Τα δημόσια οικονομικά της Ε.Ε, πιθανές επιπτώσεις στην Ελλάδα και μια πρόταση δράσης… Του Γιώργου Κολυβά

430

Του Γιώργου Κολυβά*

Ο πόλεμος  στην Ουκρανία μετά τη Ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου 2022, θα συμπληρώσει σε λίγες βδομάδες τα δυο χρόνια και θα προχωρήσει στον τρίτο, χωρίς όμως να διαφαίνεται  προοπτική λήξης του. Αντίθετα , φαίνεται πιθανή η συνέχιση του πολέμου για μήνες, ίσως και για κάποια χρόνια.

Ευτυχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση-ΕΕ  στηρίζει από την πρώτη στιγμή  με σχετική ενότητα  την Ουκρανία, με μόνη ηχηρή παραφωνία ως τώρα τον Πρωθυπουργό της Ουγγαρίας  Βίκτωρα Ορμπάν. Η ΕΕ και τα μεμονωμένα Κράτη μέλη της , έχουν  προσφέρει στην Ουκρανία από την έναρξη του πολέμου σημαντική οικονομική, στρατιωτική και ανθρωπιστική  βοήθεια, που ξεπερνά τα 85 δις ευρώ. Στην ίδια περίοδο η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία φθάνει τα 46,3 δις $, ενώ η συνολική βοήθεια των ΗΠΑ, στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική φθάνει τα 75 δις $[1].

Βλέπουμε λοιπόν ότι η ΕΕ είναι ήδη ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της Ουκρανίας σε όρους συνολικής παροχής βοήθειας, και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίζεται στα παραπάνω ποσά το κόστος υποδοχής των πέντε σχεδόν εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων που υποδέχθηκε με  ευνοϊκούς όρους η ΕΕ, τις περισσότερες φορές  με κοινωνικά δικαιώματα αντίστοιχα των πολιτών της ΕΕ, μετά την εισβολή της Ρωσίας και τον πόλεμο.

 Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος  η ΕΕ οφείλει να παρέχει σταθερά σημαντική και πολύπλευρη  βοήθεια στην Ουκρανία. Όσο για το κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο,  όταν και όπως αυτός τελειώσει,  είναι  πολύ μεγάλο και δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια , αν και γνωρίζουμε  ήδη ότι θα ξεπερνά   τα 411 δις $ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για τις καταστροφές μόνο στον πρώτο χρόνο του πολέμου![2]  

Στις 8 Νοεμβρίου 2023 η Επιτροπή πρότεινε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων  της Ουκρανίας και της Μολδαβίας. Στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 14-15 Δεκεμβρίου 2023 αποφάσισε ομόφωνα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία, ομοφωνία που επετεύχθη μέσω της γνωστής αποχώρησης του Βίκτωρα Ορμπάν  από την αίθουσα τη στιγμή της ψηφοφορίας! 

Τον τελευταίο καιρό αναζωπυρώθηκε και το ενδιαφέρον της ΕΕ και φυσικά και   της Ελλάδας,  για την επίσπευση της διεύρυνσης της ΕΕ με τις υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με χρονικό ορίζοντα της διεύρυνσης το 2030. Το επενδυτικό Σχέδιο 2021-27 της ΕΕ που έχει ήδη εγκριθεί  ως προ-ενταξιακή βοήθεια στα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να φτάσει μέχρι τα  30 δις ευρώ επενδύσεων, σε επιδοτήσεις και δάνεια.

Αυτή η πολιτικά και στρατηγικά επιθυμητή διεύρυνση της ΕΕ με τις υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων,  την Ουκρανία και τη Μολδαβία, θα σήμαινε σε οικονομικούς όρους εάν προβάλουμε  τα σημερινά  νομικά και οικονομικά δεδομένα των πολιτικών και των προγραμμάτων που ήδη υλοποιεί  η ΕΕ , και εάν δεν μειωθούν τα ποσά που λαμβάνουν από την ΕΕ τα σημερινά Κράτη μέλη, αύξηση της τάξης των  260 δις[3] σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που διέρρευσε στους Financial Times τον Οκτώβριο του 2023, του εγκεκριμένου επταετούς  προϋπολογισμού  της ΕΕ  2021-2027.  Κατ’ άλλους αναλυτές το κόστος της διεύρυνσης της ΕΕ με 9 χώρες θα ήταν μεγαλύτερο και θα έφθανε  έως τα  400 δις σε μια επταετία. Αυτό το σενάριο θα σήμαινε αύξηση  περίπου κατά  30% του σημερινού επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027, που είναι 1,211  τρις ευρώ σε τιμές 2021, ο οποίος  θα έπρεπε να φτάσει περίπου τα 1,6 τρις, για να καλύψει το κόστος της διεύρυνσης. Από αυτά τα πρόσθετα 400 δις, τα 250 δις περίπου θα χρειάζονταν για την εφαρμογή της Κοινής Γεωργικής πολιτικής, του Γεωργικού Ταμείου Επενδύσεων και της πολιτικής Συνοχής της ΕΕ στην Ουκρανία.

