτοικοι» και ανανεώνεται το οικολογικό αποτύπωμα.
Η πολυκεντρική αστική συν-άρθρωση αποτελεί το σύγχρονο αστικό χώρο, που συντίθεται/ συναπαρτίζεται από ενότητες διαφοροποιημένων σχεδιαστικών αρχών ή και αυθόρμητων. Τα δυναμικά της στοιχεία, δεν επικεντρώνονται στους κεντρικούς πυρήνες, αλλά βρίσκονται αποκεντρωμένα στους κόλπους της. Αναδύεται ένα αστικό φαινόμενο μητροπολιτικής χωροταξικής διάρθρωσης, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία έκφραση σύγχρονης πολιτικής, με δυνατότητες απόδοσης –μιας μετάλλαξης- με όρους αειφορίας, μέσα από κατάλληλη αστική πολιτική.
Πρόκειται για μια σύγχρονη πρόκληση (για μια) νέα αστική δομή.
Ασφαλώς σε ορισμένες περιπτώσεις, (ενδεχομένως σε αρκετές, σε κάποιες χώρες ή περιφέρειες), η υφισταμένη κατάσταση αφορά αστικές κηλίδες με παθογενή χαρακτηριστικά, τα οποία θα πρέπει να μεταπλαστούν/ μετεξελιχτούν σε βιώσιμα οικιστικά σύνολα.
Γράφει ο Francesco Indovina: «… οι χωρικές ενότητες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης των ανθρωπίνων εγκαταστάσεων, να λειτουργήσουν για να υλοποιηθούν στόχοι αποτελεσματικότητας, για να προωθηθούν στρατηγικές ανάπτυξης, για να διασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες διάρθρωσης.
Στην πραγματικότητα προωθείται η σχεδιαστική υπόθεση, σύμφωνα με την οποία «…η διαδικασία χωρικής διάχυσης της κατοικίας, των δραστηριοτήτων, των υπηρεσιών, αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο (για να)… να οικοδομηθούν σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις. Ένα διαφορετικός τρόπος να παράγεις «πόλη», μια νέα πόλη…»
Τα Χαμένα όρια της πόλης ή ανάκτηση του υπάρχοντος ιστού;
Θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο σχολές πολεοδομικής σκέψης –με εδραίο ενδιαφέρον για τους άξιους λόγου ιστούς του παρελθόντος και το σχεδιασμό τους, σε ένα ευρύτερο χωρικό πλαίσιο.
Η πρώτη εκπροσωπείται από τους Giovanni Astengo και Giancarlo de Carlo, η άλλη από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη (στους δύο τελευταίους απονεμήθηκε το βραβείο Abercrombie για την πολεοδομία).
Στον ορισμό του Giovanni Astengo για την πολεοδομία, εμπεριέχεται και η σχεδιαστική του λογική, για την εξεταζόμενη θεματική: «Πολεοδομία είναι η επιστήμη που μελετά τα αστικά φαινόμενα από όλες τις πλευρές, έχοντας ως στόχο το σχεδιασμό της. ιστορική τους εξέλιξης, είτε (μέσω) της ερμηνείας, της επανοργάνωσης, της εξυγίανσης, της λειτουργικής προσαρμογής των ήδη υπαρχόντων αστικών περιοχών και του διακανονισμού της ανάπτυξής των είτε μέσω πιθανού σχεδιασμού νέων συνόλων, είτε τελικά μέσω μεταρρύθμισης και οργάνωσης ex-novo των συστημάτων σύνδεσης των αστικών συναθροίσεων μεταξύ των και με το φυσικό περιβάλλον».
Κύρια στόχευση της πολεοδομίας, ο σχεδιασμός μιας πόλης/ αστικού κέντρου συναθροίσεων/ μητροπόλεις ή/και του πλέγματος τους, που συγκροτούν το/τα αστικό/ά φαινόμενο/α.
Η ιστορική πόλη των προγενέστερων της σύγχρονης περιόδου, αντιμετωπίζεται στερεοτυπικά: καθορισμός ορίων, προστασία, αναβάθμιση/ εξυγίανση σε αναφορά με το σύνολο της κάθε urbis πραγματικότητας. Η δυναμική της, προσεγγίζεται σε εθνικά πλαίσια.
