Οι Εκδόσεις Παπαζήση παρουσίασαν το βιβλίο σε επιμέλεια
Γιάννου Παπαντωνίου
Στη Δίνη των Κρίσεων
Για το βιβλίο μίλησαν οι:
Γιάννος Παπαντωνίου
Πρόεδρος ΚΕΠΠ
Σωτήρης Ντάλης
Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Διεθνούς Πολιτικής
και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης,
Πρόεδρος Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής,
πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Την εκδήλωση συντόνισε ο Ηλίας Κανέλλης
Δημοσιογράφος, Εκδότης the books’ journal
Στην τοποθέτηση του ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου πρόεδρος ΚΕΠΠ τόνισε:
Ο συλλογικός τόμος του ΚΕΠΠ «Στη Δίνη των Κρίσεων» θέτει ένα καίριο ερώτημα: Πως η ανθρωπότητα, η Ευρώπη και, βέβαια, η δική μας χώρα μπορούν να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα των κρίσεων που άρχισαν να εκδηλώνονται με ολοένα αυξανόμενη ένταση τα τελευταία χρόνια; Οικονομικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές κρίσεις διαδέχονται η μια την άλλη αποσταθεροποιώντας τις κοινωνίες μας. Ταυτόχρονα επιδεινώνονται οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις συνθήκες της καθημερινής μας ζωής, που επίσης πιέζονται από μαζικές προσφυγικές ροές. Εξάλλου, η είσοδος νέων επαναστατικών τεχνολογιών, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, ανατρέπει εργασιακά πρότυπα και κινδυνεύει να αλλοιώσει τη ροή πληροφοριών που στηρίζουν τη λειτουργία οικονομικών, κοινωνικών αλλά και πολιτικών συστημάτων.
Ο συγχρονισμός της επέλασης όλων αυτών των κρίσεων δεν είναι πρωτοφανής. Και άλλες ιστορικές περίοδοι αντιμετώπισαν «πολυκρίσεις», που οδήγησαν σε παγκόσμιους πολέμους και σε άλλες επαναστατικές ανατροπές. Η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυρίας είναι ότι η παγκοσμιοποίηση έχει προχωρήσει με μεγάλη ταχύτητα, λόγω ραγδαίας τεχνολογικής προόδου στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, με αποτέλεσμα οι συνέπειες οποιασδήποτε αναταραχής, οικονομικής, υγειονομικής ή γεωπολιτικής, να διαχέονται σε πολύ μεγαλύτερα κλίμακα σε σύγκριση με το παρελθόν. Μέσω του διεθνούς εμπορίου και του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος φαινόμενα όπως η οικονομική ύφεση ή η έξαρση του πληθωρισμού εξαπλώνονται και, συχνά, εντείνονται σε παγκόσμια κλίμακα. Θανατηφόροι ιοί μεταφέρονται πολύ ευκολότερα – και γρηγορότερα – ανάμεσα στις χώρες του πλανήτη. Εξάλλου, εμπόλεμες συρράξεις, όπως ο ουκρανικός πόλεμος, μπορούν σχετικά εύκολα να επεκταθούν ή να ξεπεράσουν το κατώφλι της χρήσης πυρηνικών όπλων.
Η πολυκρίση του 21ού αιώνα δοκιμάζει τα παγκόσμια συστήματα σε δυo κυρίως επίπεδα: Το πρώτο είναι η ανθεκτικότητα των δομών. Στην οικονομία και την ασφάλεια αυτό σημαίνει ισχυρότερες υποδομές στις μεταφορές, τις επικοινωνίες, την πολιτική προστασία και το κοινωνικό κράτος – ιδιαίτερα στα συστήματα υγείας. Σημαίνει επίσης άσκηση ορθολογικής οικονομικής πολιτικής ώστε να αποφευχθούν λάθη, όπως δημοσιονομικοί εκτροχιασμοί ή πιστωτικές φούσκες, που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες κρίσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Χρειάζεται, επιπλέον, επικέντρωση της αναπτυξιακής πολιτικής στην πράσινη μετάβαση και στις τεχνολογίες του μέλλοντος, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Προτεραιότητες στον οικονομικό τομέα είναι η κατοχύρωση της σταθερότητας και η δημιουργία συνθηκών για μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη. Η ισχυρή οικονομία έχει θετικές προεκτάσεις στην άμυνα και την ασφάλεια καθώς επίσης και στην κοινωνική ανθεκτικότητα.
Το δεύτερο επίπεδο δοκιμασίας αφορά τη διεθνή συνεργασία. Η πράσινη μετάβαση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα καθώς και συντονισμό ενεργειών για την αποθάρρυνση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Όμως, η πρόοδος, με αναφορά ειδικότερα στην ανασύνταξη του ρυθμιστικού πεδίου, είναι αργή.