Σήμερα, στο 1,211 τρις του προϋπολογισμού της ΕΕ μπορούμε να προσθέσουμε  το  Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας-ΤΑΑ των 800 δις ευρώ σε τιμές 2021, που εγκρίθηκε  στις έκτακτες και δραματικές συνθήκες για τη δημόσια υγεία και την οικονομία της ΕΕ,  στην πανδημίας του 2020, και χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου με κοινό δανεισμό της ΕΕ που υλοποιεί μέσω της διεθνούς αγοράς ομολόγων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα το ΤΑΑ δυστυχώς λήγει στο τέλος του 2026 και είναι ακόμη άγνωστο εάν θα παραταθεί ο χρόνος υλοποίησης του, ή εάν θα υπάρξει αντίστοιχο Ταμείο, πχ  εστιασμένο στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση,  και στην ανάκαμψη της βιομηχανίας της ΕΕ, πχ στον επόμενο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ 2028-2034.  

Τέλος, η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ μας υπενθύμισε κατά την ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Συνέδριο στις 17 Νοεμβρίου 2023[4], ότι με βάση υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η ΕΕ χρειάζεται ετήσιες επενδύσεις της τάξης των 620 δις ευρώ για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική αλλαγή, και ετήσιες επενδύσεις 125 δις για την ψηφιακή μετάβαση, τουλάχιστον μέχρι το 2030!

ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΥΡΕΣΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΕ

Απέναντι στα πολλά πρόσθετα  τρισεκατομμύρια που θα χρειασθεί κατά συνέπεια η ΕΕ στα επόμενα χρόνια  για να στηρίξει την Ουκρανία, να προχωρήσει στη διεύρυνση και να προχωρήσει αποφασιστικά και συμμετρικά σε όλη την επικράτεια της στη δίκαιη πράσινη, ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση, έχουμε σήμερα αναιμική ανάπτυξη στην ευρωζώνη ενώ η Γερμανία  βρίσκεται σε στασιμότητα έως και μικρή ύφεση. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία  περνά κρίση λόγω και του αυξημένο κόστος ενέργειας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κλειστές βάνες των αγωγών του ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008- 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους στην ευρωζώνη το 2010-2012,  και η γερμανική βιομηχανία έχει θιγεί και βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.

Δημιουργείται λοιπόν  το ερώτημα  πως θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει η ΕΕ  μετά το 2027,  αφενός τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, και αφετέρου τη διεύρυνση της με 9 χώρες. Και βεβαίως  πως θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει παράλληλα η ΕΕ,  συμμετρικά στην επικράτειά της  όπως είπαμε, τη δίκαιη πράσινη, ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση της,  την προσαρμογή των υποδομών της στην κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας και της κοινωνίας και τη βέλτιστη ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης με ταυτόχρονη προστασία και επανεκπαίδευση αυτών που θα χάσουν τη δουλειά τους, την απαραίτητη αναγέννηση της μεταποίησης στην ΕΕ και την αύξηση της παραγωγικότητας,  ώστε να αντισταθμιστεί εκτός των άλλων και η  μείωση και γήρανση του πληθυσμού, κλπ.

Ταυτόχρονα, οι προοπτικές σχετικά με τις  γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που θα επηρεάζουν άμεσα την ΕΕ  στα επόμενα χρόνια δεν διαγράφονται ευνοϊκές. Οι πόλεμοι στη Γάζα και στην  Ουκρανία συνεχίζονται, και το σενάριο επανεκλογής στις ΗΠΑ το 2024 του Ντόναλντ Τραμπ, γνωστού αντί-ευρωπαίου και οπαδού της συρρίκνωσης του ΝΑΤΟ,  δεν αποκλείεται!

