Σχετικά με την έννοια του Έρωτα και του Κάλλους στην Ελληνική σκέψη… Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡ. ΤΣΕΤΣΗ

1186

Από την οντολογική θεώρηση, στην εικαστική απεικόνισηi.

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡ. ΤΣΕΤΣΗ

«πολυκέφαλον θηρίον ο έρως κατά Πλάτωνα».
Ανώνυμου, Φιλοσοφικά Σύμμεικτα A Miscellanaea in the Tradition of Michael Psellos (Codex Baroccianus Graecus 131).
Critical Edition and Introduction by Ilias N. Pontikos. Αθήναι – Ακαδημία Αθηνών – Athens.Libraire J. Vrin, Paris, Éditions Ousia, Bruxelles. 1992.

«Περὶ ἔρωτος, πότερα θεός τις ἢ δαίμων ἢ πάθος τι τῆς ψυχῆς, ἢ ὁ μὲν θεός τις ἢ δαίμων, τὸ δέ τι καὶ πάθος, καὶ ποῖόν τι ἕκαστον».
«Σχετικά με τον έρωτα, είναι τι εκ των δύο; Είναι κάποιος θεός ή κάποιος δαίμων ή ένα πάθος της ψυχής ή μήπως αφενός είναι κάποιος θεός ή δαίμων, αφετέρου είναι κάποιο πάθος και ποιο είναι το καθένα απ’ αυτά;»
[Πλωτίνος, Περί Έρωτος]

«Έρως» και «Kάλλος» στον Ελληνικό Kόσμο. Οι απαρχές.

Η πολιτιστική και γενικότερα η ιστορία του Ελληνισμού, απ’ τις απαρχές των χαμένων στο βάθος χιλιετιών καταβολών του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Έρωτα· αδιάλειπτα· δεν είναι ασφαλώς ο μόνος τόπος. Η ειδοποιός διαφορά του έγκειται ότι η παρουσία του έρωτα κυριαρχεί σε ένταση, εύρος, ευρηματικότητα, διάρκεια, με μορφές που ξεπερνούν τη σωματική έλξη μεταξύ δύο ατόμων, το συναισθηματικό πάθος και την ισχυρή επιθυμία τους· αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν έπαψε να του αποδίδεται ευγένεια προθέσεων, ενώ συχνά ενδύθηκε με τον μανδύα της εξιδανίκευσης, αποφεύγοντας τον εκχυδαϊσμό. Ακόμη και η περίπτωση του αγοραίου έρωτα, ενδύθηκε με ένα πέπλο ιερότητος.
Η ελληνική σκέψη –σε ένα διαρκές εγχείρημα, αφενός επεξήγησης των φαινομένων του κόσμου και αφετέρου διαμόρφωσης προτύπων αρίστης ή και ιδεώδους πολιτείας– του έδωσε χαρακτηριστικά και επινόησε ιδιότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν ένα ευρύτατο πλέγμα ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και δραστηριοτήτων:
Η ανθρώπινη φαντασία τον ανήγαγε σε θεότητα· κυρίαρχη και ζωοδοτική, ή σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ αισθητού και νοητού και ως γόνο πανίσχυρων θεών· τον τοποθέτησε ως δύναμη οντολογική, τον περιέβαλε με μεταφυσικές ιδιότητες. Αλλά και ως ακαταμάχητο πάθος και «Ιερά νόσο», για κάποιους που αμφισβήτησαν τη θεότητά του, όπως ο Πεμπτίδης στον «Ερωτικό» του Πλούταρχου.

«Πλατωνικό Συμπόσιο»: Ο Αριστοφάνης διηγείται τον Μύθο του ανδρόγουνου, Leodardo da Vinci.

Ας σταχυολογηθούν οι πλέον χαρακτηριστικές, ίσως, κατηγοριοποιήσεις του:
Έρωτας ως βασική βιολογική ανάγκη, διαιώνισης του είδους: «ἀθανασίας γὰρ χάριν παντὶ αὕτη ἡ σπουδὴ καὶ ὁ ἔρως ἕπεται» (Συμπόσιο)· είναι δηλ. η αθανασία, που για χάρη της κάθε ον αισθάνεται τον έρωτα και τη στοργή.
«Έρως», ως ανίκητος πορθητής του άλλου – το τονίζει ο Πλούταρχος στον «Ερωτικό», παραπέμποντας στον Ηράκλειτο: «Ἔρωτι δέ «μάχεσθαι χαλεπόν» οὐ «θυμῷ» καθ Ἡράκλειτον»· «ὅτι γὰρ ἂν θελήσῃ καὶ ψυχῆς ὠνεῖται»· γιατί αγοράζει ότι θέλει και την ψυχή ακόμη, με χρήματα και δόξα.

