Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Γιατί ο Κινέζος δικτάτορας ομόλογός του τον αντιμετωπίζει με καχυποψία; Γιατί έξι Ρώσοι ολιγάρχες μέσα σ’ ένα οκτάμηνο πέθαναν «μυστηριωδώς»;
Όποιος θέλει να βρει τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να μελετήσει την πορεία της ρωσικής οικονομίας τα 15 τελευταία χρόνια. Θα πρέπει πολύ σχολαστικά να αναζητήσει τις αρθρώσεις του συστήματος Πούτιν στην οικονομία και την πολιτική και να δει πόσο βάθος έχει.
Είναι γεγονός ότι, βραχυπρόθεσμα, η μείωση των εισαγωγών στη Ρωσία ενισχύει το ρούβλι και ως έναν βαθμό ευνοεί την εσωτερική παραγωγή. Σε πρώτη φάση έτσι, το καθεστώς Πούτιν μπορεί να παρουσιάζει άνοδο του ΑΕΠ και να ειρωνεύεται τη Δύση. Παραλείπουν όμως οι σχολιαστές να μας πουν σε ποιους τομείς αυξάνεται η ρωσική παραγωγή και υπό ποιες συνθήκες.
Στο επίπεδο αυτό, τα πράγματα δυσκολεύουν. Για έναν πρώτο και πολύ απλό λόγο. Στην πουτινοκρατία, οι επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα περιθώριο ελεύθερης λήψης αποφάσεων. Τελούν υπό μαφιόζικου τύπου προστασία και στην ουσία είναι υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου.
Ο περιορισμός της πρόσβασης της Ρωσίας στη μικροηλεκτρονική, τα τσιπ, και τους ημιαγωγούς κατέστησε σχεδόν αδύνατη την παραγωγή αυτοκινήτων και αεροσκαφών. Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο, η ρωσική κατασκευή αυτοκινήτων μειώθηκε κατά ένα εκπληκτικό ποσοστό 90%, ενώ η πτώση στην παραγωγή αεροσκαφών ήταν παρόμοια. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή όπλων, η οποία όπως είναι λογικό αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Οι προσδοκίες ότι οι νέες εμπορικές διαδρομές μέσω Κίνας, Τουρκίας και άλλων χωρών που δεν συμμετέχουν στο καθεστώς κυρώσεων θα αντιστάθμιζαν την απώλεια των δυτικών εισαγωγών αποδείχθηκαν λανθασμένες. Το ασυνήθιστα ισχυρό ρούβλι είναι ένα μήνυμα ότι τα κανάλια εισαγωγών από την πίσω πόρτα δεν λειτουργούν. Εάν οι εισαγωγές έρχονταν στη Ρωσία μέσω κρυφών καναλιών, οι εισαγωγείς θα αγόραζαν δολάρια, στέλνοντας το ρούβλι προς τα κάτω. Χωρίς αυτές τις κρίσιμες εισαγωγές, η μακροπρόθεσμη υγεία της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας της Ρωσίας θα είναι τραγική.
Ακόμη πιο σημαντικό από τις δυτικές τεχνολογικές κυρώσεις είναι το γεγονός ότι η Ρωσία εισέρχεται αδιαμφισβήτητα σε μια περίοδο κατά την οποία η πουτινική παρεοκρατία παγιώνει την εξουσία της στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό προετοιμαζόταν εδώ και πολύ καιρό.
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που έπληξε τη Ρωσία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της G20, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ουσιαστικά εθνικοποίησε μεγάλες επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τις έθεσε υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο – σε άλλες περιπτώσεις, τις έθεσε υπό την εποπτεία των κρατικών τραπεζών. Για να παραμείνουν υπό την εύνοια της κυβέρνησης, οι εταιρείες αυτές αναμένεται να διατηρούν πλεόνασμα εργαζομένων στις μισθοδοσίες τους. Ακόμη και στις επιχειρήσεις που παρέμειναν ιδιωτικές, στην ουσία απαγορεύτηκε να απολύουν υπαλλήλους.
