Σκέψεις για την αντιμετώπιση της εκτός Σχεδίου Δόμησης… Του Σταύρου Χρ. Τσέτση

1184

Του Σταύρου Χρ. Τσέτση*

Ένα από τα πλέον κρίσιμα, επίμονα και διαχρονικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο πολεοδομικός σχεδιασμός, αποτελεί η αποτροπή των εξωαστικών φαινομένων των αλόγιστων «οικιστικών κηλίδων» και των «χωρικών μορφωμάτων», που αναπτύσσονται εκτός των οργανωμένων πολεοδομικά περιοχών/ οικιστικών ορίων: των κτιριακών δηλ. συστάδων εκείνων, που διαμορφώθηκαν από την εκτός Σχεδίου δόμηση/ παρεκκλίσεις, καθώς και την έκνομη οικοδομική δραστηριότητα.

Διέξοδος στον ατελέσφορο προγραμματισμό, αναζήτηση ποιότητας ή αυξημένη πρόσοδος

Η εκτός Σχεδίου δόμηση -αυτή που η σχετική νομοθεσία επιτρέπει σε εξωαστικές περιοχές με γενικούς κανόνες-, προκύπτει πρωτίστως από:

  • Την ανάγκη ικανοποίησης μιας οικιστικής ζήτησης –ενίοτε έντονης- μη δυνάμενης κατά κανόνα να καλυφθεί από τους υφισταμένους χωρικούς υποδοχείς των θεσμοθετημένων Σχεδίων/ Ορίων.

  • Την αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης «εκτός των τοιχών», σε σχέση με τους δομημένους ιστούς.

  • Την επιδίωξη (θεωρούμενων ως ασφαλών) προσόδων, από τη μετατροπή αγροτοτεμαχίων κυρίως, σε οικοδομήσιμα οικόπεδα/ακίνητα.

Τα υψηλό κόστος της άλογης (εξω)αστικής διάχυσης.

Ωστόσο η μορφή αυτή δόμησης, ενέχει υψηλό και πολύπλευρο κόστος –δημόσιο και ιδιωτικό. Απαιτεί την, εκτεταμένη γεωγραφικά, δημιουργία και λειτουργία:

  • Βασικών δικτύων υποδομών: μεταφορών, ενέργειας, ύδρευσης & (σε βάθος χρόνου) αποχέτευσης ομβρίων & ακαθάρτων και τηλεπικοινωνιών, έως τουλάχιστον πρόσφατα.

  • Κοινωνικού εξοπλισμού –μεσοπρόθεσμα- και οργάνωσης δημόσιων και ελεύθερων χώρων & πρασίνου.

Δίχως να υπολογιστεί το κόστος της κτιριακής υποβάθμισης ή και (της μερικής) εγκατάλειψης περιοχών, από τη μη χρήση του υπάρχοντος οικοδομικού πλούτου, λόγω της «εξόδου» δραστηριοτήτων και λειτουργιών «extra muros».

Πέραν της προαναφερθείσας σπατάλης της απρογραμμάτιστης περιαστικοποίησης -και σε ένα βαθμό της προαστικοποίησης- κατά κανόνα, προκαλείται αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος και τοπίων, έντονη όταν αυτή σημειώνεται σε ευρεία κλίμακα. και όχι σπάνια συνοδεύεται από αισθητική υποβάθμιση, ιδίως σε «Τόπους» που κουβαλούν Μνήμες της Ιστορίας & του Μύθου.

Παράλληλα, αυτός ο τύπος ανάπτυξης, ουδόλως εγγυάται κατάλληλες συνθήκες προστασίας από ακραία φυσικά φαινόμενα – τις οποίες καλούνται, θεσμικά, να καλύψουν οργανωμένα, τα Χωρικά Σχέδια.

Γενικά δεν διασφαλίζονται οι αστικές ποιότητες ενός «Urbs».

Αναπόφευκτα ερωτήματα.

