SOS εκπέμπουν γεωργία και κτηνοτροφία για τα αυξημένα κόστη… Της Αλεξάνδρας Γκίτση

203

Της Αλεξάνδρας Γκίτση

Στη Χαλάστρα, μια κωμόπολη που βρίσκεται δυτικά της Θεσσαλονίκης και απέχει 20 χιλιόμετρα από αυτή, ξεκίνησε εδώ και λίγες ώρες η σπορά ρυζιού, που θα διαρκέσει όλο τον μήνα. Όμως εφέτος, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι 1.000 ορυζοκαλλιεργητές της Χαλάστρας και των γύρω περιοχών, που παράγουν το 50% της εγχώριας παραγωγής ρυζιού, δηλαδή περί τις 80.000 τόνους ετησίως, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να σπείρουν τις ποσότητες που καλλιεργούσαν στο παρελθόν.

Όπως λέει στο Euro2day.gr ο Γιώργος Μπότας, Γραμματέας του Β’ Συνεταιρισμού Χαλάστρας Ορυζοπαραγωγών και ορυζοπαραγωγός ο ίδιος, εφέτος η παραγωγή θα είναι 30% χαμηλότερη σε σχέση με πέρυσι, όχι μόνο στη Χαλάστρα αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα, λόγω της σημαντικής αύξησης στο κόστος παραγωγής, που κάνει ασύμφορη τη συγκεκριμένη καλλιέργεια.

«Πέρυσι καταναλώναμε πετρέλαιο στο 1,15 ευρώ το λίτρο και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχει πάει στα 1,86- 1,90 το λίτρο. Εκεί όμως που οι ανατιμήσεις έχουν ξεφύγει, είναι στα λιπάσματα. Πέρυσι ένας τόνος λίπασμα κόστιζε από 300 έως 400 ευρώ, ανάλογα τον τύπο, και εφέτος κοστίζει από 1.000 ευρώ και πάνω», αναφέρει.

Αυτή η ψαλίδα κάνει τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, σύμφωνα με τον κ. Μπότα, ασύμφορη για τους παραγωγούς, ακόμη και με τις σημερινές τιμές παραγωγού που κινούνται στα επίπεδα των 45 λεπτά. Οι συγκεκριμένες τιμές αφορούν την περσινή παραγωγή, όταν το κόστος παραγωγής δεν ήταν σε αυτά τα επίπεδα. Όμως ακόμη και αυτή η τιμή ή οποιαδήποτε τιμή κάτω από τα 50 λεπτά το κιλό για τη νέα παραγωγή του 2022 δεν καλύπτει τα αυξημένα κόστη καλλιέργειας, λέει ο κ. Μπότας.

Το 2019, οι τιμές παραγωγού κινούνταν στα 28-36 λεπτά το κιλό, στα 27-28 λεπτά το κιλό υποχώρησαν το 2020, οι τιμές της περσινής σοδειάς που υπάρχει στις αποθήκες και συνεχίζουν να πωλούνται κινούνται στα 45 λεπτά ενώ το επόμενο διάστημα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν και άλλο. Μέχρι στιγμής, οι ορυζοπαραγωγοί της Χαλάστρας έχουν πουλήσει τα 2/3 της περσινής παραγωγής τους, πάνω από τις ποσότητες που είχαν πουληθεί πέρυσι το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, λέει ο κ. Μπότας.

Κάτι που έρχεται σε αντίθεση με όσα είπε προ ημερών στο Euro2day.gr γνωστός βιομήχανος του κλάδου που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ποσότητες που πουλάνε οι ορυζοπαραγωγοί είναι 50% κάτω από τις ποσότητες που ζητά. Στην ερώτησή μας αν αυτή η μείωση της προσφερόμενης ποσότητας, από την πλευρά των ορυζοπαραγωγών, μειώνει την παραγωγή του εργοστασίου του, ο ίδιος απέφυγε να δώσει μια σαφή απάντηση.

