Της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Δραματικές διαστάσεις αναμένεται να προσλάβει η ενεργειακή κρίση εξαιτίας της πολεμικής σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας, με άμεσες επιπτώσεις στον πληθωρισμό, στην ανάπτυξη που θα επιβραδυνθεί, καθώς και τα δημόσια οικονομικά στις ευρωπαϊκές οικονομίες, που θα υποστούν μεγάλη επιβάρυνση.
Σε αυτό το σκηνικό, που περιγράφει ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας και επικεφαλής της Επιτροπής Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Γιώργος Σταθάκης, υπογραμμίζει ταυτόχρονα την ανάγκη να ληφθεί άμεσα ένα μείγμα μέτρων, για την ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που πλήττονται ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021: πλαφόν στην αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗΔΕΗ -3,07%, ρυθμιστικούς κανόνες από τη ΡΑΕ για ένα εξάμηνο, ώστε αφενός, η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος να αντανακλά το κόστος των παραγωγών, συν ένα μικρό ποσοστό κέρδους και αφετέρου, κανόνες εφαρμογής της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στη λιανική αγορά, επιλεκτική μείωση φόρων κατανάλωσης και μεγαλύτερη στήριξη των φτωχότερων, εισοδηματικά, καταναλωτών.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr, ο κ. Σταθάκης εκφράζει την άποψη ότι είναι αναπόφευκτες οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική του target model, ώστε να ανταποκριθεί στη σημερινή πραγματικότητα της ενεργειακής κρίσης, τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της εποπτικής και ρυθμιστικής λειτουργίας της ΡΑΕ, υπεραμύνεται της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων για περισσότερα χρόνια, υπό την παρούσα συγκυρία, διατυπώνει διαφορετικές θέσεις για τις ενεργειακές αποκρατικοποιήσεις, αποδίδει την εγκατάλειψη του EastMed στις νέες προτεραιότητες του αμερικανικού παράγοντα για τις εξαγωγές LNG και εκφράζει την πεποίθηση ότι η σημερινή κρίση θα οδηγήσει σε αναθεωρήσεις και νέες πρωτοβουλίες για την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στη χώρα μας.
Να ξεκινήσουμε με την επικαιρότητα. Βιώνουμε εδώ και μήνες την ενεργειακή κρίση. Τώρα προκύπτει και το ουκρανικό. Πόσο αλληλένδετα μπορεί να αποδειχθούν και ποιες συνέπειες αναμένεται να προκύψουν;
«Η ενεργειακή κρίση που προηγήθηκε του ουκρανικού εκπορευόταν από τη δυσαρμονία προσφοράς και ζήτησης, καθώς οι μεγάλες οικονομίες ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη έχουν ανακάμψει πλήρως στα προ COVID επίπεδα και η προσφορά, ηθελημένα ή άθελα τους, από ΗΠΑ και Ρωσία, που ελέγχουν το μισό της παγκόσμιας παραγωγής, υστερεί.
Με την ουκρανική κρίση μπορεί να λάβει δραματικές διαστάσεις. Ειδικά για την Ευρώπη, που είναι ο μεγάλος εισαγωγέας φυσικού αερίου. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία είναι δεδομένη, καθώς εισάγει το 40% των αναγκών της από εκεί. Η αδυναμία αναπλήρωσης του κενού από άλλους προμηθευτές είναι, επίσης, δεδομένη.
Το πρώτο κύμα κυρώσεων αφορά στην απαγόρευση δανεισμού του κράτους (ομόλογα) και των ρωσικών επιχειρήσεων από δυτικές πηγές, και την αναστολή λειτουργίας των ρωσικών τραπεζών σε δυτικές οικονομίες. Το εμπορικό είναι το κρίσιμο, και αυτό εξαρτάται απόλυτα από το σύστημα Swift, από την πληρωμή των εμπορευμάτων με δολάρια ή ευρώ. Εάν ενεργοποιηθεί το Swift, μερικώς ή καθολικά, τότε θα πρόκειται για «εμπορικό εμπάργκο», άρα ακύρωση μέρους ή του συνόλου, των εισαγωγών-εξαγωγών. Στο Ιράν, το οποίο είναι η μοναδική χώρα που εξοβελίστηκε από το Swift, αφορά στο σύνολο του εμπορίου, πλην φαρμάκων και ορισμένων άλλων αγαθών. Στο προκείμενο αφορά φυσικά πρωτίστως στο φυσικό αέριο, τις πρώτες ύλες και τα σιτηρά.
Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή κρίση θα κλιμακωθεί γρήγορα και αυτό συνεπάγεται πληθωρισμό, επιβράδυνση της ανάπτυξης και μεγάλη επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών στις ευρωπαϊκές οικονομίες».
Το δυσβάστακτο, πλέον, ενεργειακό κόστος πλήττει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Εάν έσκαγε στα χέρια σας η «καυτή» πατάτα της ενεργειακής κρίσης τι θα κάνατε, πώς θα το διαχειριζόσαστε;
«Όπως γνωρίζετε, στις ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζονται έξι κατηγορίες μέτρων. Ρυθμιστικές παρεμβάσεις στη χονδρική και στη λιανική αγορά, τιμολόγηση με πλαφόν στις κρατικές εταιρείες ενέργειας, έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των ιδιωτικών εταιρειών ενέργειας, μείωση φόρων επί της ενέργειας και στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών. Συνεπώς, πρώτον, θα μπορούσε να μπει πλαφόν στην αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗΔΕΗ -3,07%, η οποία έχει ευνοϊκό μείγμα στην παραγωγή της και ισχυρή παρουσία στη λιανική. Ό,τι έκανε, δηλαδή. η γαλλική κυβέρνηση με την EDF. Δεύτερον, η ΡΑΕ για έξι μήνες θα παρέμβαινε στη λειτουργία της ημερήσιας αγοράς ενέργειας, με ρυθμιστικούς κανόνες που να εγγυώνται ότι η τιμή στη χονδρική αντανακλά το κόστος των παραγωγών και ένα μικρό ποσοστό κέρδους. Τρίτον, η ΡΑΕ θα παρέμβαινε στην αγορά λιανικής και στους κανόνες εφαρμογής της Ρήτρας Αναπροσαρμογής. Τέταρτον, επιλεκτική μείωση φόρων κατανάλωσης. Πέμπτο, καθοριστική στήριξη των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών. Με μία λέξη, πρόκειται για ένα μείγμα μέτρων που θα εξομάλυνε και θα έλεγχε τις αυξήσεις των τιμών σε φυσικό αέριο και ρεύμα».
Η προετοιμασία για τη λειτουργία του target model έγινε επί της θητείας σας. Πόσο επιτυχημένο αποδεικνύεται στην πράξη; Μάλιστα, ορισμένα κράτη-μέλη, λόγω της ενεργειακής κρίσης, τάσσονται υπέρ της αλλαγής, έστω και προσωρινά, της αρχιτεκτονικής του. Ποια είναι η δική σας άποψη;
«Το target model φτιάχτηκε για να δημιουργηθεί μία δυνατή Προθεσμιακή Αγορά, με μακροχρόνια συμβόλαια μεγάλων καταναλωτών και προμηθευτών, αλλά και τη διαμόρφωση μιας αγοράς καταναλωτών με μεσοπρόθεσμα και μακροχρόνια συμβόλαια επιλογής μείγματος ενέργειας και τιμής. Ταυτόχρονα εδράζεται στην ενίσχυση της διασύνδεσης με τις αγορές γειτονικών χωρών, εν προκειμένω της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Τίποτα από αυτά δεν ολοκληρώθηκε. Συνεπώς η αγορά έμεινε ίδια, όπως παλιά.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου λειτουργεί το target model εδώ και χρόνια, η ενεργειακή κρίση ανέδειξε ως προβληματική την ίδια τη λειτουργία της αγοράς, που εδράζεται στο κριτήριο της «οριακής τιμολόγησης» και των «αγορών spot». Σχεδιάστηκαν προ 30ετίας και αναπόφευκτα επιβάλλεται να γίνουν αλλαγές, πιο συμβατές με την σημερινή πραγματικότητα. Προς στιγμή η Ευρώπη το αναβάλλει, αλλά εάν η ενεργειακή κρίση συνεχιστεί, που θα συνεχιστεί, οι αλλαγές θα είναι αναπόφευκτες».