Η εξεταζόμενη θεματική, εγείρει κρίσιμα και αλληλοσυνδεόμενα ερωτήματα, στην κορυφή των οποίων βρίσκονται:

  • Η γενεσιουργός αιτία της άλογης διάχυσης, αντιμετωπίζεται σε αειφόρο βάση;

  • Συγκρατείται η οικοδομική δυναμική με το υφιστάμενο θεσμικο-διοικητικό πλαίσιο;

  • Ποια η αντίστοιχη Ευρωπαϊκή εμπειρία, δεδομένων των (κοινών) κοινοτικών δεσμεύσεων και του θεσμικού κεκτημένου της ΕΕ;

  • Ποια χωροταξική άρθρωση ή τυπολογία θα δώσει τη θέση της σε ένα ενδεχόμενο περιορισμό ή και κατάργηση της εκτός Σχεδίου δόμηση. Και κυρίως:

  • Ένας γενικός «αφορισμός» στην εξωαστική δόμηση, τι «παράπλευρες» επιπτώσεις θα επιφέρει;

Η μήτρα των χωρικών στρεβλώσεων: Η «σοβιετοποίηση» του συστήματος σχεδιασμού και το δραματικό έλλειμα ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.

Η επικέντρωση της ανάπτυξης σε συγκεκριμένες εδαφικές ενότητες/ οικισμούς/ αστικά κέντρα – πόλους/ μητροπόλεις (και στο εσωτερικό αυτών) -παρόλες τις εφαρμοζόμενες πολιτικές της ΕΕ που ενισχύουν την οικονομική, κοινωνική & εδαφική συνοχή- δημιουργεί ισχυρές οικιστικές πιέσεις σε συγκεκριμένες περιοχές. δεδομένων δε των αγκυλώσεων του υφιστάμενου συστήματος παραγωγής οργανωμένων χωρικών υποδοχέων, η δόμηση «εξωθείται», κατά τρόπο ακόμη και βίαιο, εκτός Σχεδίου -τόσο οργανικά ή και με αναπτυξιακούς θύλακες για επενδύσεις κλίμακος- όσο και «γκρίζα», ακόμη και έκνομα. Αυτός είναι και ο πυρήνας της όλης προβληματικής. που συστηματικά αγνοείται.

Το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία/ Έκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη» (14/11/2020), παρότι μεταξύ των στόχων εστιάζει στη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων, σημειακά μόνον αναφέρθηκε στην άλλη διάσταση της Περιφερειακής Ανάπτυξης: στις Χωροταξικές ανισορροπίες -τη μήτρα του εξεταζόμενου προβλήματος- κάνοντας παράλληλα υπόδειξη, δίχως συνοδευτική τεκμηρίωση- για τον περιορισμό της εκτός Σχεδίου δόμησης.

Εκφράστηκε έκτοτε η θέση, αρμοδίων αυτή τη φορά και από (ημι) επίσημα «χείλη», η πρόθεση για μία γενικευμένη κατάργησή της.

Η «excommunication» μιας γενικευμένης εξωαστικής δόμησης: Αντινομίες και υποκρισία, ενός στρεβλού συστήματος.

Είναι πρόδηλο ότι οι ανορθολογικές αυτές μορφές “extra muros” διάχυσης, οφείλουν να αντιμετωπιστούν. Ωστόσο, μπορεί να ισχύσει –και ιδίως να εφαρμοστεί- μια γενικευμένη κατάργηση, η οποία να αγνοεί την τοπική πραγματικότητα και τις εγχώριες προοπτικές; Την ιδιοσυστασία των ειδικών εδαφικών τυπολογιών κάθε τόπου;

Στην ίδια μοίρα, μπορεί να κατηγοριοποιηθούν η περιαερολιμενική περιοχή στα Μεσόγεια και οι ορεινοί όγκοι στα Τρίκαλα Κορινθίας; Είναι οι ίδιες εδαφικές ανάγκες στο Κεντρικό Ζαγόρι και στο βόρειο τμήμα και στις παρυφές της Μητροπολιτικής πολεοδομικής συνάθροισης των Ιωαννίνων; Ή εκείνες της Κρητηνίας και του Μονολίθου στη Ρόδο, με αυτές της Αφάντου και της Νότιας Ρόδου;

Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη για διαφοροποιημένους όρους και προϋποθέσεις της χωρικής «διόγκωσης» κάθε οικιστικού/ πολεοδομικού τύπου.

Σε διαφορετικές «Urbis» τυπολογίες, θα πρέπει να αναζητηθούν διαφοροποιημένες λύσεις ανάπτυξης, στις περιπτώσεις εκείνες, που Χωροταξικά, θα θεωρηθεί σκόπιμη η επέκταση, αντί της επανοργάνωσης του υπάρχοντος δομημένου ιστού.