Η εγχώρια αγορά, σύμφωνα με τον κ. Μπότα, καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της, μέχρι και σήμερα, από το εγχωρίως παραγόμενο ρύζι ενώ είναι ελάχιστες οι εισαγωγές και αφορούν κυρίως στα αρωματικά ρύζια όπως είναι το μπασμάτι. Όμως αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του κ. Μπότα για μείωση της παραγωγής κατά 30% τη φετινή χρονιά, αυτό θα σημάνει αυτόματα αύξηση στις τιμές παραγωγού, αλυσιδωτή ανατίμηση στις τιμές καταναλωτή και υποκατάσταση της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγόμενο προϊόν.

Ήδη αρκετοί ορυζοπαραγωγοί της Χαλάστρας έχουν αρχίσει να στρέφονται σε άλλες καλλιέργειες όπως είναι το βαμβάκι και το καλαμπόκι, λέει ο κ. Μπότας.

Το κόστος για την παραγωγή βαμβακιού είναι πολύ μικρότερο από αυτό που επωμίζεται ο παραγωγός που σπέρνει ρύζι. Η καλλιέργεια είναι πιο εύκολη, απαιτούνται μικρότερες ποσότητες λιπασμάτων ενώ τα συμβόλαια που προσφέρουν σήμερα τα εκκοκκιστήρια φθάνουν στα 95 λεπτά το κιλό, όταν τα προηγούμενα χρόνια κινούνταν στα 35-40 λεπτά. Καλύτερες αποδόσεις για τον παραγωγό έχει και η καλλιέργεια καλαμποκιού, όπου η Ελλάδα είναι ελλειμματική.

«Με τις συνθήκες που επικρατούν στην Ουκρανία, υπάρχει ζήτηση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Αυτό έχει οδηγήσει τις τιμές παραγωγού στο καλαμπόκι στα 35-40 λεπτά το κιλό, όταν πριν 1,5 χρόνο ήταν στα 18-20 λεπτά το κιλό», λέει ο κ. Μπότας, ο οποίος παραδέχεται ότι η παραγωγή καλαμποκιού είναι ακριβό σπορ, λόγω του κόστους παραγωγής, όμως ο υπερδιπλασιασμός των τιμών αφήνει ικανοποιητικό εισόδημα.

Προβλήματα και στα όσπρια

Οι παραγωγοί ρυζιού δεν είναι οι μόνοι που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην παραγωγή λόγω της αύξησης του κόστους. Ούτε οι μόνοι που στρέφονται σε άλλες καλλιέργειες. Όπως λέει ο Κωνσταντίνος Καραγεωργίου, ο γενικός διευθυντής της βιομηχανίας 3α, οι παραγωγοί φασολιών της Καβάλας δήλωσαν ότι δεν θα φυτέψουν τα χωράφια τους, λόγω των πολύ υψηλών τιμών στα λιπάσματα. Το euro2day.gr επικοινώνησε με τον κ. Κλέαρχο Σαραντίδη, γενικό διευθυντή της ΕΑΣ Καβάλας, ο οποίος μας είπε ότι το πρόβλημα με την παραγωγή φασολιών στην περιοχή δεν είναι τωρινό. «Η μείωση έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, όταν η είσοδος στην αγορά των Ανατολικών χωρών “έσπασε” την τιμή και ανάγκασε τους παραγωγούς να μετακινηθούν σε άλλες καλλιέργειες όπως είναι αυτή των ακτινιδίων», αναφέρει. Όπως λέει ο κ. Κλέαρχος Σαραντίδης, «η παραγωγή φασολιών της Καβάλας έχει σχεδόν μηδενιστεί. Από 2.000 τόνους που παράγαμε τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα η παραγωγή έχει μειωθεί στους 100 τόνους».