 Υπό τις συνθήκες αυτές των αναγκών για πρόσθετες δαπάνες και επενδύσεις από την ΕΕ μετά το 2027, τουλάχιστον η Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Φινλανδία , Σουηδία, δηλαδή οι βασικές  φειδωλές χώρες ως προς τον προϋπολογισμό της ΕΕ, οι οποίες όμως  είναι ταυτόχρονα και οι βασικοί καθαροί πληρωτές του προϋπολογισμού της  ΕΕ , είναι κάθετα αντίθετες  σε οποιαδήποτε αύξηση των εισφορών τους στον ευρωπαϊκό  προϋπολογισμού.

Δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα στις χώρες αυτές που θα κατέβει σε εκλογές, ευρωπαϊκές του 2024 ή εθνικές, με ξεκάθαρη πρόταση  αύξησης της φορολογίας με σκοπό την αύξηση της εθνικής συνεισφοράς στον  προϋπολογισμό της ΕΕ!

Επίσης, οι χώρες αυτές αντιτίθενται σε νέο πρόσθετο κοινό δανεισμό της ΕΕ  για τη μελλοντική χρηματοδότηση των πολιτικών της, ενώ το θεσπισμένο από το Γερμανικό Σύνταγμα φρένο χρέους  που περιορίζει το ετήσιο δημόσιο έλλειμμα της χώρας στο 0.35% του ΑΕΠ, σίγουρα θα περιπλέξει τα πράγματα και σε επίπεδο ΕΕ στα επόμενα χρόνια. Η συζήτηση  για τα δημόσια οικονομικά της ΕΕ μετά το 2027 θα γίνει πιο έντονη το 2024 σε όλα τα Κράτη μέλη της ΕΕ, λόγω των ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2024.

Τέλος, η εισαγωγή νέων ίδιων πόρων της ΕΕ, πχ μέσω εφαρμογής νέων  φόρων  σε επίπεδο ΕΕ, εάν και όταν συμβεί θα αποφέρει σίγουρα κάποιους  νέους πρόσθετους  πόρους στην ΕΕ  , αλλά αυτό θα συμβεί σε κάποιο βάθος χρόνου και όχι άμεσα, πράγμα που καθιστά τις εθνικές εισφορές στον προϋπολογισμό της ΕΕ απολύτως απαραίτητες για πολλά ακόμη χρόνια!

Και μην ξεχνάμε  ότι δυστυχώς ακόμη και σήμερα δεν έχουν λυθεί θεμελιώδη ζητήματα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης-ΟΝΕ, με διαρθρωτικές λύσεις  μόνιμες που  επίσης θα έχουν αναγκαστικά σημαντικό  δημοσιονομικό κόστος, το οποίο θα κληθούν κάποια στιγμή εκ των πραγμάτων να πληρώσουν τα Κράτη μέλη της  Ευρωζώνης. Και εάν η στιγμή αυτή θα είναι στιγμή οικονομικής κρίσης, ο λογαριασμός θα είναι αισθητά μεγαλύτερος!

Η πρόσφατη πολιτική συμφωνία μετά πολύμηνες διαπραγματεύσεις στο ΕΚΟΦΙΝ, στις 20 Δεκεμβρίου 2023[5] ,  όσον αφορά την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι βέβαια σημαντική, ιδίως γιατί προβλέπει ειδικά και «προσωποποιημένα» σχέδια προσαρμογής-μείωσης του δημοσίου χρέους και προσαρμογής της οικονομίας κάθε Κράτους μέλους, απομακρύνοντας τον κίνδυνο στραγγαλισμού της οικονομίας και βαθιάς ύφεσης σε κάποιο Κράτος μέλος, λόγω κάποιου σχεδίου προσαρμογής με βάση το ισχύον σήμερα αναχρονιστικό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης!

Όμως,  είκοσι πέντε χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ και δεκαπέντε χρόνια μετά την κρίση του 2008-2009, εξακολουθεί η ΟΝΕ να είναι κυρίως νομισματική και όχι ακόμη οικονομική και δημοσιονομική Ένωση, ενώ η ευρωζώνη δεν έχει ακόμη δικό της προϋπολογισμό για την άσκηση οποιασδήποτε αντικυκλικής  ή άλλης δημιουργικής οικονομικής πολιτικής. Στο διάστημα  μετά την κρίση του 2008-2009, έχει μεν προχωρήσει αρκετά η τραπεζική ενοποίηση στην ευρωζώνη, αλλά  σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει ακόμη εγγύηση των καταθέσεων μέχρι ένα ύψος, πχ 100.000 ευρώ ανά καταθέτη, σε επίπεδο ευρωζώνης. Τέλος, έχουμε  πλέον τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας-ΕΜΣ, με σημαντική αλλά όχι επαρκή για όλη την ευρωζώνη οικονομική δύναμη πυρός για την αντιμετώπιση κρίσεων, ενώ η Ιταλία δεν έχει επικυρώσει ακόμη και σήμερα την αναθεωρημένη συνθήκη ίδρυσης του ΕΜΣ  φοβούμενη το ενδεχόμενο σοβαρής μείωσης της εθνικής κυριαρχίας της σε ενδεχόμενη κρίση και πιθανή παρέμβαση του ΕΜΣ !