Η σχεδιαστική αντιμετώπιση διαφοροποιείται. Διαπίστωση, η οποία δεν αναιρεί τη γενική κατεύθυνση συγκράτησης των ανέλεγκτων πιέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να καλυφθούν σε υφιστάμενα κελύφη, που θα υποδειχθούν από τον σχετικό Χωροταξικό Σχεδιασμό, κατά περίπτωση, σε τοπική κλίμακα.

Για μία πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση θα πρέπει να σταθεί κανείς σε ένα καίριο ζήτημα:

«Δαμάζεται» μία καλπάζουσα οικιστική δυναμική;

Αξίζει να σταθεί κανείς στην στρατηγική που ακολουθήθηκε στις ισχυρές μεταπολεμικά ροπές αστικοποίησης, προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από τον υπόλοιπο χώρο της επικράτειας τους:

Στη Βρετανία -χώρα με εδραία παράδοση πολεοδομικού σχεδιασμού- η προσπάθεια αναχαίτησης του οξύτατου «κύματος» (δημογραφικού, οικονομικού, παραγωγικού) προς το Λονδίνο, στηρίχτηκε στην πολιτική των «New Towns Policy». Με αποτελέσματα μετά δεκαετίες, αφού η λογική τηρήθηκε πρόδηλο με προσαρμογές από τις εναλλασσόμενες κυβερνήσεις, οι στόχοι να προσεγγιστούν.

Το Παρίσι, ακολούθησε μία σχετικά αντίστοιχη μητροπολιτική στρατηγική, με έμφαση στην ανάπτυξη του περιφερειακού της χώρου.

Η χώρα μας στη δεκαετία του ΄80 –πιο «γήινα»- σε περιοχές με εμφανή αναπτυξιακή πίεση, επινόησε γύρω από τις ενδιαφερόμενες ενότητες, τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου. π.χ. στα Κολύμπια της Ρόδου, (ΖΟΕ) –η οποία τηρουμένων των «μέτρων και αναλογιών», λειτούργησε στον οικιστικό και στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο.

Παραδείγματα αποτελεσματικής αντιμετώπισης με ενδιαφέρον, αποτελούν ως συνολικές ενότητες η Σύμη, η Νίσυρος, η Λίνδος, καθώς, ως ενδοαστικό παράδειγμα η Παλαιά Πόλη της Ρόδου. Υπεύθυνος φορέας το ΥΠΠΟ, με παράδοση στην ανθεκτικότητα σε ισοπεδωτικές πρακτικές. Ή και το Ζαγόρι, όπου το σχετικό διάταγμα και οι διοικητικοί φορείς, διέσωσαν μία μοναδική κληρονομιά, από φαινόμενα διαβρωτικού «sprawl».

Αστική ανάκτηση versus επεκτάσεων ή συνδυασμός;

Το δίλημμα της διοχέτευσης της οικιστικής δυναμικής με επεκτάσεις ή ανάκτηση, είναι ξεπερασμένο.

Αναφορικά με τη διοχέτευση της δυναμικής -και ειδικότερα το δίλλημα εντός των υφισταμένων ορίων ή επεκτάσεων ή συνδυασμός- έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψης:

Η πρώτη, με προεξέχοντα τον κ. Κ. Α. Δοξιάδη, κατευθύνει τις αναπτυξιακές τάσεις σε νέες ολοκληρωμένες εδαφικές ενότητες, συνεχείς, -εξαιρετικά μελετημένες και συναρθρωμένες ιεραρχικά- υπό μορφή ενός πολεοδομικού «continuum». προσαρμόσιμου στις τάσεις ως προς το μέγεθος.

Η δεύτερη προσέγγιση, με επισπεύδοντες τους Pier Luigi Cervellati, στην πρωτεύουσα της Emilia Romagna και τον Giancarlo de Carlo στο Urbino, ακολούθησε μία διαμετρικά αντίθετη πρακτική:

Προώθησε τις τάσεις διόγκωσης της οικοδομικής ζήτησης, στους υφιστάμενους ιστούς –τα αστικά κενά και (τα) άδεια ή εγκαταλελειμμένα κελύφη κτιρίων.