Σε κίνδυνο η κτηνοτροφία

Για τον Νίκο Δημόπουλο, πρόεδρο του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Καβάλας, η μείωση της παραγωγής στην κτηνοτροφία οφείλεται σε έναν συνδυασμό πραγμάτων, με τις τιμές των ζωοτροφών να αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα. «Για να σου δώσω ένα παράδειγμα να καταλάβεις, τον χειμώνα αγοράζαμε 20 λεπτά τα τριφύλλια και τώρα έχει 20 λεπτά το άχυρο, που δεν έχει καμία διατροφική αξία, το δίνουμε για να γεμίζει η κοιλιά του ζώου», λέει.

Το σιτηρέσιο για ένα μοσχάρι κρεατοπαραγωγής μπορεί να φθάσει και τα 6 έως 10 κιλά την ημέρα ενώ είναι πολλαπλάσιο για τις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής. Σήμερα το σιτηρέσιο μιας αγελάδας γαλακτοπαραγωγής, σύμφωνα με στοιχεία της φυλής Χολστάιν, φθάνει τα 7,5 ευρώ την ημέρα, από 5-5,5 ευρώ που ήταν το αντίστοιχο διάστημα έναν χρόνο πριν. Όμως όπως λέει ο κ. Δημόπουλος, το κόστος των ζωοτροφών δεν είναι το μοναδικό που έχει αυξηθεί το τελευταίο διάστημα. Για τα αρμεκτήρια, τους εργάτες, συντήρηση μηχανημάτων, ρεύματα, κ.α. πλήρωνε 1.000 ευρώ τον μήνα, πλέον πληρώνει 3.000 ευρώ ενώ το πετρέλαιο από 1,25-1,30 ευρώ έχει φθάσει στο 1,90 ευρώ το λίτρο.

Το υψηλό κόστος έχει κάνει ασύμφορη την παραγωγή και ο κτηνοτρόφος, σύμφωνα με τον κ. Δημόπουλο, έχει δύο δρόμους: ή να συνεχίσει να χρεώνεται ταΐζοντας με υποκατάστατα το ζώο, το οποίο έτσι έχει χαμηλότερη απόδοση, ή να μειώσει το ζωικό κεφάλαιο.

«Από το 2015 έως και το τέλος 2021 που υπάρχουν επίσημα στοιχεία, το ζωικό κεφάλαιο στην αιγοπροβατοτροφία έχει μειωθεί κατά 31%. Είχαμε 1,1 εκατ. ζώα και τώρα έχουμε 800.000 και κάτι», λέει ο κ. Δημόπουλος που γεννήθηκε, μεγάλωσε και εργάστηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε την κτηνοτροφία μετά τα 30 του χρόνια.

Όμως η μείωση του ζωικού κεφαλαίου έρχεται σε συνέχεια της ερήμωσης της υπαίθρου. «Όταν δεν μπορείς να ζήσεις και να επιβιώσεις, δεν θα μείνεις. Τα χωριά μας έχουν ερημώσει. Πού να δεις τα Πομακοχώρια. Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις δεν μπορούν να το διανοηθούν τι συμβαίνει, νομίζουν ότι εδώ είναι τα κορόιδα, οι αγράμματοι που θα μείνουν», λέει.

Την ίδια ζοφερή εικόνα μάς μεταφέρει και ο αιγοπροβατοτρόφος Δημήτρης Μόσχος, που είναι μέλος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) και του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Φέτας. «Το τελευταίο διάστημα σφάζονται αρκετά ζώα εδώ στη Δυτική Μακεδονία. Μόνο στην Καστοριά έχουν οδηγηθεί στη σφαγή 2.500 παραγωγικά ζώα από 75.000 που υπήρχαν ενώ 8 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με σύγχρονους στάβλους που δημιουργήθηκαν την τελευταία 20ετία έχουν κλείσει», λέει. Ο ίδιος εκτιμά ότι «ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε».

