Γεώργιος Κ. Μπήτρος-Στέργιος Μπακάλης
Το έναυσμα για το άρθρο αυτό δόθηκε από μια πρόσφατη συζήτηση για τις επιπτώσεις των μηδενικών, αν όχι αρνητικών, επιτοκίων στην οικονομική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη δυνατότητα των ασφαλιστικών ταμείων να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των συνταξιούχων.
Ως οικονομολόγοι γνωρίζουμε με σχετική βεβαιότητα ότι όταν τα επιτόκια κινούνται στη γειτονιά του μηδενός, η νομισματική πολιτική παύει να είναι αποτελεσματική, οπότε όλο το βάρος της ρύθμισης της συνολικής ζήτησης πέφτει επί της δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά με την αλόγιστη υπερχρέωση στην οποία προχώρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη Μεταπολίτευση καθώς και με τα μνημόνια που ακολούθησαν, τα περιθώρια άσκησης προνοιακής συνταξιοδοτικής πολιτικής είναι ανύπαρκτα, ενώ παράλληλα το βάρος του δυσθεώρητου χρέους φρενάρει την οποιαδήποτε αισιοδοξία για διέξοδο τα πολλά προσεχή χρόνια από τη στενωπό στην οποία έχουμε περιέλθει, παρά τις προσδοκίες για πακτωλό ενισχύσεων από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Συνεπώς, χρειάζονται ρηξικέλευθες λύσεις και διάθεση από όλους για αλλαγές με βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.
Αυτό λοιπόν που θέλουμε να εξηγήσουμε είναι γιατί και πώς με μηδενικά επιτόκια τα συνταξιοδοτικά ταμεία στην Αυστραλία δημιουργούν για τους ασφαλισμένους τους αποδόσεις οι οποίες θεωρούνται διεθνώς εξωπραγματικές.
Το 1987, επί εργατικής κυβερνήσεως, δόθηκαν στην Αυστραλία φορολογικά κίνητρα στους πολίτες να γίνουν υπεύθυνοι για τη συνταξιοδότησή τους. Αυτή η επιλογή κρίθηκε ως καλύτερη γιατί τα ιδιωτικά ταμεία συνταξιοδότησης που ήδη λειτουργούσαν είχαν σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις από τα δημόσια ταμεία, δεδομένου ότι μπορούσαν και επένδυαν τις αποταμιεύσεις των πολιτών σε χρηματο-οικονομικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία υψηλότερων μεν, αλλά επιλεγόμενων κινδύνων.
Σε μια χώρα με υψηλή οικονομολογική νοημοσύνη, η επιλογή αυτή έγινε αποδεκτή και επικράτησε πέρα από τον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων, σε συνάρτηση με την παροχή εγγυήσεων προστασίας για τους οικονομικά αδύναμους και με αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση των εισφορών εκ μέρους των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων.
Από τη μεγάλη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση του 2009 μέχρι τα τελευταία χρόνια της πανδημίας, τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία όχι μόνο λειτούργησαν εξαιρετικά αποδοτικά για τους ασφαλισμένους τους, αλλά απορρόφησαν σημαντικούς κραδασμούς.
Εν όψει της σχεδιαζόμενης νομοθετικής μεταρρύθμισης στην επικουρική ασφάλιση, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε προσαρμογή του εν λόγω συνταξιοδοτικού προτύπου στην Ελλάδα θα αποτελούσε την καλύτερη δυνατή τομή στον γόρδιο δεσμό του ισχύοντος μη διατηρήσιμου συστήματος.
Ρυθμίσεις υπέρ αδυνάτων
Οι άνθρωποι παντού και πάντα ξεκινούν τη ζωή με υψηλούς στόχους για «επιτυχία». Ομως, κάποιοι φτάνουν στην προχωρημένη τρίτη ηλικία έχοντας μείνει πίσω στην κλίμακα των απαραίτητων υλικών μέσων για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτούς τους πολίτες το συνταξιοδοτικό σύστημα της Αυστραλίας θεωρεί «αδύναμους» και καλύπτει συνταξιοδοτικά κάτω από όρους και προϋποθέσεις:
1. Σύνταξη παρέχεται στο 67ο έτος της ηλικίας.
2. Για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2020 μέχρι 30 Ιουνίου 2021 σύνταξη δικαιούται ο πολίτης ο οποίος, πέρα από την κατοικία του οποιασδήποτε αξίας, έχει στην κατοχή του άλλα περιουσιακά στοιχεία (εξοχική κατοικία, τραπεζικές καταθέσεις κ.λπ.) αξίας μικρότερης των 268.000 δολαρίων, εάν είναι μόνος του, ή 401.500 δολαρίων, εάν πρόκειται για ζευγάρι. Για τους πολίτες χωρίς κατοικία τα όρια είναι 482.500 και 616.000 δολάρια αντίστοιχα.