Επανάχρηση vs επεκτάσεων; Η εμπειρία τόσο της Bologna, όσο και του Palermo, στα αντίστοιχα Ρυθμιστικά Σχέδια ευθύνης του πρώτου, καταδεικνύουν την αναγκαιότητα τόσο της ανάκτησης του υφιστάμενου δομημένου περιβάλλοντος, όσο και την «εκτός των τοιχών» ανάπτυξη, παράλληλα -σχεδιαστική αρχή, η οποία συνδέεται άμεσα με το εξεταζόμενο θέμα. επιτεύξιμη προγραμματικά, μόνον μέσω Χωρικών Σχεδίων.

Η διεθνής εμπειρία και τα Ελληνικά θεσμικά «κενά».

Στην Ευρωπαϊκή εμπειρία, στις χώρες με παράδοση σχεδιασμού/ προγραμματισμού, οι όροι και οι προϋποθέσεις χρήσεων γης/ δόμησης και λειτουργίας (και) εξωαστικά, καθορίζονται επακριβώς από τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια, (όρος που στο παρόν αναφέρεται συμβατικά: Master Plans, Piani Regolatori Generali, Plans dAmenagement). Απαρέγκλιτα. κατά κανόνα, αφορά στο σύνολο των εδαφικών ενοτήτων των οικείων ΟΤΑ, οι οποίοι είναι και αρμόδιοι του σχεδιασμού. Αντίθετα από τη χώρα μας, η οποία επικαλούμενη τις Συνταγματικές δεσμεύσεις –σύμφωνα με τις οποίες ο πολεοδομικός προγραμματισμός είναι ευθύνη του κράτους- αγνοεί την θεμελιώδη Ενωσιακή αρχή της επικουρικότητας. υπενθυμίζεται ότι κατά την τελευταία, καμία αρμοδιότητα δεν εκχωρείται σε διοικητικά ανώτερο επίπεδο, εφόσον μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικότερα σε κατώτερο. Φαινόμενα «σοβιετοποίησης», ανασταλτικά σε κάθε εγχείρημα ρύθμισης του χώρου της Επικράτειας.

Η ανάδυση μιας νέας αστικότητας και η πλάνη της «συμπαγούς πόλης». Ποια χωροταξική τυπολογία για τον εξωαστικό χώρο;

Τον «αστικό τόπο στέγασης», που χαρακτήριζε την πολεοδομική πραγματικότητά έως τις απαρχές του 19ου αιώνα, ακολούθησε η δυναμική των διαρκώς επεκτεινόμενων αστικών συναθροίσεων, ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης και της ραγδαίας προόδου των μέσων μεταφοράς. κύριο χαρακτηριστικό της: η διαρκής διόγκωση «a tache dhuile» ή με την μορφή ορθογώνιων, ακτινικών, γραμμικών ή μικτών τυπολογιών. ή υπό μία άλλη οπτική, ανάπτυξη καθ’ ύψος ή επεκτατική. Ασφαλώς, ανάλογα με τα κριτήρια, θα μπορούσαν να καταγραφούν και άλλες κατηγοριοποιήσεις.

Με αφορμή την επέκταση του Λονδίνου, ο Richard Rogers πρότεινε -ή ορθότερα επαναδιατύπωσε την «Compact City»- την Συμπαγή Πόλη, την οποία ο Peter Hall χαρακτήρισε περισσότερο πολιτική παρά τεχνική πρόταση.

Σημειώνεται ότι η ιστοριογραφία με αυτόν τον όρο χαρακτήρισε το γιγαντωμένο πολεοδομικό μόρφωμα της βιομηχανικής πόλης στη Βρετανία, στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι (ιδιαίτερα) ανθυγιεινές συνθήκες της οποίας, οδήγησαν οραματιστές αρχιτέκτονες και πολεοδόμους, να προτείνουν εναλλακτικές προτάσεις για την βέλτιστη πόλη: «Giudad Lineal» (Soria Y Mata), «Ville Industrielle» (Le Corbusier), «Broadacre City» (F.L. Wright), «Garden City» (E. Howard), για να αναφερθούν οι πλέον προβεβλημένες.

Μπορεί η «Συμπαγής Πόλη» -ως συγκροτημένο Πολεοδομικό «Urbis», να αποτελέσει το αντίδοτο versus μιας παθογενούς αστικής διάχυσης (sprawl); Ναι, όχι ωστόσο ως η μοναδική, αλλά ως μία εκ των πολλών εναλλακτικών πολεοδομικής διάταξης- οι οποίες διασφαλίζουν την συνεκτικότητα του ιστού. που αποτελεί το ζητούμενο.

