Της Κατερινάς Δασκαλάκη*
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες στην μετά Covid εποχή αποτελούν αναμφισβήτητα η τεχνολογική πρόοδος, η παγκοσμιοποίηση, η κλιματική αλλαγή και η δημογραφική γήρανση, οι οποίες επιφέρουν ριζικές αλλαγές στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας.
Στην εποχή 4.0, η εντυπωσιακή πρόοδος που συντελείται σε πεδία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και η ικανότητα μάθησης των μηχανών συνεπάγεται σημαντικά οφέλη αλλά και προκλήσεις. Από την μία πλευρά, οι τεχνολογίες συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας, στη μείωση του κόστους παραγωγής αλλά και στην ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το εκτεταμένο κύμα αυτοματοποίησης αλλάζει τους ρόλους του ανθρώπινου παράγοντα και εγείρει το ζήτημα της προσαρμογής των δεξιοτήτων, λόγω των νέων αναγκών που δημιουργεί, αλλά και αυτών που παύουν να υφίστανται. Ορισμένες δεξιότητες αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, ενώ άλλες απαξιώνονται.
Σύμφωνα με τη μελέτη «The Future of Work in Europe» του McKinsey Global Institute (2020), 21 εκ. περίπου εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνται σε φθίνοντα επαγγέλματα, θα χρειαστεί μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια να συμμετέχουν σε προγράμματα επανακατάρτισης προκειμένου να μεταπηδήσουν σε διαφορετική επαγγελματική κατηγορία. Παράλληλα, 94 εκ. περίπου εργαζόμενοι (περίπου το 40% του Ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού) θα πρέπει μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια να αναβαθμίσουν τις δεξιότητές τους, καθώς το 20% των καθηκόντων που ασκούν κατά την εργασία τους αναμένεται να αυτοματοποιηθεί.
Ποια είναι όμως η κατάσταση στην αγορά εργασίας σε όρους δεξιοτήτων;
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Δείκτη Digital Economy and Society, η Ελλάδα υστερεί σε όρους ψηφιακής ωριμότητας (δημοσίου και επιχειρήσεων), και ψηφιακών δεξιοτήτων. Μόλις το 10% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι αρκετά ψηφιοποιημένες, ενώ η πλειονότητα (55%) επενδύει ελάχιστα σε ψηφιακές τεχνολογίες. Η χαμηλή επίδοση της Ελλάδας στα συστήματα δεξιοτήτων αποτυπώνεται και στον Ευρωπαϊκή Δείκτη Δεξιοτήτων του CEDEFOP, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα έχει τη 2η χαμηλότερη θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ. Τα στοιχεία της αγοράς εργασίας δείχνουν ότι οι σύγχρονες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες να βρουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για τις θέσεις εργασίας που διαθέτουν.
Σύμφωνα, άλλωστε, με πρόσφατη σχετική έρευνα του ΣΕΒ, το 36% των επιχειρήσεων αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας, ενώ το σημαντικότερο εύρημα ήταν η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτό ισχύει και για το ανθρώπινο δυναμικό που ήδη απασχολούν και, μάλιστα, σε ακόμη υψηλότερο ποσοστό. Οι σημαντικότερες ελλείψεις αφορούν στις τεχνικές δεξιότητες, ιδιαίτερα στα τεχνικά επαγγέλματα (π.χ. ειδικευμένοι τεχνίτες και χειριστές μηχανημάτων), αλλά και στις οριζόντιες δεξιότητες σε επαγγέλματα υψηλών προσόντων, στα οποία απασχολούνται (κατά κανόνα) απόφοιτοι της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Συνεπώς, εντός των υπαρχόντων θέσεων εργασίας χρειαζόμαστε αναβάθμιση των ήπιων ή οριζόντιων δεξιοτήτων, και ένα ικανοποιητικό μίγμα ψηφιακών δεξιοτήτων, προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα (resilience) του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή, η ικανότητά του να διατηρεί τη θέση εργασίας του, επιτελώντας παράλληλα έναν πολυπλοκότερο ρόλο. Παράλληλα, λόγω της αυτοματοποίησης των θέσεων εργασίας, χρειαζόμαστε επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου να μεταπηδήσει σε διαφορετική επαγγελματική κατηγορία ή ειδικότητα.
Προφανώς η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών δημιουργεί νέα επαγγέλματα και ειδικότητες και εκεί απαιτούνται υψηλού επιπέδου ψηφιακές δεξιότητες, όπως είναι η γλώσσα προγραμματισμού και η ανάπτυξη ηλεκτρονικών δικτύων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ, το 84% των επιχειρήσεων προκρίνει την επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού ως το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης των αλλαγών που φέρνει η αυτοματοποίηση στις δεξιότητες, ενώ μόλις το 3,4% εξετάζει τις απολύσεις, δηλαδή την αντικατάσταση των εργαζομένων, ως προτιμότερη λύση. Η επένδυση, δηλαδή στο ανθρώπινο δυναμικό μιας επιχείρησης θεωρείται πλέον πολύ σημαντική προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις.
Πρωτοβουλίες ΣΕΒ
Πρόσφατα ο ΣΕΒ δημιούργησε, σε συνεργασία με την SAS, την Ακαδημία για την Τεχνητή Νοημοσύνη και την Επιστήμη των Δεδομένων. Η κοινή αυτή πρωτοβουλία στόχο έχει την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων των φοιτητών (με σύγχρονο εκπαιδευτικό υλικό σε συνεργασία με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα) και τη διευκόλυνση της μετάβασής τους στην αγορά εργασίας – μέσω της πρακτικής άσκησης σε επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ. Μία ακόμα πρωτοβουλία του ΣΕΒ είναι τα Βιομηχανικά Διδακτορικά, αρχής γενομένης μέσω της συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο Πατρών.
Θεωρούμε κρίσιμη για την αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας και την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, τη θεσμοθέτηση της συνεργασίας μεταξύ της ερευνητικής/ ακαδημαϊκής με την επιχειρηματική κοινότητα στη χώρα μας. Τα οφέλη θα είναι πολλαπλασιαστικά για όλους: καλύτερα επίπεδα απασχόλησης και αμοιβών για τους διδάκτορες, αναστροφή του brain-drain, εισροή επιπλέον πόρων στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, περισσότερη καινοτομία και ανταγωνιστικότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η συστηματική διασύνδεση της εκπαίδευσης και επιχειρηματικότητας, την οποία ενθαρρύνει με τις δράσεις του ο ΣΕΒ, είναι μια επένδυση στο μέλλον της νέας γενιάς που επιστρέφει αξία στην κοινωνία και στηρίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας μας.
*Η Κατερίνα Δασκαλάκη είναι Senior Advisor, Εργασιακές Σχέσεις, Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ
Πηγή: ot.gr