Σκέψεις (αιρετικές;) για τον ελληνοτουρκικό διάλογο… Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

24

Του Διονύση Κ. Καραχάλιου

Δέχομαι, για την οικονομία της συζήτησης ότι, μέχρι σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε επίπεδο επιλογών και αποφάσεων (Έβρος, λαθρομετανάστευση, ενίσχυση Ενόπλων Δυνάμεων κλπ.) χειρίζεται άριστα τα εθνικά θέματα. Και στο κρίσιμο ερώτημα, αν προτιμά κανείς την ηρεμία από τις παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας ή τις εμπλοκές στο Αιγαίο, θα συμφωνήσω ότι πρέπει κανείς να είναι τρελός για να προτιμά την ένταση και την διακινδύνευση των ιπταμένων και των ναυτικών μας…  

Όμως η επίδειξη συνεχούς προκλητικότητας, έστω και στα λόγια (που, βέβαια, δεν είναι μόνον στα λόγια…), δεν γίνεται από την Τουρκία απλά και μόνον για να περνά η ώρα. Ούτε φαντάζομαι υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι, η Τουρκία έχει την πρόθεση να υπαναχωρήσει στις, παραβατικές του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών, αξιώσεις της, επειδή εμείς, καλοπροαίρετα και υπομονετικά, διατηρούμε και συντηρούμε τον ελληνοτουρκικό διάλογο… 

Εφ’ όσον, λοιπόν, δεχόμαστε υποχρεωτικά αυτή την πραγματικότητα, την οποία άλλωστε επιβεβαιώνει, κατά τον πλέον σαφή τρόπο, η κατά καιρούς επανάληψη  και η συνεχής διεύρυνση των τουρκικών αξιώσεων σε βάρος της Ελλάδας, ερχόμαστε στο καίριο ερώτημα: Η εξακολούθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, με την Ελλάδα να επιμένει στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών και την Τουρκία, όχι μόνον να επαναλαμβάνει, πεισματικά και μονότονα, την άρνηση συμμόρφωσής της με τα κρατούντα, αλλά να προβάλλει διαρκώς νέες αξιώσεις, σε ποιο βαθμό, ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ, εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα;   

Μήπως, στην πράξη, η παράταση της ακινησίας και η συντήρηση ενός ατέρμονος διαλόγου χωρίς αποτέλεσμα, ευνοεί τα εθνικά μας συμφέροντα;  Προφανώς όχι! Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η «νηνεμία» στο Αιγαίο μας ωφελεί, ποια εξασφάλιση υπάρχει ότι, μια δεδομένη στιγμή, η Τουρκία δεν θα αλλάξει στάση και δεν θα αξιώσει, πιεστικότερα και απειλητικότερα απ’ ότι το πράττει σήμερα, πολύ περισσότερα από αυτά που και σήμερα θεωρεί αποκλειστικά δικά της; 

Κάποιοι προφανώς θα ρωτήσουν: Και τι πρέπει να κάνουμε; Να διακινδυνεύσουμε την πολεμική περιπέτεια; Το ερώτημα είναι «αφοπλιστικό» για εκείνους που νομίζουν ότι, η σθεναρή και σταθερή απάντηση, στις παραβατικές του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών, τουρκικές αιτιάσεις θα οδηγήσει σε άμεση πολεμική σύγκρουση. Όμως, είναι προφανές ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν λειτουργούν με αυτή την λογική.  

Κατ’ αρχάς, ακόμη και ο Ερντογάν και κάθε Ερντογάν,  δεν είναι τόσο «τρελός» ώστε να φτάσει στα άκρα, με την ευκολία και την επιπολαιότητα που του αποδίδουν όσοι νομίζουν ότι, εάν διακόψουμε την άνευ όρων επίδειξη καλής θέλησης και τον διάλογο, θα κηρύξει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στον Έβρο το 2020 και το πρόγραμμα εξοπλισμού των Ενόπλων μας Δυνάμεων, επιβεβαιώνουν τον προβληματισμό που προκαλεί στον Ερντογάν μια αποφασιστική και δυναμική στάση έναντι των προκλήσεών του. 