Και ουδόλως ως βολική επινόηση –προσαρμοζόμενη, ως « Deus ex machina», για όλες τις περιπτώσεις, αδιάκριτα. Προβαλλόμενη ενίοτε -παράλληλα με την πλήρη κατάργησή της εξωαστικής δόμησης- ως το αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο της «ιδανικής πόλης» του αύριο, με όρους ωστόσο αλλοτινών εποχών.

Η εκτός σχεδίου δόμηση αντιμετωπίζεται ad hoc σχεδιαστικά, δεν αφορίζεται.

“… Οι χωρικές ενότητες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από

διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης των ανθρώπινων εγκαταστάσεων,

να λειτουργήσουν για να υλοποιηθούν στόχοι αποτελεσματικότητας,

για να προωθηθούν στρατηγικές ανάπτυξης,

για να διασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης…

…η διαδικασία χωρικής διάχυσης, της κατοικίας, των δραστηριοτήτων,

των υπηρεσιών, αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο (για να)…

οικοδομηθούν σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις.

Ένας διαφορετικός τρόπος να παράγεις “πόλη” .

Francesco Indovina(i)

Η συνεκτικότητα των παρεμβάσεων versus ενός ενιαίου τύπου, κατάλληλου για κάθε επέκταση, συνιστά το κλειδί της όποιας πολεοδομικής τυπολογίας επιλεγεί για κάθε αστικό κέντρο, «ad hoc». Και η πεμπτουσία της «νέας αστικότητας».

Διαφοροποιημένες Λύσεις κατά περίπτωση: περιορισμός, δραστική μείωση, απαγόρευση.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία κατέδειξε επαρκώς, ότι η αδυναμία επεκτάσεων, δίχως παράλληλη δυνατότητα ικανοποίησης της ζήτησης, πέραν των ιδιοκτησιακών θεμάτων, επιφέρει συρρίκνωση της προσφοράς κατοικίας/ δραστηριοτήτων, με συνέπεια: την αύξηση τιμών αγοράς/ ενοικίασης, μείωσης των εναλλακτικών τύπων προσφοράς χώρων προορισμένων για αστικές λειτουργίες. και –για ορισμένες χώρες- έκρηξη της «γκρίζας» και αυθαίρετης δόμησης («abusivismo»). Όπως και την (δραματική) αύξηση των πυκνοτήτων –μία ουσιαστικά αγνοημένη πλην νευραλγική, παράμετρος στον σχεδιασμό- στις υφιστάμενες εντός Σχεδίου/ Ορίων ενότητας –με τρόπους νόμιμους (ή μη, στην Ελληνική πρακτική).

Σε μία χώρα όπως η δικής μας, όπου η έκταση και η γεωμορφολογία της, επιτρέπουν την απορρόφηση των πιέσεων με επεκτάσεις, με χαμηλούς Συντελεστές Δόμησης, μία πλήρης κατάργηση, θα επιφέρει πιθανότατα αποτελέσματα, αντίθετα με τις προγραμματικές προθέσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και ειδικότερα:

  • τα χωροταξικά δεδομένα της χώρας,

  • τις τρέχουσες οικιστικές τάσεις, από διετίας ισχυρές σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος,

  • την ελλειμματική επάρκεια του μηχανισμού «οικοδόμησης» κατάλληλων υποδοχέων και τις ιδιαίτερα σχοινοτενείς και συχνότατα ατελέσφορες διαδικασίες Πολεοδόμησης/ Πράξεων Εφαρμογής,

  • την απολύτως αναγκαία προστασία και ανάδειξη του Ελληνικού Τοπίου, των ευαίσθητων περιοχών, τους «Τόπους» της Μνήμης και της Ιστορίας, -την ίδια της την ταυτότητα,

θεωρείται ότι ο ενδεδειγμένος κεντρικός προσανατολισμός για την «extra muros» δόμηση, θα πρέπει να είναι: περιορισμός, δραστική μείωση ή και απαγόρευση, «ad hoc», μέσω τοπικών πολεοδομικών εργαλείων . και ουδόλως ο γενικός αφορισμός της κατάργησής της, αδιακρίτως ειδικών ή εγχώριων χαρακτηριστικών.