Γίνεται πολύς λόγος για την απολιγνιτοποίηση, το έχετε θέσει και εσείς ως ζήτημα. Με τα σημερινά δεδομένα και καθώς, όπως φαίνεται, οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα διατηρηθούν για πολύ καιρό ακόμη, θα υποστηρίζατε και για πόσο χρόνο ακόμη τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων;
«Ως γνωστόν, το Εθνικό Σχέδιο Μετάβασης του 2018, που είχε εγκριθεί από την Κομισιόν, προέβλεπε σταδιακή απόσυρση των μονάδων με την ημερομηνία λήξης της κάθε μονάδας, πρακτικά μέχρι το 2028 οι πιο πολλές και το 1932 μία ή δύο, με τη διατήρηση μόνο της Πτολεμαΐδας V μέχρι το 2038. Η κεντρική ιδέα ήταν να αντικαθίσταται ο λιγνίτης, αυτό το 12% που είχε, δηλαδή, στο ενεργειακό μας μείγμα, με ΑΠΕ, διατηρώντας σταθερό το φυσικό αέριο. Μάλιστα, η ιδέα ήταν ότι τα νοικοκυριά και οι ενεργειακές κοινότητες θα επιτάχυναν τη μετάβαση στις ΑΠΕ, δίπλα στις πιο χρονοβόρες μεγάλες επενδύσεις. Η ΝΔ, αντίθετα, με τη βίαιη απολιγνιτοποίηση αδειοδότησε τέσσερις νέες ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, αντικαθιστώντας τον λιγνίτη με φυσικό αέριο και πρακτικά προσβλέποντας σε πιο αργή ανάπτυξη των ΑΠΕ. Αυτή η αλλαγή στρατηγικής κατέρρευσε με την ενεργειακή κρίση».
Να πάμε, λοιπόν, στη ΔΕH. Η ΝΔ κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι παρέδωσε μία χρεωκοπημένη ΔΕH. Στη συνέχεια, είδαμε τα μεγέθη της να ενισχύονται και να μειώνεται το ποσοστό του δημοσίου. Πώς κρίνετε την ιδιωτικοποίηση της ΔΕH, λειτουργεί ως εταιρία «απογαλακτισμένη» από την κρατική αγκάλη; Γενικότερα, ποια είναι η γνώμη σας για τις αποκρατικοποιήσεις που έγιναν, στον ΔΕΔΔΗΕ, τη ΔΕΠΑ Υποδομών και τις δρομολογούμενες, στη ΛΑΡΚΟ και την υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου, στην Καβάλα;
«Η ενεργειακή στρατηγική της ΝΔ, ήδη ως αντιπολίτευση, και φυσικά ως κυβέρνηση, ήταν μονοσήμαντη και αρθρώθηκε γύρω από την ιδιωτικοποίηση του 17% της ΔΕΗΔΕΗ -3,07%. Οπότε οι διατυπώσεις ότι η «ΔΕH καταρρέει», «μπαίνει μέσα 800 εκατομμύρια» και διάφορες άλλες «παρδαλές θεωρίες» που ανέπτυσσε ως αντιπολίτευση, ήταν προφανώς αβάσιμες. Μάλιστα, η ΔΕH μετουσιώθηκε σε μία «εξαιρετική κερδοφόρα εταιρεία», ελάχιστους μήνες μετά. Αρκεί να διαβάσει κάνει τις παρουσιάσεις που έκανε στους επενδυτές η ΔΕH, για την πώληση του 17% και τα στοιχεία που παρουσίασε για το 2017, 2018, και το 2019.
Η αλήθεια είναι ότι η ΔΕΗΔΕΗ -3,07% πιέστηκε συγκυριακά το 2018 από την κλιμάκωση των ΝΟΜΕ, τα οποία, όμως, έβαιναν προς κατάργηση. Η πολιτική των μηδενικών αυξήσεων στα τιμολόγια της ΔΕH για 4,5 χρόνια είναι γεγονός ότι δημιουργούσε αμφισημία στους ιδιώτες μετόχους, αλλά η στήριξη της πραγματικής οικονομίας και η δραματική μείωση της ενεργειακής φτώχειας αποτελούσαν καλύτερους στόχους. Τώρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι μέτοχοι είναι προσωρινά ικανοποιημένοι και τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δοκιμάζονται.
Για τις άλλες ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια θυμίζω ότι εμείς επιδιώξαμε στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα να μη πουληθεί το 17%της ΔΕH, να μείνει ο ΔΕΔΔΗΕ στη ΔΕΗΔΕΗ -3,07%, και η ΔΕΠΑ να διαχωριστεί σε Υποδομών και Εμπορίου, με την Υποδομών να μένει δημόσια. Τα επιχειρήματα μας εκπορεύονταν από την ευρωπαϊκή εμπειρία. Και τελικά αυτά συμφωνήθηκαν. Η ΝΔ γενικώς έχει την τάση να πουλάει assets χωρίς καμία άλλη μέριμνα περί ενεργειακής πολιτικής.