Η ΕΕ έχει αποδείξει στα 70 χρόνια της ιστορίας της ότι μπορεί να βρίσκει τελικά λύσεις, αργά μεν και με δυστοκία αλλά σταθερά, στις προκλήσεις  των καιρών και να προχωρά μπροστά. Αλλά τώρα τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά και θα χρειαστούν σημαντικές τομές και μεταρρυθμίσεις και στα δημόσια οικονομικά της , και στο θεσμικό και δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας της, ώστε  να αποφύγει τη θεσμική παράλυση με τη νέα διεύρυνση και το πέρασμα από τα 27 στα  36  Κράτη μέλη, και θα χρειαστούν τομές για να γίνει επιτυχώς και με δίκαιο τρόπο η μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία και κοινωνία!

ΠΙΘΑΝΕΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ  ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΡΑΣΗΣ

Προφανώς η Ελλάδα θα διαπραγματευθεί σκληρά στην πορεία αυτή στα επόμενα χρόνια, και θα διεκδικήσει με συμμαχίες, όσο περισσότερους μελλοντικούς πόρους μπορεί ώστε να βελτιστοποιήσει και στο μέλλον τις καθαρές εισροές της από την ΕΕ. Όμως πιστεύουμε ότι οι τάσεις που διαγράφονται για τη διεύρυνση στην ΕΕ είναι πολύ ισχυρές από γεωπολιτική άποψη, και τελικά σύμφωνες με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας μας. Άρα η μείωση των καθαρών εισροών της ΕΕ στην Ελλάδα στον ορίζοντα του 2030, σε σύγκριση με τη σημερινή πολύ ευνοϊκή κατάσταση για τη χώρα μας, είναι το πιο πιθανό σενάριο, με δεδομένες τις πολύ ισχυρές αντιδράσεις των πλουσιότερων αλλά και ταυτόχρονα φειδωλών Κρατών μελών να πληρώσουν πολύ περισσότερα στο μέλλον στην ΕΕ.

Και εξηγούμεθα. Βάζοντας στην άκρη τα πακέτα διάσωσης της χώρας από την ΕΕ λόγω της κρίση δημοσίου χρέους 2009-2012, Η Ελλάδα απολαμβάνει τα τελευταία 30 χρόνια  ετήσιες καθαρές εισροές από την πολιτική συνοχής της ΕΕ για στήριξη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και απόκτηση  δεξιοτήτων από το ανθρώπινο δυναμικό, της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ποσοστό που αυξάνεται  στο 3.5% του ΑΕΠ  εάν συνυπολογίσουμε τις επενδύσεις του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου και τα αναπτυξιακά δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων-ΕΤΕΠ, που τα τελευταία χρόνια δανείζει πάνω από 2 δις τον χρόνο σε επιχειρήσεις και σε δημόσιους φορείς , για επενδύσεις στην Ελλάδα. Συνυπολογίζοντας το Ταμείο Ανάκαμψης  αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάνει  το  2022-26 το 4% – 5,5% αντίστοιχα του ΑΕΠ  ετησίως για τους ίδιους αυτούς αναπτυξιακούς στόχους.

 Η  παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι αυτές οι καθαρές εισροές επιδοτήσεων της ΕΕ προς την Ελλάδα, θα είναι  πολύ δύσκολο  να διατηρηθούν αμείωτες   μετά το 2027, γιατί οι φειδωλές χώρες της ΕΕ αρνούνται πεισματικά να πληρώσουν περισσότερα στην ΕΕ. Παράλληλα, θα υπάρξει πιθανότατα κάποια αύξηση των διαθέσιμων δανείων της ΕΤΕΠ προς στην Ελλάδα μετά το 2027, που όμως μάλλον δεν θα αντισταθμίσει πλήρως την όποια τελική  μείωση συμβεί, των επιδοτήσεων της ΕΕ προς τη χώρα.