Μία ανάλογη προσέγγιση προωθήθηκε από τον De Carlo στο Ρυθμιστικό Σχέδιο του Urbino, στην Ιταλία. Το Urbino υπήρξε από τις πρώτες Ευρωπαϊκές πόλεις που επεξεργάστηκε το 1965 ένα οργανικό σχέδιο, βασισμένο στην υπόθεση ότι η αρχιτεκτονική/ πολεοδομική κληρονομιά είναι δυνατόν ναν διατηρηθεί, μόνον εάν ενταχθεί στους δυναμικούς μηχανισμούς του πλέγματος των σύγχρονων δραστηριοτήτων.
Στο Ρυθμιστικό Σχέδιο, το ιστορικό κέντρο θεωρήθηκε κεντρικό σημείο της αστικής προβληματικής. Επανασχεδιάστηκε στο σύνολό του και λεπτομερώς σε ορισμένα μέρη-κλειδιά.
Οι κατευθύνσεις του σχεδίου, ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένης επιλογής για ριζική αναδόμηση, με σκοπό την ανάδειξη μορφών και δομών, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλίζουν τη συνέχεια μεταξύ προϋπαρχόντων και νέων κτιρίων. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις του σχεδίου για το ιστορικό κέντρο, συντονίζονται με εκείνες για την ευρύτερη περιοχή, σε ένα συγκεκριμένο χώρο αλληλοεξαρτημένων στόχων.
Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δεύτερης τάσης, ο Κ.Α. Δοξιάδης, ο ιδρυτής της «Οικιστικής», της διεπιστημονικής μελέτης των ανθρωπίνων εγκαταστάσεων, προσανατολίζει της ερευνητικές του προτεραιότητες, σε έναν κόσμο που διέβλεψε οικουμενοποιημένο. Οι οικισμοί του μέλλοντος, αναπτύσσονται αρμονικά ως συνεχώς επεκτεινόμενα «μικρο-οικιστικά στοιχεία», αυστηρά ιεραρχημένα που καταλήγουν να δημιουργούν δυναμικά αστικά δίκτυα: (σχηματικά) πόλη-μητρόπολη-μεγαλόπολη-ευρώπολη-οικουμενόπολη, διακριτά και σε ορθολογική συναρμογή με το φυσικό περιβάλλον, δίχως τα σύνορα να αποτελούν όριο ή δέσμευση.
Οι αστικές συναθροίσεις του μέλλοντος, υπό το κράτος μιας προβλεπόμενης έκρηξης (πληθυσμιακής, αναπτυξιακής, εδαφικής), αρθρώνονται, ως ένα διαρκές continuum, προγραμματισμένου επί ορθογωνίου κανάβου, εξαιρετικά μελετημένου. σε σαφή αναφορά με τους παραδοσιακούς ιστούς: Στο Ρυθμιστικό Σχέδιο Ιωαννίνων ο επαναλαμβανόμενος ως modulo οικιστικός πυρήνας/ συνοικία, «εγγράφει» ως μέγεθος, την ιστορική του Πόλη. Οι δε πυκνότητες τους δεν διαφέρουν. Το δε σχεδιαστικό του σύστημα, ακολουθεί σε όλες τις περιπτώσεις, το Ιπποδάμειο, ανεξάρτητα από το genius loci, το οποίο διασώζει εναρμόνιες χαράξεις, στο πνεύμα του Πλατωνικού «Τιμαίου».
Ένας, αναντίρρητα, ιδιαίτερος τρόπος να ερμηνεύσεις την τοπικότητα και την ιστορικότητα τους, εντάσσοντας τες σε μελλοντικές προβολές.
Στην πρώτη προσέγγιση, οι παρεμβάσεις στο Ιστορικό Κέντρο, θεωρούνται ως μία τακτική στιγμή μιας πιο γενικής στρατηγικής, που στοχεύει στην αστική επανοργάνωση. Στη δεύτερη, χωρίς αυτό να αγνοείται, επιχειρείται να αντληθούν ειδικότερα διδάγματα από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του τόπου –αλλά πρωτίστως, από παραμέτρους ενός παρελθόντος των κλασσικών χρόνων, που δεν έπαψε να εκπέμπει ίδιες αξίες (και) για τους σύγχρονους οικισμούς.
Και οι δύο αναγνωρίζουν τη σφαιρικότητα του χώρου και την αδυναμία να δοθούν μερικές λύσεις, θεωρούμενες ως πιθανά υποσύνολα. αφού, όπως αποφαίνεται ο Giancarlo de Carlo, αυτές δεν αντιμετωπίζουν συγχρόνως και στα πλαίσια μιας σφαιρικής προοπτικής ολόκληρο το παιχνίδι συσχετισμών, που αποτελεί την πραγματική δομή της υπόθεσης.