Στον γεωπολιτικό τομέα ο πόλεμος της Ουκρανίας αμφισβήτησε θεμελιώδεις αρχές και κανόνες της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης, ιδιαίτερα τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και το απαραβίαστο των συνόρων. Οι τόνοι έχουν ανέβει στο διεθνή διάλογο. Πληθαίνουν οι εστίες κίνδυνων για συγκρουσιακές εκβάσεις του νέου Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δυνάμεις του ‘αυταρχικού καπιταλισμού’ και τις ‘δημοκρατίες δυτικού τύπου’: Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανάδειξη της κινεζικής ισχύος σε συνδυασμό με την προσέγγιση των δύο ασιατικών υπερδυνάμεων, οικονομικοί κίνδυνοι λόγω εγγενούς αστάθειας της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και εξωτερικών παραγόντων (πανδημίες, κλιματική αλλαγή, αύξηση ανεργίας λόγω τεχνολογικής αλλαγής), δημιουργούν σωρευτικά δυναμική κρίσεων. Εντείνονται εξάλλου οι φόβοι ότι η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης θα πλημμυρίσει τη δημόσια σφαίρα από παραπληροφόρηση και θα καταστρέψει πολλές θέσεις ανθρώπινης εργασίας. Οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι και η κοινωνία πιο βίαιη, οδηγώντας σε άνοδο το επίπεδο των εντάσεων.
Ζούμε σε ένα επικίνδυνο κόσμο με αβέβαιες προοπτικές.
Η Ελλάδα περνάει, στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, μια μεταβατική φάση. Έχοντας μετά βίας επουλώσει τα βαριά τραύματα που προκάλεσε τόσο η ίδια η κρίση χρέους όσο και η ολέθρια διαχείρισή της, πρέπει να αντιμετωπίσει την επικίνδυνη έξαρση του τουρκικού επεκτατισμού παράλληλα με τη δίνη των διεθνών κρίσεων. Πρέπει να θωρακιστεί περισσότερο οικοδομώντας μια στερεότερη οικονομία, ισχυρότερη άμυνα και ανθεκτικότερους θεσμούς, και παράλληλα να χαράξει ένα οδικό χάρτη για τη βελτίωση της ζωής και των προοπτικών κάθε πολίτη και, κατεξοχήν, της νέας γενιάς.
Παιδεία, υγεία, κράτος πρόνοιας, Δικαιοσύνη, φορολογικό σύστημα έχουν ανάγκη ριζικής αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού των δομών με εισαγωγή νέων μεθόδων διοίκησης, καλύτερη εκπαίδευση του προσωπικού και αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού. Σε όλους αυτούς τους τομείς, η Ελλάδα υστερεί. Αξιοποιώντας τη σταθερότητα και τα χρηματοδοτικά οφέλη που απορρέουν από τη συμμετοχή της στο Ευρώ, πρέπει γρήγορα να καλύψει την υστέρηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Οι στόχοι είναι φιλόδοξοι. Για να τους πετύχουμε, χρειάζεται ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος, ώστε να αναβαθμιστεί η ποιότητα διακυβέρνησης. Σε αυτόν τον τομέα, τη διακυβέρνηση, διαπιστώνονται τα μεγαλύτερα εθνικά ελλείμματα, που εξηγούν τις υστερήσεις σε βασικούς δείκτες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Το βασικό πρόβλημα της χώρας παραμένει η αδυναμία των πολιτικών φορέων να εξελιχθούν σε κόμματα οργανωμένα δημοκρατικά, στενά συνδεδεμένα με τις κοινωνικές δυνάμεις, εξοπλισμένα με σύγχρονες ιδεολογίες και, κυρίως, ικανά να προσφέρουν αποτελεσματική διακυβέρνηση. Στην ιεράρχηση της εμπιστοσύνης που τρέφουν οι πολίτες για τους θεσμούς τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται στην τελευταία θέση με ποσοστό μόλις 16,5%. Εξάλλου, το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους δηλώνει ότι δεν θα ψηφίσει επιβεβαιώνει την απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται η εκλογική διαδικασία και τα πολιτικά κόμματα.
Έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος – η κυριότερη με την συνταγματική αναθεώρηση του 1975 μετά την πτώση της δικτατορίας. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει θετικό πρόσημο. Ήλθε, νομίζω, η στιγμή, μέσα στη δίνη των σημερινών κρίσεων, να αντιμετωπίσουμε τα σημεία όπου πραγματικά πάσχει το πολιτικό σύστημα, δηλαδή όχι τόσο τη λειτουργία του πολιτεύματος, αλλά τους όρους διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα: Εισαγωγή σταθερού εκλογικού συστήματος, συγκρότηση ψηφοδελτίων με λίστα υποψηφίων που θα διαμορφωθεί με ψηφοφορία μεταξύ οργανωμένων μελών, επέκταση της δημοκρατικής διαδικασίας στην ανάδειξη όλων των κομματικών οργάνων, εξασφάλιση διαφάνειας στα οικονομικά των κομμάτων. Μόνο ριζικές παρεμβάσεις θα πείσουν τους πολίτες ότι το πολιτικό σύστημα υπάρχει για να δίνει λύσεις στα προβλήματά τους και όχι (μόνο) για να νέμεται την εξουσία.
Η συνταγή είναι απλή, αλλά δύσκολη στην εφαρμογή. Χρειαζόμαστε καλύτερα κόμματα που μέσω της εναλλαγής τους στην εξουσία να εξασφαλίζουν καλύτερη διακυβέρνηση – δηλαδή αποτελεσματικότερη χάραξη και εφαρμογή των πολιτικών. Στην παρούσα φάση το βάρος αυτής της προσπάθειας πέφτει κυρίως στην ανασύνταξη του αδύναμου κρίκου του συστήματος, της κεντροαριστεράς.