Αυτό παρείχε οικονομική ασφάλεια στον ρωσικό λαό – τουλάχιστον προς το παρόν – και αυτή η σταθερότητα αποτελεί κρίσιμο μέρος του συμβολαίου του Πούτιν με τους ψηφοφόρους του. Αλλά μια οικονομία στην οποία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να εκσυγχρονιστούν, να αναδιαρθρωθούν, και να απολύσουν υπαλλήλους για να αυξήσουν τα κέρδη τους θα παραμείνει στάσιμη. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας από το 2009 έως το 2021 ήταν κατά μέσο όρο 0,8% ετησίως χαμηλότερη από την περίοδο των δεκαετιών του 1970 και του 1980 που προηγήθηκε της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης.
Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, οι ρωσικές επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν ρυθμίσεις που τους αποστερούσαν επενδύσεις. Οι προηγμένες βιομηχανίες, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, και οι επικοινωνίες -δηλαδή εκείνες που θα επωφελούνταν περισσότερο από την ξένη τεχνολογία και τις ξένες επενδύσεις- αντιμετώπιζαν τους μεγαλύτερους περιορισμούς.
Για να επιβιώσουν, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνταν σ’ αυτό τον χώρο ήταν αναγκασμένες να διατηρούν στενούς δεσμούς με κυβερνητικούς αξιωματούχους και γραφειοκράτες. Σε αντάλλαγμα, οι κυβερνητικοί προστάτες εξασφάλιζαν ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν αντιμετώπιζαν ανταγωνισμό. Έθεσαν εκτός νόμου τις ξένες επενδύσεις, ψήφισαν νόμους που επιβάρυναν τους ξένους που δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία, και ξεκίνησαν έρευνες εναντίον εταιρειών που λειτουργούσαν χωρίς κυβερνητική προστασία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, στρατηγοί και υψηλόβαθμοι γραφειοκράτες -πολλοί απ’ αυτούς φίλοι του Πούτιν – έγιναν πολυεκατομμυριούχοι. Το βιοτικό επίπεδο των απλών Ρώσων, αντίθετα, δεν βελτιώθηκε την τελευταία δεκαετία.
Από την έναρξη του πολέμου, η κυβέρνηση έχει σφίξει ακόμη περισσότερο τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα. Ξεκινώντας από τον Μάρτιο, το Κρεμλίνο έθεσε σε εφαρμογή νόμους και κανονισμούς που δίνουν στην κυβέρνηση το δικαίωμα να κλείνει επιχειρήσεις, να υπαγορεύει αποφάσεις για την παραγωγή και να καθορίζει τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων. Η μαζική επιστράτευση των νεοσύλλεκτων στρατιωτικών που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο παρέχει στον Πούτιν ακόμη ένα όπλο για να ασκήσει πίεση στις ρωσικές επιχειρήσεις, διότι για να διατηρήσουν το εργατικό τους δυναμικό, οι ηγέτες των εταιρειών θα πρέπει να διαπραγματευτούν με κυβερνητικούς αξιωματούχους ώστε να διασφαλίσουν ότι οι υπάλληλοί τους θα εξαιρεθούν από την επιστράτευση.
Μέσα σ’ αυτό το αποπνικτικό πλαίσιο για μια οικονομία και μια κοινωνία, το μέλλον της ρωσικής οικονομίας είναι άδηλο. Για να αναπτυχθεί η μετά-την-Ουκρανία Ρωσία, θα χρειαστεί όχι μόνο σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το είδος του νέου ξεκινήματος που έκανε η Ρωσία το 1991.
Η κατάρρευση του σοβιετικού κράτους κατέστησε τους θεσμούς εκείνης της εποχής άσχετους. Ακολούθησε μια μακρά και επώδυνη διαδικασία οικοδόμησης νέων θεσμών, αύξησης της κρατικής ικανότητας και μείωσης της διαφθοράς – μέχρι που ο Πούτιν ήρθε στην εξουσία και τελικά διέλυσε τους θεσμούς της αγοράς και έχτισε το δικό του σύστημα πατρονίας.
Το μάθημα είναι ζοφερό: η Ρωσία και ο λαός της πάνε πολύ πίσω.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.