Όμως, η εξακολούθηση ενός ατέρμονος, απρόσφορου και αναποτελεσματικού διαλόγου, που χωρίς να επιλύει το οποιοδήποτε πρόβλημα, αναμφίβολα αποθρασύνει την άλλη πλευρά και  καταλήγει να δίνει την εντύπωση, αν μη τι άλλο, ότι δεν θεωρούμε τόσο σημαντικές, όσο πράγματι είναι, τις εκάστοτε τουρκικές προκλήσεις, κάθε άλλο παρά συνεισφέρει στην αναγκαία προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Και τούτο διότι, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση της επίλυσης των προβλημάτων, ενισχύεται διαρκώς η εντύπωση ότι, ακόμη και οι παράλογες και προφανώς αντιτιθέμενες στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες τουρκικές αξιώσεις, μακροπρόθεσμα μπορούν να αποκτήσουν μια οιονεί νομιμοποιητική βάση, οφειλόμενη στην ανοχή της ελληνικής πλευράς, η οποία εύκολα θα μπορεί να θεωρηθεί, μελλοντικά, από τον διεθνή παράγοντα, ως λόγος ικανός, που θα επιβάλει την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων «για χάρη της ειρήνης και της συνεργασίας» στην περιοχή… 

Έχουμε τα «τρανταχτό» παράδειγμα του Μακεδονικού: Η χρόνια ανοχή μας στις διαρκείς προκλήσεις των Σκοπιανών και η αποφυγή συστηματικής επίκλησης και καταγγελίας των προκλήσεων αυτών στα διεθνή fora, η παράλειψη καταγγελίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και η θετική στάση μας στην προοπτική εισόδου της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς άρση του «Μακεδονισμού», κατέληξαν στην «μακεδονική» ονομασία, ταυτότητα και γλώσσα των γειτόνων μας, όταν βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος, που ονομάζεται Τσίπρας, στην κατάλληλη θέση…  

Διότι, όταν ο διεθνής παράγων «εθίζεται» σε μια διαρκή προκλητικότητα, που δεν βρίσκει σθεναρή αντίσταση και ανάλογες αποφασιστικές ενέργειες από την άλλη πλευρά, ασφαλώς και θα θεωρήσει «αναγκαίες» κάποιες παραχωρήσεις, προκειμένου να υπάρξει, «επί τέλους», μια, «αδιάφορη» για τους άλλους, συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Μια συμφωνία που θα απαλλάξει την διεθνή κοινότητα από ένα πρόβλημα, το οποίο την απασχολεί συνεχώς στα διεθνή fora, αλλά ουδόλως ενδιαφέρει τις χώρες που βρίσκονται μακριά από το πρόβλημα και δεν έχουν κανένα λόγο να συμπάσχουν με τις ανησυχίες των άλλων!… Και έτσι, αντί να πιέζεται ο προκλητικός και ασύδοτος, θα πιέζεται ο υπομονετικά και παθητικά ανεχόμενος τις προκλήσεις και τις παράλογες αξιώσεις…  

Όμως υπάρχει και ένας άλλος λόγος που επιβάλλει την αναθεώρηση της στάσης μας σχετικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο: Και ο λόγος αυτός δεν είναι λιγότερο σημαντικός. Αντιθέτως, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, διότι έχει σχέση με την διαμόρφωση της ψυχολογίας του λαού και της νοοτροπίας με την οποία αντιμετωπίζει τις προκλήσεις σε βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της χώρας. 

