Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Δύο σημαντικές εξελίξεις της εβδομάδας ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των μοναρχιών του Κόλπου και η 20ετής αμυντική συμφωνία Ελλάδας – Ισραήλ, ύψους 1,68 δισ. δολαρίων.
Στον Κόλπο, τριάμισι χρόνια μετά τη ρήξη του Ιουνίου του 2017, οι χώρες της περιοχής συμφώνησαν σε πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, με την υποστήριξη της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης, με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην περαιτέρω απομόνωση του Ιράν.
Πράγματι, το τελευταίο είχε επωφεληθεί από την αντιπαράθεση του Κατάρ με τη Σαουδική Αραβία, ωστόσο, η πλέον ευνοημένη από αυτή την κατάσταση ήταν η Τουρκία. Στηρίζοντας εξαρχής και χωρίς αστερίσκους το Κατάρ, κατάφερε να το προσεταιριστεί και να εκμεταλλευτεί σε διάφορες περιστάσεις, κυρίως τις δυσκολότερες εν μέσω πτωτική πορείας της οικονομίας της, το πορτοφόλι της Ντόχα. Χωρίς αυτή, η οικονομία της Αγκυρας μπορεί ακόμη και είχε μείνει από οξυγόνο.
Πλέον, φαινομενικά, τουλάχιστον το Κατάρ δεν έχει τόση ανάγκη την Τουρκία, αν και στο επίπεδο των ηγετών των δύο χωρών υπάρχει μεγάλο επίπεδο εμπιστοσύνης, ενώ η εγκαθίδρυση του εμίρη στην εξουσία της χώρας έγινε με την αρωγή υπηρεσιών της Αγκυρας. Παρά, όμως, τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) δεν έχουν λόγο να τα βρουν στην παρούσα φάση με την Τουρκία.
Η προσπάθεια Ερντογάν να καταστεί το σημείο αναφοράς του σουνιτικού Ισλάμ παγκοσμίως, τον έχει βάλει στο μάτι, ενώ συν τοις άλλοις δεν τον εμπιστεύονται οι περισσότερες αραβικές ηγεσίες, κυρίως γιατί προσπαθεί να διεισδύσει στις αραβικές κοινωνίες, ενώ ακόμη πιο ενοχλητική είναι η οργανική του σχέση με τις μουσουλμανικές αδελφότητες.
Η Ελλάδα, ασφαλώς και βολεύεται από την πρόσφατη εξέλιξη, καθώς έχει ενδυναμώσει τις σχέσεις της κυρίως με τα ΗΑΕ, αλλά επειδή διατηρεί λειτουργικές σχέσεις με το Κατάρ, το οποίο μπορεί να φανεί χρήσιμο τόσο επενδυτικά όσο και ως δίαυλος έναντι της Αγκυρας,
Την περασμένη Τρίτη ανακοινώθηκε συμφωνία ύψους 1,68 δισ. δολαρίων μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ίδρυση εκπαιδευτικού κέντρου πτήσεων, τη συντήρηση αεροσκαφών τύπου T-6 Efroni, καθώς και την προμήθεια προσομοιωτών. Τα πλεονεκτήματα για την Ελλάδα είναι προφανή. Σημειωτέον, πως η ισραηλινή αεροπορία είναι ο πιο ισχυρός πυλώνας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και χάρη σε αυτή το Ισραήλ έχει κερδίσει πολέμους. Αρα, θέλουμε τη συνεργασία μαζί τους, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και ασφαλώς και τεχνολογιών αιχμής.
Επίσης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι συνεργασίες μεταξύ των κρατών εμβαθύνονται όταν εμπλέκεται ο αμυντικός τομέας. Συνεπώς, σε μία καμπή στα περιφερειακά δρώμενα και ενόψει της ανάληψης της ηγεσίας των ΗΠΑ από τον Μπάιντεν, «δένουμε» τις σχέσεις μας με ένα σημαντικό δρώντα της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι, μάλιστα, κρίσιμης σημασίας, διότι ενδέχεται να αλλάξουν οι συνθήκες.
Αφενός, λόγω της προσέγγισης που επιχειρεί η Αγκυρα προς το Τελ Αβίβ και την οποία δεν αποκλείεται να ενθαρρύνει και η νέα αμερικανική ηγεσία ώστε να «κλείσει» ένα μέτωπο μεταξύ εταίρων της, και αφετέρου, δεδομένου ότι επίκεινται εκλογές στο Ισραήλ, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν και πότε θα αποκατασταθούν έστω και μερικώς οι ισραηλινοτουρκικές σχέσεις και τι αυτό θα σημάνει για εμάς.
*εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής του Ant1
Πηγή: in.gr