Ο πνευματικός έρωτας, ως έννοια και περιεχόμενο, ρητά διακριτός από τον σωματικό – τον οποίο δεν αφορίζει, αντίθετα, ενίοτε τον θεωρεί ως αναβαθμίδα προς μια ανώτερη μορφή ύπαρξης: η οποία συνιστά και την ουσία του. Έρωτας δηλαδή ως η οδός πρόσκτησης των υψηλών ανθρώπινων αξιών.
Ο Έρωτας της αλήθειας· –η αναζήτηση «τῆς ἐν τῷ παντί ἀληθείας»– η οποία συνιστά διαχρονικά το κυρίαρχο αίτημα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο Έρωτας των αξιών – της πατρίδος, του γένους· της αρετής· το απόσπασμα του Ευριπίδη είναι δηλωτικό:
Ο Έρωτας που οδηγεί σ’ αρετή, σωφροσύνη· είναι απ’ ανθρώπους ζηλευτούς· ένας κι’ εγώ ας ήμουν. [Ευριπίδου, Σθενέβοια]. Στο: «Εκλογαί, αποφθέγματα, υποθήκαι, Στοβαίος». Για την ουράνια Αφροδίτη και το «θεϊκό» Έρωτα. Τόμος 1ος ΙΧ Περί Αφροδίτης ουρανίας και έρωτος «θείου». Μτφ. Μαυρόπουλος. Κάκτος, 1995.
«Ὁ δ’ εἰς τὸ σῶφρον ἐπ’ ἀρετήν τ’ ἂγων ἔρως ζηλευτός ἀνθρώποισιν· ὧν εἲην ἐγὼ».

Ο Έρωτας του θείου. Ο Έρωτας, ως η κατεξοχήν πηγή του Κάλλους, η κύρια ιδιότητα του: – «Ἔρως μέγας θεός, εἴη δὲ τῶν καλῶν», ισχυρίζεται ο Σωκράτης· για να αναδειχθεί στη συνέχεια του Πλατωνικού «Συμποσίου» – ότι ο Έρωτας ποθεί τα Ωραία και τα Αγαθά.
Ή ακόμη το Δημοκρίτειο: «δίκαιος ἔρως ἀνυβρίστως ἐφίεσθαι τῶν καλῶν». Σωστός, δηλαδή έρωτας είναι να επιθυμούμε χωρίς έπαρση τα ωραία.
Ο Έρωτας, ως παιδαγωγός, που προάγει τον αγνό εκπαιδευτικό έρωτα, την αγάπη μεταξύ δασκάλου-μαθητή, στη μάθηση, στη διαμόρφωση ήθους και την αλήθεια. Σχέση ιερή, στον αντίποδα της διωκόμενης και ουδόλως αποδεκτής παιδομανίας, που έχει τη σημερινή σημασία της πρώτης.

Ο «Έρωτας που διακατέχει σφόδρα, τυφλά, ανικανοποίητα τον αθεράπευτα εγωπαθή, αυτοθαυμαζόμενο και αυτάρεσκο για το είδωλό του· –όπως ο Νάρκισσος του Μύθου– για να τον οδηγήσει σε τραγική κατάληξη.

«Πυγμαλίων και Γαλάτεια», c.1530, Agnolo Bronzino.
«Ηχώ και Νάρκισσος», Nicolas Poussin, 1627 -1628

Ο Έρωτας, ως ιερό συναίσθημα του δημιουργού προς το δημιούργημα του. Το αρχετυπικό ιδεώδες του γυναικείου κάλλους, σμιλευμένο αριστοτεχνικά σε άψυχο ωστόσο μάρμαρο· και πέραν και πάνω από τη νομοτέλεια της «ανάγκης» ζητά απ’ τη μητέρα του Αφροδίτη να του εμφυσήσει ζωή, να τη μοιραστούν: ο Πυγμαλίων και η Γαλάτεια ή η έξαρση της ανθρώπινης αναζήτησης του ιδανικού κόσμου.