Είναι γεγονός ότι, ένας ολόκληρος κόσμος πολιτικών, πανεπιστημιακών, αναλυτών, δημοσιογράφων, δημοσιολογούντων και πολιτικολογούντων,  επιδιώκουν την εύκολη τακτοποίηση των εθνικών μας θεμάτων και επιθυμούν την επίλυση των «ελληνοτουρκικών διαφορών», ακόμη και με «κάποιες παραχωρήσεις» εκ μέρους μας. Ο γραπτός και ηλεκτρονικός τύπος, το διαδίκτυο και τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια βρίθουν  αναλύσεων και προτάσεων, που βασίζονται στην παραδοχή κάποιων, έστω, τουρκικών αξιώσεων ως δικαίων, με «αφοπλιστικά» επιχειρήματα του τύπου: «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική θάλασσα», «δεν μπορεί να τα θέλουμε όλα δικά μας», «η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη και δεν μπορούμε να αρνούμαστε την πραγματικότητα» κλπ, κλπ. Όσοι δε αρνούνται να αποδεχθούν αυτή την ηττοπαθή και ασφαλώς ενδοτική στάση, εύκολα καταγγέλονται ως «ακροδεξιοί», «Ελληναράδες» και «υπερπατριώτες», έτσι ώστε, χωρίς να συζητούνται οι απόψεις τους και οι αντιρρήσεις τους, να αποκτούν την «ρετσινιά», που αποκλείει τον αντίλογό τους από τον «διάλογο» των, υποτίθεται, «πολιτικά ορθώς» σκεπτομένων… 

Αυτή η πρακτική, που έχει ζωή τουλάχιστον τριών δεκαετιών, από την οδυνηρή νύκτα των Ιμίων (1996), έχει σταδιακά υποβαθμίσει, στην συνείδηση της κοινής γνώμης, την τουρκική απειλή και, κυρίως, την σημασία που έχει, για την υπόσταση της χώρας, η έννοια της εθνικής μας κυριαρχίας. Η διαρκής επανάληψη, ως λογικά αναγκαίας και εθνικά επωφελούς, μιας προοπτικής επίλυσης του συνόλου των «ελληνοτουρκικών διαφορών»  (διατύπωση καθαρά τουρκικής επινόησης, σε αντίθεση με την επίσημη ελληνική θέση για μια και «μόνη διαφορά», αυτή της υφαλοκρηπίδας) έχει αδρανοποιήσει τα αντανακλαστικά μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης σχετικά με τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, έτσι ώστε πολλοί, αφελώς, να πιστεύουν ότι ελάχιστη σημασία έχει η παραχώρηση ή η απεμπόληση κάποιων εξ αυτών, για την ζωή τους και για το μέλλον τους. Πρόκειται για απαράδεκτη αντίληψη, που μπορεί να φαντάζει, στα μάτια εκείνων που ναρκισσεύονται για την «αυθεντία» τους, ως λογική, επιβεβλημένη και, κυρίως, ως εθνικά συμφέρουσα, αλλά, στην πραγματικότητα, διαμορφώνει κλίμα ενδοτισμού και ηττοπάθειας, το οποίο κάθε άλλο παρά συντηρεί το, αναγκαίο για κάθε λαό, εθνικό φρόνημα ενώ, παράλληλα, ανοίγει δρόμους σε επικίνδυνους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. 

Συνεπώς, ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν μπορεί να συνεχίζεται, χωρίς στοιχειώδεις προϋποθέσεις και χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως αυτό μπορεί να ορισθεί μόνον με βάση το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.  Και δεν μπορεί, ενώ διεξάγεται αυτός ο διάλογος, να επαναλαμβάνονται ή να αυξάνονται οι τουρκικές προκλήσεις και η μόνη επίσημη δική μας αντίδραση να είναι η εμμονή μας στον διάλογο διότι, θεωρητικά, «ο διάλογος δεν βλάπτει» και, αντιθέτως, «κάνει καλό διότι μειώνει τις εντάσεις». Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύσει μακροπρόθεσμα, αφού εύκολα μπορεί να «κοιμίσει» συνειδήσεις, να «απονεκρώσει» αντιστάσεις και  να αδρανοποιήσει τις αναγκαίες για την προστασία των εθνικών συμφερόντων δυνάμεις…