Για τον κ. Μόσχο, που εκτός από 1.200 ζώα διαθέτει τυροκομική μονάδα και πέντε καταστήματα λιανικής σε Θεσσαλονίκη και Καστοριά, όπου σκέφτεται να κλείσει κάποια γιατί δεν βγαίνει, το γεγονός ότι σφάζονται και ζώα αναπαραγωγής -σ.σ. το 16% του ζωικού κεφαλαίου είναι ζώα αναπαραγωγής- θα δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα και την επόμενη χρονιά. Η λύση της χωματερής, στην οποία οδηγούν αρκετοί παραγωγοί τα ζώα, είναι γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος διατροφής τους μέχρι αυτά, δηλαδή μετά από 1,5 χρόνο, να παραγάγουν γάλα.

Ο κ. Μόσχος όπως και αρκετοί άλλοι κτηνοτρόφοι έλαβαν πριν από λίγες ημέρες την ενίσχυση 2% επί του ετήσιου τζίρου τους που μοίρασε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα πακέτο 50 εκατ. ευρώ, το οποίο υπολείπεται σημαντικά από τα χρήματα που έδωσε η Ισπανία -176 εκατ. ευρώ- για το ίδιο ζωικό κεφάλαιο, αναφέρει ο κ. Μόσχος.

Όμως αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Η συγκεκριμένη ενίσχυση χαρακτηρίζεται άδικη από τους κτηνοτρόφους, με τους οποίους μίλησε το Euro2day.gr, διότι υπολογίζεται στον τζίρο και όχι στο ζωικό κεφάλαιο, αρκετοί κτηνοτρόφοι δεν την έχουν λάβει ακόμη, κάποιοι έχουν απορριφθεί χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο ενώ κάποιοι έχουν πάρει ενίσχυση 70 ευρώ για το ζώο και άλλοι 2 ευρώ.

Τα προϊόντα ΠΟΠ εκπέμπουν SOS

Η μείωση του ζωικού κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ποσοτήτων γάλακτος που εισκομίζουν οι κτηνοτρόφοι στα τυροκομεία. Μέχρι και τον Μάρτιο η πτώση άγγιζε το 16%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο πριν, ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να φθάσει και το 20%. Η μειωμένη παραγωγή έχει οδηγήσει σε αύξηση των τιμών τόσο του παραγωγού, η οποία δεν καλύπτει το αυξημένο κόστος όπως λένε οι κτηνοτρόφοι, όσο και του καταναλωτή. Η τιμή κιλού για το πρόβειο και το κατσικίσιο γάλα, με το οποίο φτιάχνεται π.χ. η φέτα, κινείται στο 1,20-1,30 ευρώ το κιλό, με την τιμή καταναλωτή να διαμορφώνεται στα επίπεδα των 9-10 ευρώ το κιλό και την τιμή της συσκευασμένης φέτας να προσεγγίζει σε κάποιες περιπτώσεις και τα 18 ευρώ το κιλό.

Η έλλειψη στην πρώτη ύλη πέρα από το αυξημένο κόστος παραγωγής θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα κυρίως μικρών τυροκομικών μονάδων, πιέζει τους μεγάλους και έχει οδηγήσει σε έλλειψη από το ράφι παραδοσιακά προϊόντα όπως είναι η γραβιέρα Νάξου.

Από τις αρχές της φετινής χρονιάς, η παραγωγή της ΕΑΣ Νάξου έχει μειωθεί κατά 7,7% λόγω των μικρότερων ποσοτήτων γάλακτος που εισκομίζουν οι παραγωγοί στον Συνεταιρισμό. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και η Ένωση Τυροκόμων Χανίων. Αποτέλεσμα, η παραγωγή σκληρών τυριών του συνεταιρισμού να μειωθεί από 960 τόνους που ήταν τον Φεβρουάριο του 2021 στους 584 τόνους τον Φεβρουάριο του 2022.

Πηγή: euro2day.gr