3. Οι συνταξιούχοι μπορούν να εργάζονται. Για κάθε δολάριο που κερδίζει ο συνταξιούχος από την εργασία του πάνω από 178 δολάρια ανά δεκαπενθήμερο ή 316 δολάρια αν πρόκειται για ζευγάρι, η σύνταξη μειώνεται κατά ήμισυ δολάριο.
4. Τα ποσά των συντάξεων που ισχύουν για το τρέχον έτος είναι 858,30 δολάρια ανά δεκαπενθήμερο, εάν πρόκειται για ένα άτομο, ή 1.309 δολάρια για ζευγάρι.
5. Οι συντάξεις είναι αφορολόγητες.
Η κάλυψη που παρέχεται από το Δημόσιο είναι προσδιορισμένη έτσι ώστε να είναι μεν επαρκής για αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά ταυτόχρονα και χαμηλή για να δημιουργεί σημαντικά κίνητρα στους πολίτες να προσπαθούν να αποφύγουν την ανάγκη να συνταξιοδοτηθούν από το Δημόσιο.
Διαχείριση εισφορών από τους πολίτες
Στην Αυστραλία σήμερα οι πολίτες έχουν και διαχειρίζονται με τη βοήθεια ανταγωνιζόμενων ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων 2,9 τρισ. δολάρια, πέραν των καταθέσεων που διαθέτουν στις τράπεζες. Είναι δε η διαχείριση τόσο επιτυχημένη, ώστε εν μέσω χαμηλότατων, σχεδόν μηδενικών παγκόσμιων επιτοκίων επιτυγχάνουν για τα ασφαλιστικά τους κεφάλαια αποδόσεις οι οποίες θεωρούνται εξωπραγματικές, αφού κυμαίνονται γύρω στο 5%. Οι πολίτες βοηθούνται σημαντικά να επιτύχουν από το αυτοδιαχειριστικό συνταξιοδοτικό σύστημα που έχει υιοθετηθεί και εποπτεύεται από την πολιτεία. Βασικές ρυθμίσεις του είναι:
1. Το δικαίωμα στην ιδιωτική σύνταξη μπορεί να ασκηθεί από το 60ό έτος της ηλικίας.
2. Οι εργοδότες συνεισφέρουν ως ελάχιστο 9,5 % των μεικτών αποδοχών του εργαζομένου στο συνταξιοδοτικό ταμείο της επιλογής του. (Από τον Ιούλιο του 2021 οι εργοδοτικές εισφορές προβλέπεται ότι θα αρχίσουν να ανέρχονται μέχρι να φτάσουν 12% το 2025.)
3. Οι εργοδοτικές εισφορές και οι οικειοθελείς αποταμιεύσεις των πολιτών μέσω των συνταξιοδοτικών ασφαλιστικών ταμείων φορολογούνται με 15% μέχρι του συνολικού ποσού των 25.000 δολαρίων ετησίως. (Παράδειγμα: Εάν ο ετήσιος μισθός ενός εργαζομένου είναι 100.000 δολάρια και ο εργοδότης συνεισφέρει 9.500, τότε ο εργαζόμενος, εάν το επιθυμεί, μπορεί να συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό του κεφάλαιο με τον ευνοϊκό φορολογικό συντελεστή μέχρι 15.500 δολάρια.)
4. Οι συντάξεις που παρέχονται από τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία είναι αφορολόγητες, αλλά μόνο για μέγιστο συσσωρευμένο κεφάλαιο 1,6 εκατ. δολαρίων ανά συνταξιοδοτούμενο.
Οπως έδειξε πρόσφατη διεθνής έρευνα, το συνταξιοδοτικό σύστημα που περιγράψαμε είναι ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Μεταφέρει στους πολίτες την ευθύνη να σχεδιάσουν το συνταξιοδοτικό τους μέλλον. Να διαχειριστούν οι ίδιοι τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις. Και το Δημόσιο παρέχει ένα δίκτυο ασφαλείας σε όσους για οποιουσδήποτε λόγους αποτύχουν.
Επιπλέον, ενώ η πολιτεία από καιρού εις καιρόν επιφέρει οριακές βελτιωτικές αλλαγές στο σύστημα, έχει παραμείνει απαρέγκλιτα δεσμευμένη σε αυτό, γιατί εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών, όπως πρέπει να συμβαίνει στις ουσιαστικές δημοκρατίες.
Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο κ. Στέργιος Μπακάλης τ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια της Αυστραλίας.
Πηγή: ot.gr