Οι υφιστάμενες χωρικές τυπολογίες και οι υποδιαιρέσεις τους –Μητροπολιτικές περιοχές/ Πολεοδομικά συγκροτήματα/ Αστικά Κέντρα μεσαίου και μικρού μεγέθους, Οικισμοί, ημιαστικά και ημιαγροτικά κέντρα, συστάδες, αγροτική γη, γη υψηλής παραγωγικότητας, δασικού ενδιαφέροντος, περιοχές με μεγάλες κλίσεις, χώρος πέριξ αρχαιολογικών πάρκων, κ.α.- αποτελούν επιπρόσθετους λόγους, που επιβάλουν κατηγοριοποιήσεις των ρυθμίσεων για κάθε ειδική χωρική ενότητα.

Το κατάλληλο χωροταξικό εργαλείο, οφείλει να είναι σαφώς, τοπικής κλίμακας. ακόμη και σε ειδικές περιπτώσεις, όπως οι Ιστορικοί Τόποι/ Μνημεία/ Ιστορικά Κέντρα/ περιοχές ιδιαίτερου Περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, ή χωρικές ενότητες που απαιτούν (πλέον) την εισαγωγή κριτηρίων φέρουσας ικανότητας- η τοπική κοινωνία θα πρέπει να έχει την πρέπουσα βαρύτητα.

Εν κατακλείδι: η εξωαστική, ανορθολογική γενικά, οικιστική διάχυση, οφείλει να ελεγχθεί σχεδιαστικά. Η κατεύθυνση είναι προδήλως κεντρική και συγκεκριμενοποιείται στη βάση πρωτίστως του τοπικού χωροταξικού σχεδιασμού και για κάποιες ειδικές περιπτώσεις, περιφερειακά. με τα πολεοδομικά εργαλεία, σε ρόλο εξισορρόπησης της ενδοαστικής πραγματικότητας και των δυνατοτήτων & των εξωαστικών τάσεων και προοπτικών, κατά τρόπο συγκροτημένο και ισορροπημένο συνολικά.

Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει –επιτακτικά- την αναθεμελίωση του λεγόμενου συστήματος Χωρικού Προγραμματισμού της χώρας. και σε επίπεδο λήψεως αποφάσεων την «αποσοβιετοποίηση» του, σενάριο τεχνικά, απολύτως εφικτό, μεσο-βραχυχρόνια. Και ουδόλως «χάρτινες», αλλά ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Και την άρση θεσμικών αντινομιών:

Είναι δυσκόλως αντιληπτές αποφάσεις του ΣτΕ, που αφενός «κατανοούν» την αυθαίρετη δόμηση και αφετέρου άλλες αποφάσεις που τείνουν να «αναθεματίσουν» την νόμιμη εξωαστική οικοδομική δραστηριότητα.

Σε διαφορετική υπόθεση εργασίας, η «επινόηση των τακτοποιήσεων» και των λεκτικών παραλλαγών της -με εξαίρεση τους επενδυτικούς θύλακες-, δύσκολα δεν θα εξελιχθεί ως ο κύριος τρόπος δόμησης εξωαστικά. Και εδώ, οι «αμύντορες» που υποστηρίζουν αδάπανα την ολική κατάργησή της –παρόλες τις αδιαμφισβήτητα καλές προθέσεις- θα έχουν μερίδιο της ευθύνης. Υποτιμώντας ότι μια πολεοδομική πολιτική -ως πολιτική-, παραμένει η «τέχνη του εφικτού».

(Επανα)φέροντας ευαίσθητα ζητήματα συμβατότητας ορισμένων χωροταξικών πρακτικών στη χώρα, με «θολό» -όχι μόνον περιβαλλοντικά- πρόσημο, με τις Συνθήκες της ΕΕ.

ΠΗΓΕΣ

i() Σταύρος Τσέτσης: «Αστική δομή και κινητικότητα. Η εξέλιξη του αστικού οδικού δικτύου, ως δημόσιου χώρου». στο «Πράσινες μετακινήσεις στις πόλεις» (Συλλογικό έργο). Επιμέλεια: Σταύρος Χρ. Τσέτσης. Πρόλογος Daniel CohnBendit. Εκδόσεις Παπαζήση 2013.

*Πολεοδόμος