Για τη ΛΑΡΚΟ, υπενθυμίζω ότι οι μελέτες βιωσιμότητας που είχαμε, αφορούσαν στη λύση μέσω ενός στρατηγικού επενδυτή μειοψηφίας, εν δυνάμει αποδεκτής από την Κομισιόν, προκειμένου να ακυρωθεί το πρόστιμο, και η επίλυση των περιβαλλοντικών, ιδιοκτησιακών και των θεμάτων βιωσιμότητας. Η λύση που επέλεξε η ΝΔ είναι πρακτικά το κλείσιμο της εταιρείας και η ιδιωτικοποίηση των παγίων μαζί με την παραχώρηση δικαιωμάτων. Είναι μία λύση με δυσανάλογο κοινωνικό κόστος και μία εξίσωση με πολλές άγνωστες παραμέτρους, που δεν ξέρω πώς θα προχωρήσει.
Στο θέμα της υπόγειας αποθήκης της Καβάλας το θέμα είναι ένα. Ποιος «θα πληρώσει τον βαρκάρη». Εμείς αρνηθήκαμε να μεταφέρουμε στον καταναλωτή το κόστος της επένδυσης, με εγγυημένη απόδοση στον επενδυτή. Υποδείξαμε την αναγκαιότητα να καταδειχτεί η εμπορική αξία του έργου. Αν βγαίνει εμπορικά, φυσικά να γίνει και να επιδοτηθεί και η επένδυση. Αν δεν βγαίνει τότε δεν μπορεί να είναι ένα επενδυτικό σχέδιο που θα επιβαρύνει, έχω τον φόβο, στο μεγαλύτερο μέρος του τον καταναλωτή».
Η εποπτεία και η ρύθμιση της αγοράς είναι ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, το οποίο αναδείχθηκε λόγω των αναταράξεων από συσσωρευμένα χρέη. Ποια είναι η γνώμη σας, λειτουργούν ικανοποιητικά οι θεσμοί, προστατεύουν την αγορά από τυχόν ανεπιθύμητες εξελίξεις;
«Η ΡΑΕ υπάρχει για περιόδους αναταραχών και μη ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Σήμερα υπολείπεται κατά πολύ των απαιτήσεων. Η κριτική για υπερβολικά «παθητική» στάση είχε αρχίσει ήδη από τα τέλη του 2020 και φυσικά αφορά και στη διαχείριση της κρίσης του 2021. Πιστεύω ότι απαιτούνται νομοθετικές ρυθμίσεις που να ενισχύουν επιμέρους πλευρές της εποπτικής λειτουργίας και οφείλει να ενισχυθεί ο ρόλος της».
Κι ένα τελευταίο θέμα, για τον EastMed και τις έρευνες για υδρογονάνθρακες. Τι συνέβη και από την ευφορία και τις προσδοκίες του 2017 και εντεύθεν και μάλιστα με την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα, φθάσαμε στο σημείο να εγκαταλείπεται ο αγωγός και να μην συνιστούν άμεση προτεραιότητα οι έρευνες για υδρογονάνθρακες;
«Ο East Med ξεκίνησε ως ευρωπαϊκό project τεσσάρων χωρών. Η Ιταλία πρακτικά αποχώρησε με τον σχηματισμό της κυβέρνησης της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων στα μέσα του 2018. Αυτό αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό πλήγμα, διότι η Ιταλία είναι ο δεύτερος μεγάλος καταναλωτής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, η Κύπρος υπέγραψε συμφωνία για σύνδεση της με τον αγωγό που κατασκευάζει η Αίγυπτος, για τα δικά της κοιτάσματα, δημιουργώντας έτσι και εναλλακτική διαδρομή. Το Ισραήλ δεν έχει διέξοδο. Δεν μπορεί να πάει στην Τουρκία, μέσω Κύπρου ή Λιβάνου, και η δίοδος προς Αίγυπτο δεν είναι αδύνατη, αλλά είναι περίπλοκη. Υπήρξε μία σημαντική θετική καμπή στο έργο το 2019, με την τελική υπογραφή των τριών χωρών και την αμερικανική υποστήριξη. Τώρα εμφανώς υπήρξε μια σαφής υπαναχώρηση από τις ΗΠΑ, καθώς οι εξαγωγές του αμερικανικού LNG φαίνεται να έχουν πάρει απόλυτη προτεραιότητα.
Εντούτοις, η σημερινή κρίση δημιουργεί νέα δεδομένα για τις ενεργειακές στρατηγικές των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου και την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και πιστεύω ότι θα υπάρξουν και αναθεωρήσεις παλιών και νέων σχεδίων, καθώς και νέες πρωτοβουλίες».
Πηγή: euro2day.gr