Με τη θεωρία της «Οικιστικής» να εξετάζει ενδελεχώς, με μοναδική διεισδυτικότητα, τους αλληλοσυσχετισμούς και αλληλεπιδράσεις.
Μπολώνια : Σχέδιο Ανάκτησης Ιστορικού Κέντρου
Είναι η ανάσχεση της οικιστικής δυναμικής δυνατή: οι συνεχείς επεκτάσεις ή το κόστος των χαμένων ορίων
Η συνεχής –απρογραμμάτιστη ή και άλογη ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες περιοχές, -νησιωτικές, παράκτιες, προστατευόμενες/ προστατευτέες- θέτει στο επίκεντρο του προβληματισμού την εφικτότητα συγκράτησής της. και τους όρους και πρότυπα μιας βιώσιμης αστικής πολιτικής που μπορεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των εξωαστικών περιμετρικών «αστικών κοιλίδων» και μορφωμάτων.
Οι πρώτες έρευνες σχετικά με τις δυνατότητες αστικής ανάπτυξης, αποφεύγοντας οικονομικές και κοινωνικές σπατάλες ή στρεβλώσεις και κακή χρήση του χώρου, διεξήχθησαν από τον Πολωνό Boleslaw Malisz μεταπολεμικά και ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του, γνωστής ως «ανάλυσης του κατωφλίου: «Threshold Analysis».
Οι πόλεις, σύμφωνα με τον Β. Malisz, συναντούν ορισμένα φυσικά όρια στη χωρική τους ανάπτυξη. Όρια τα οποία οφείλονται είτε σε γεωμορφολογικούς και οικονομικούς λόγους, είτε στη δομή των υποσυνόλων, στα συστήματα μεταφορών ή στις υπάρχουσες χρήσεις γης. Αυτά τα όρια θεωρούνται το κατώφλι της πολεοδομικής ανάπτυξης.
Η «Ανάλυση του Κατωφλίου» έγκειται στον προσδιορισμό του ορίου μεταξύ περιοχών που συμφέρει να αστικοποιηθούν ή όχι.
Η μεθοδολογία εφαρμόστηκε στη σύνταξη του σχεδίου της Βαρσοβίας και σε άλλες Πολωνικές πόλεις, την περίοδο της ελεγχόμενης οικονομίας, μη καθιστώντας τη στην ουσία, σήμερα επιχειρησιακή.
Συνέβαλε ωστόσο στη προβληματική, αποκτώντας θέση στα σύγχρονα πρότυπα που προσεγγίζουν τη φέρουσα ικανότητα μιας αστικής περιοχής.
Συγκεφαλαιώνοντας, η πόλη ή με όρους τεχνικούς, «το αστικό φαινόμενο», είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Μετεξελίσσεται. Παραφράζοντας τον sir Patrick Greddes και ειδικότερα το θεμελιώδες πόνημα του «Cities in Evolution», σχηματικά θα μπορούσε η πορεία της να αποδοθεί «εώπολις, πόλις, μητροπόλις, μεγαλοπόλις, (τερατόπολις), νεκρόπολις». Η δε προσέγγιση των ορίων γίνεται σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. και υπόκειται σε αναθεωρήσεις. Διαρκείς.
Στην εγχώρια πραγματικότητα, η όλη θεματική προσδιορισμού της, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, αφού απαιτούνται ποσοτικοποιημένοι, στόχοι στα κρίσιμα μεγέθη σε τοπικό επίπεδο –πληθυσμιακά/προβολές, οικονομικά, αναπτυξιακά, περιβαλλοντικά κ.α., που καθορίζουν μία πολεοδομική στρατηγική σε επίπεδο ΟΤΑ.
Παράλληλα οι διαρκείς αλλαγές στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο χωροταξίας, οι «τακτοποιήσεις», οι εξαγορές καταπατημένων εκτάσεων του δημοσίου, οι ad hoc αναπτυξιακοί θύλακες -που παρακάμπτουν διαδικασίες και τοπικές χωρικές δεσμεύσεις-, καθιστούν περαιτέρω δυσχερή τον προσδιορισμό των πολεοδομικών ορίων και κρίσιμων μεγεθών/συνισταμένων ενός Χωροταξικού Σχεδίου, το οποίο αποτελεί το ζητούμενο.
*Δρ. ΕΜΠ