Έρως ως ιατρός παθημάτων ψυχής, ως «σωτήρ», ως καταλύτης στην πρόσκτηση της αρχής και την άνοδο στο Αγαθό, ο Έρως της παιδείας, ο Έρως του Καλού και του Ωραίου, ο ορατός και νοητός Έρως· μια καταγραφή δίχως προβλέψιμη ολοκλήρωση.
Εν κατακλείδι, ο «ουράνιος» Έρωτας, αυτός της ψυχής, ένας έρωτας εξιδανικευμένος, «καθαγιασμένος», «εξευγενισμένος» και πνευματικός, που υψώνει τον έχοντα ασκηθεί στο μάθημα της αρετής, στις σφαίρες της αληθούς γνώσης· αντίθετα, ο «πάνδημος», ο συνυφασμένος με ανούσιες απολαύσεις, οδηγεί σε έκπτωση ιδανικών, οδηγώντας στη βίωση, μιας –στερημένης «φωτός»– πραγματικότητας.
Ο Έρωτας υμνήθηκε με αμέτρητους στίχους, τραγούδια, διηγήματα, μυθιστορήματα, ιστορίες μεταξύ θρύλων, γεγονότων και μυθοπλασίες από εξίσου «ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός» ποιητών και συγγραφέων, σε όλες τις μορφές του λόγου.

«Ο Θάνατος του Άδωνι», c1614, Peter Paul Rubens

Ο Έρωτας, ως έκφραση λόγια ή λαϊκή και απεικόνιση των μορφών που αναφέρθηκαν, είναι παρών ήδη από τις πρώτες μαρτυρίες, σε κάθε έκφανση δημιουργίας. Αποτελώντας παράλληλα ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής εκδήλωσης, διαχρονικά. Συμβάλλοντας αποφασιστικά, σύμφωνα με προσωπικές ερμηνείες, τάσεις και την περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα, στη διαμόρφωση των αισθητικών αντιλήψεων κάθε εποχής.
Η παρούσα ενότητα επιχειρεί, υπό μορφή σύνθεσης, να παραθέσει τις «Περί Έρωτος» αντιλήψεις των πλέον ίσως εμβληματικών για τη θεματική, στοχαστών και λογίων.
Στους Ορφικούς Ύμνους, ο ίδιος Έρωτας αναδύεται ως κυρίαρχη πρωταρχική δύναμη και γενέτειρα των πάντων. Ο αφιερωμένος στον Έρωτα ύμνος, «Έρωτος», δεν φείδεται γενναιόφρονων χαρακτηρισμών, για τη θεϊκή του οντότητα: Τον αποκαλούν «μέγαν, ἁγνόν, ἐράσμιον, ἡδύν Ἔρωτα, τοξαλκῆ, πτερόεντα, πυρίδρομον, εὔδρομον ορμῆι», που παίζει με θεούς κι’ ανθρώπους, επιδέξιο, «διφυῆ», τον κατέχοντα τα κλειδιά των πάντων του «αἰθέρος οὐρανίου, πόντου, χθονός», γιατί κρατά το πηδάλιο όλων αυτών.

«Ο Έρωτας τεντώνει το τόξο». Αντίγραφο Ρωμαϊκής περιόδου του Λύσιππου (396πΧ-300πΧ)

Τον προτρέπει, με «καθαραῖς γνώμαις», να συνδεθεί με τους μύστες –«μύσταισι συνέρχου»– αφού αποβάλλουν τις φαύλες ορμές.

Διαχωρίζεται λοιπόν ρητά ο Έρωτας ως κοσμολογική δύναμη, από τις άλλες, ερωτικές ορμές.
Στον Ύμνο «εἰς Ἀφροδίτην», η θεά του Έρωτα –«Οὐρανία, πολύυμνε, φιλομμειδής, ποντογενής, γενέτειρα θεά, φιλοπάννυχε, σεμνή»– χαρακτηρίζεται ως η μητέρα της Ανάγκης («μῆτερ Ἀνάγκης»)· γιατί από αυτήν γίνονται τα πάντα: «πάντα γὰρ ἐκ σέθεν ἐστίν»– και κυριαρχεί στον κόσμο και «γεννᾶς δὲ τὰ πάντα».
Ο έρωτας διατρέχει παντού τα Ομηρικά Έπη: εμπνέει, διακατέχει, διαρπάζει, εμψυχώνει, αλώνει, υψώνει, διεκδικεί, θριαμβεύει, μάχεται, παρασύρει, γητεύει..
Η πλοκή τους ξεκινά με την αρπαγή της ωραίας Ελένης· η οποία στο «Ελένης Εγκώμιον» του Γοργία, βρίσκει μια συνηγορία αποκατάστασης της:
«πῶς οὖν χρὴ δίκαιον ἡγήσασθαι τὸν τῆς Ἑλένης μῶμον, ἥτις εἴτ᾽ ἐρασθεῖσα εἴτε λόγῳ πεισθεῖσα εἴτε βίᾳ ἁρπασθεῖσα εἴτε ὑπὸ θείας ἀνάγκης ἀναγκασθεῖσα ἔπραξεν ἃ ἔπραξε, πάντως διαφεύγει τὴν αἰτίαν;»

