Σώτη Τριανταφύλλου: «Με συγκινούν πολύ οι μικροί θρίαμβοι»

933

Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει για τα βιβλία της «Η φυγή» και «Πιτσιμπούργκο» που κυκλοφορούν σε ανατυπώσεις αναθεωρημένα από τις εκδόσεις Πατάκη.

Η νουβέλα «Η φυγή», που είχε κυκλοφορήσει το 2004 από τις εκδόσεις Μελάνι, και το αφήγημα «Πιτσιμπούργκο» της Σώτης Τριανταφύλλου, που είχε κυκλοφορήσει το 2006 από τις εκδόσεις Αιγειάς (Χίος), κυκλοφορούν αναθεωρημένα από τις εκδόσεις Πατάκη. Στη «Φυγή», η ιστορία τοποθετείται στη μετεμφυλιακή Φωκίδα· όσο για το «Πιτσιμπούργκο», γραμμένο σε μορφή επιστολών στη χιώτικη διάλεκτο, είναι η ιστορία του Δημοσθένη και της Ελέγκως, ενός νιόπαντρου ζευγαριού από τη Χίο: ο Δημοσθένης έχει μεταναστεύσει στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, ενώ η νεαρή γυναίκα του περιμένει στο νησί το πολυπόθητο εισιτήριο του πλοίου για να τον συναντήσει στην Αμερική. Μέσα από την αλληλογραφία τους –που χρονολογείται από τις μέρες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου– καταγράφονται θραύσματα της μεταναστευτικής εμπειρίας στα τοπία του χάλυβα, καθώς και της τοπικής ιστορίας της Χίου.

–Πώς ήσουν την εποχή που κυκλοφόρησε το «Πιτσιμπούργκο» και «Η φυγή»; Πού ήσουν, τι σκεφτόσουν, πώς αισθανόσουν; Τι έχει αλλάξει σήμερα;
Έγραψα τη «Φυγή» στη Νέα Υόρκη όπου εργαζόμουν εκείνη τη χρονιά. Από το Μανχάτταν του 2003 σκεφτόμουν την Άμφισσα του 1951-52. Τι περίεργο… Αλλά όχι και τόσο: η οικογένειά μου έχει ρίζες στη Φωκίδα και βεβαίως έχω ακούσει τις πολύ οδυνηρές εμπειρίες των ανθρώπων από την περίοδο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Η δική μου ζωή δεν έχει αλλάξει πολύ από το 2003· σχεδόν καθόλου δηλαδή, αν εξαιρέσεις την ηλικία που ωστόσο, προς το παρόν, δεν έχει επιφέρει ανατροπές… Κάνω πάνω κάτω τα ίδια πράγματα: ξυπνώ νωρίς και γράφω βιβλία και άρθρα· κάπου κάπου μεταφράζω κάποιο βιβλίο· έχω περισσότερους φίλους απ’ όσους χωράνε στη μικρή μου ζωή· προσπαθώ να τα βγάλω πέρα όπως όλοι οι άνθρωποι. Πηγαίνω λίγο σπανιότερα στη Νέα Υόρκη και λίγο συχνότερα στο Μέμφις του Τεννεσσή όπου περνάω δυο τρεις μήνες τον χρόνο.
Το «Πιτσιμπούργκο» το έγραψα για τους Χιώτες όταν μου παραπονέθηκαν σε ένα βιβλιοπωλείο ότι δεν γράφω συχνά για την Ελλάδα. Τους είπα ότι θα γράψω, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά ειδικά για τη Χίο. Και τους έκανα δώρο το βιβλιαράκι. Στην ανατύπωση, βάλαμε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία από τον γάμο της γιαγιάς μου και του παππού μου το 1916. Μεγάλη πλάκα… Η γιαγιά με παρασόλ, μουτρωμένη… Τότε, στις φωτογραφίες δεν χαμογελούσαν όπως τώρα. Ούτε έκαναν, φυσικά, γκριμάτσες και κερατάκια στον φακό όπως κάνω εγώ σαν να είμαι δεκάχρονο.

–Υπάρχει κάτι κοινό που συνδέει τους ήρωες των βιβλίων σου;
Δεν το έχω καλοσκεφτεί. Πάντως, γενικά, είναι άνθρωποι που αναζητούν και που διατηρούν την αξιοπρέπειά τους· που είναι ήρωες της καθημερινότητας. Με συγκινούν πολύ οι μικροί θρίαμβοι.

–Οι πόλεις, οι τόποι, τι ρόλο παίζουν;
Με αφορμή έναν τόπο πλέκεις την ιστορία ή είναι οι άνθρωποι που σε εμπνέουν και πάνω τους στηρίζεις την μυθοπλασία; Σίγουρα υπάρχει έντονη sense of place. Οι τόποι είναι ταυτοχρόνως χαρακτήρες των ιστοριών: η Αφρική στο «Λίγο από το αίμα σου», το Λονδίνο στο «Άλμπατρος», το Λος Άντζελες στη «Φτωχή Μάργκο», το Μπρούκλυν στο «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», η Αθήνα στο «Για την αγάπη της γεωμετρίας», η συνοικία της Φωκίωνος Νέγρη στο «Άκου το λιοντάρι», η Αλάσκα στο «Γράμμα από την Αλάσκα»… Ίσως πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι η Νέα Υόρκη στα «Κινέζικα κουτιά», ένα βιβλίο που έγραψα για την ίδια την πόλη στη χειρότερη χρονιά της πρόσφατης ιστορίας της, το 1989. Ή το «Σικελικό ειδύλλιο» – φαίνεται από τον τίτλο… Η Σικελία, το χωριό που έχω ονομάσει Ριβοντόρο είναι driving character.
Καθώς δεν έχω ησυχία και κάθε τόσο εγκαθίσταμαι κάπου αλλού, δημιουργώ σχέσεις με διαφορετικούς τόπους: ας πούμε ότι έχω τρομερή ευχέρεια ένταξης στις πόλεις· τις οικειοποιούμαι και νιώθω άνετα παντού. Νομίζω ότι αυτό συμβάλλει στη sense of place που γίνεται φανερή στη μυθοπλασία.

–Στην ψηφιακή εποχή θεωρείς ότι η λογοτεχνία έχει φύγει από τη «μόδα»;
Κι όμως εκδίδονται περισσότερα βιβλία από κάθε άλλη ιστορική περίοδο. Η βιομηχανία του βιβλίου είναι τεράστια ακόμα και στην Ελλάδα. Οι σημερινοί νέοι, όπως οι νέοι κάθε εποχής, δεν είναι ομοιογενής ομάδα: μερικοί διαβάζουν, άλλοι δεν διαβάζουν. Έτσι κι αλλιώς, στην ψηφιακή εποχή έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος με τον οποίον διαβάζουμε όλοι μας, μεγάλοι και μικροί. Νομίζω ότι το βιβλίο, και μάλιστα το βιβλίο σε χαρτί, αντέχει παρά τις τεχνολογικές και άλλες κοινωνικές εξελίξεις.

–Ετοιμάζεις κάποιο νέο μυθιστόρημα;
Μάλιστα. Μέχρι πριν από λίγες μέρες είχε working title «Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη Οδό», αλλά μάλλον δεν θα τον κρατήσω διότι τελευταία έπεσαν πολλά ζώα στους τίτλους: λιοντάρια, καρχαρίες, κοριοί… Δεν ξέρω αν πρέπει να προστεθεί κι ένα γουρούνι – και μάλιστα τυφλό. Ποια είναι η γνώμη σου; 

Πηγή: athensvoice.gr