Πώς λοιπόν –λέει ο διακεκριμένος δάσκαλος της ρητορικής, υπό μορφή εκτύλιξης των δυνατοτήτων της «τέχνης της δημιουργίας πειθούς»– να θεωρήσουμε δίκαια τη μομφή εναντίον της Ελένης, που έκανε ό,τι έκανε είτε επειδή ερωτεύτηκε, είτε επειδή την έπεισαν με τα λόγια, είτε επειδή την άρπαξαν με τη βία, είτε επειδή εξαναγκάστηκε από δύναμη θεϊκή και που με κάθε τρόπο απαλλάσσεται από την κατηγορία;
[Γοργίας, Ελένης Εγκώμιον, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Α. Τάτση-Δ.Γ. Σπαθάρα, Εκδόσεις Όψεις του Εικοστού Πρώτου, Όψεις, 1998]
Στην Ιλιάδα, αναφύονται και κατισχύουν μορφές του Έρωτα, που οδηγούν και πέραν του σαρκικού πόθου, για να φθάσουν στη σφαίρα του Ιδεώδους.

Υμνείται τόσο ως προς την έλξη των φυσικών χαρισμάτων –η απαράμιλλη ομορφιά της Ελένης, εμπνέει τον Έρωτα, την αρπαγή και τον πόλεμο· όσο και για τις ψυχικές ή πνευματικές του αρετές– η φιλία Αχιλλέα-Πάτροκλου. Εκδηλώνεται ως θυσία, σε υψηλά ιδεώδη: Ως Ιφιγένεια ή εμφανίζεται ως η προσήλωση και αφοσίωση στον θεσμό της οικογένειας και της πατρίδας στην περίπτωση της Πηνελόπης και του Οδυσσέα: Η Ιλιάδα ολοκληρώνει το αφήγημα με το σμίξιμο του πολυμήχανου Οδυσσέα και της αφοσιωμένης συζύγου του Πηνελόπης· δίνοντας υψηλή αξιολογικά υπόσταση στον γάμο, σύμφωνα με «τὸ γὰρ ἐρᾶν ἐν γάμῳ τοῦ ἐρᾶσθαι μεῖζον ἀγαθόν ἐστι» του Πλούταρχου, στον Ερωτικό: ο έρωτας ως αγάπη στο πλαίσιο του γάμου.

«Έρως και Αντέρως», Annibale Carracci (1560-1609)
«Φιγούρα Ερμαφρόδιτου», 1540, Jacopo Pantormo

Στον Ησίοδο, ο Έρωτας, εμφανίζεται ως πανδαμάτωρ Θεός – θεών και ανθρώπων ως διαθέτων ισχύ κοσμολογική: «ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι»· κι ο Έρωτας ο «κάλλιστος» απ’ όλους τους αθανάτους θεούς, αυτός που παραλύει όλους, θεούς και ανθρώπους, δαμάζει μεσ’ στα στήθη τους «νόον» και «ἐπίφρονα (φρόνιμη) βουλήν». [Ησίοδος, Θεογονία, 120-121].

«Πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων»: Η γένεση ολόπρωτα, απ’ όλους τους Θεούς, τον Έρωτα επινόησε στο «Περί Φύσιος» ο Παρμενίδης. Ο Ελεάτης φιλόσοφος αντιλαμβάνεται τον Έρωτα, ως τον πρώτο μεταξύ των Θεών, ως δημιουργική και κοσμογονική δύναμη· αλλά και γνωστική – εισδύει στη διερεύνηση του όντος, της ολότητος του «εἶναι», γιατί φέρει μέσα του το πεπερασμένο και το απεριόριστο.
Ο Εμπεδοκλής τεκμαίρεται ότι αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν «φύσις», στερείται μιας εγγενούς και μόνιμη συγκρότησης, ενός ακλόνητου «Εἶναι». Υπόκειται –υπό την επενέργεια δύο κυρίαρχων κοσμογονικών ορμών, της συνεκτικής και ενωτικής δύναμης της «Φιλότητος» και της αποδόμησης του «Νείκους»– σε αέναη εναλλαγή: «μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων».
Κι αυτή η συνεχής εναλλαγή, ποτέ δεν σταματάει: άλλοτε συγκλίνουν όλα μέσω της Φιλίας σε Ένα –«ἄλλοτε μὲν Φιλότητι συνερχόμεν’ εἰς ἓν ἅπαντα»– άλλοτε πάλι διαχωρίζονται μέσα στην έχθρα της Διαμάχης· «ἄλλοτε δ’ αὖ δίχ’ ἕκαστα φορεύμενα νείκεος ἔχθει». Κι όσο η συνεχής εναλλαγή ποτέ δεν σταματάει, τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε ακίνητα σε κύκλο. [Απόδοση Γιάννη Τζαβάρα, από: «Η ποίηση του Εμπεδοκλή» Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1998, κείμενο-μετάφραση-σχόλια του ιδίου]. [Εμπεδοκλής, Περί Φύσιος]
Η «Φιλότης» του Εμπεδοκλή ομοιούται με την ενωτική δύναμη του Έρωτα.
«Κάθε αρμονία αναπηγάζει από τον Έρωτα», λέει ο Ρομαίν Ρολάν, ερμηνεύοντας το φαινόμενο της «Φιλότητος» [Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος και η εποχή του μίσους. Αστρολάβος/Ευθύνη, 1989]. Για να το εξηγήσει αρκούντως: Αρμονία είναι το όνομα του Έρωτα όταν διαπλάθει τα μέλη μας από τα στοιχεία, συγκερασμένα σύμφωνα μ’ ορισμένες αναλογίες και τα προσαρμόζει, με ερωτικά καρφιά: «γόμφοις ἀσκήσασα καταστόργοις Ἀφροδίτη».

« Έρως ή Θάνατος», Αντίγραφο Ρωμαϊκής περιόδου, Ελληνικού πρωτότυπου, Musei Capitolini.

«Κόσμημα (κόσμος) για την πόλη είναι η ανδρεία, για το σώμα η ομορφιά –«σώματι δὲ κάλλος»– για την ψυχή η σοφία, για τις πράξεις η τόλμη, για τον λόγο η αλήθεια». Έτσι ξεκινάει ο Γοργίας, στο σύντομό του έργο Ελένης Εγκώμιον, αποσκοπώντας με το ρητορικό του γύμνασμα, να αποκαταστήσει τη φήμη της Ελένης, που είχε την ομορφιά των θεών, «τὸ ἰσόθεον κάλλος».
Θέλημα είναι λοιπόν της Τύχης και απόφαση των θεών και πρόσταγμα της Ανάγκης, είτε επειδή αρπάχθηκε με τη βία, είτε επειδή πείστηκε με λόγια, είτε επειδή κυριεύτηκε από έρωτα, «ἤ ἔρωτι ἁλοῦσα». [απόδοση Α. Τάτση-Δ.Γ. Σπαθάρα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1998].
Αντλώντας από την τελευταία υπόθεση, εκτυλίσσει την περί έρωτος θεώρηση του, στις υπό μορφή επιλόγου αποφάνσεις:
«Αν λοιπόν τα μάτια της Ελένης γοητεύτηκαν από το σώμα του Αλέξανδρου και η ψυχή της καταλήφθηκε από ζήλο ερωτικό, γιατί να απορούμε; Αν αυτός είναι Θεός και έχει των θεών τη θεία δύναμη, πως μπορεί ο κατώτερος να τον απωθήσει και να το αποκρούσει; Αν πάλι είναι ασθένεια των ανθρώπων και αδυναμία της ψυχής, δεν πρέπει ως σφάλμα να κατηγορηθεί, αλλά να θεωρηθεί ως ατυχής συγκυρία· γιατί όταν έρχεται και κυριεύει τυχαία, όχι κατόπιν απόφασης, εξαναγκάζοντας με δύναμη ερωτική, όχι με προμελετημένο σχέδιο».
Η ρητορική δεινότητα του Γοργία, επιδιώκει να αποσείσει την Ελένη από την προσωπική ευθύνη των επιλογών της, με σοφιστείες: Φυσική αναγκαιότητα ή «άνωθεν» βούληση ή η ίδια είναι άμοιρη…

i. Προδημοσίευση από τον υπό έκδοση τόμο: «Σχετικά με την έννοια και την πρόσληψη του κλασικού. Από την διαμόρφωση, στην «De re aedificatoria» και στην Ύστερη Ενετική Αναγέννηση».