Αυτά τα δεδομένα  συνεπάγονται δύο σημαντικά συμπεράσματα. Κατά πρώτον ότι απαιτείται  η βέλτιστη αξιοποίηση των  σημαντικών πόρων που έχει σήμερα στη διάθεσή της η Ελλάδα από την ΕΕ για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Όμως αυτή η βέλτιστη αξιοποίηση δεν μπορεί να συμβεί τώρα, εάν δεν αποδώσουν άμεσα καρπούς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν και πρέπει να επιταχυνθούν, στη δημόσια διοίκηση, και ιδίως στον στρατηγικό σχεδιασμό και στην υλοποίησή του, μέσω και της προετοιμασίας και υλοποίησης δημοσίων έργων και συμβάσεων, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία και την συνεχιζόμενη κατάρτιση, στην υγεία, στην επείγουσα ενδυνάμωση της ένταξης των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας, κλπ.

Κατά δεύτερον, επειδή ως γνωστόν των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, όλα αυτά σημαίνουν ότι  η χώρα πρέπει να αναζητά από τώρα τρόπους με τους οποίους θα διαιωνίσει, θα μοχλεύσει και θα πολλαπλασιάσει με ιδιωτικά κεφάλαια , τουλάχιστον ένα μέρος από  τις καθαρές εισροές της ΕΕ σε επιδοτήσεις  από το ΕΣΠΑ 2021-2027 και το ΤΑΑ, και τους αντίστοιχους διαθέσιμους εθνικούς δημόσιους πόρους για επενδύσεις, ώστε αφενός να αποφύγει ένα μοιραίο επενδυτικό κενό μετά το 2027, και αφετέρου για να προχωρήσει γρήγορα και αποτελεσματικά στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της , ώστε να κερδίσει κεντρική θέση και ρόλο στη διευρυμένη ΕΕ,  παίζοντας  και  σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο!

Στο πλαίσιο του εθνικού αυτού στόχου της ανακύκλωσης σημαντικού μέρους των διαθέσιμων σήμερα ευρωπαϊκών και εθνικών δημόσιων πόρων ώστε να είναι πάντα δυνατή μακροπρόθεσμα και ανεξάρτητα από την οικονομική και δημοσιονομική  συγκυρία :

α) η στήριξη της επιχειρηματικότητας, των ιδιωτικών επενδύσεων αλλά και των ΣΔΙΤ, και

β) η βέλτιστη μόχλευση των δημόσιων πόρων  με ιδιωτικούς πόρους,

προτείνεται η δημιουργία ειδικού αποθεματικού της τάξης των  3 δις ευρώ στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα-ΕΑΤ και την ΕΑΤ Επενδύσεων-ΕΑΤΕ, ως εξής.

  1. Διοχετεύονται στην ΕΑΤ και στην ΕΑΤΕ σήμερα και στην επόμενη πενταετία αντίστοιχο ποσό επιδοτήσεων 3 δις Ευρώ από το ΕΣΠΑ 2021-27 και ενδεχομένως από το σκέλος επιδοτήσεων του ΤΑΑ, που θα χρησιμοποιηθούν όμως  μέσω της ΕΑΤ στην πραγματική οικονομία  αποκλειστικά μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων σε συνεργασία με Τράπεζες, επιχειρηματικά κεφάλαια- Venture Capital Funds, κλπ.,  και αυτό ανεξάρτητα από τα όποια δανειακά κεφάλαια  λάβουν  στην ίδια περίοδο η ΕΑΤ και η ΕΑΤΕ από οποιαδήποτε πηγή  για να τα αξιοποιήσουν.
  1. Ειδική νομοθετική ρύθμιση που θα ψηφίσει η Βουλή των Ελλήνων με μεγάλη πλειοψηφία, θα πρέπει να προβλέπει ότι όταν τα χρήματα αυτά των 3 δις επιδοτήσεων χρησιμοποιηθούν μέσω των εν λόγω χρηματοδοτικών εργαλείων και αποπληρωθούν από τους δικαιούχους του ιδιωτικού τομέα, θα επιστραφούν στην ΕΑΤ και ΕΑΤΕ και θα αποτελέσουν υποχρεωτικά και μαζί με κάθε αλλού είδους έσοδα της ΕΑΤ και της ΕΑΤΕ, ειδικό αποθεματικό της ΕΑΤ και της ΕΑΤΕ που θα αξιοποιείται στο διηνεκές για τη συγχρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων και ΣΔΙΤ, πάντοτε και αποκλειστικά μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων.
  1. Παράλληλα, ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων-ΟΑΕΠ θα μπορεί να λάβει σημαντικούς πρόσθετους πόρους, και από το ειδικό αυτό επενδυτικό ταμείο των 3 δις, και  να αναβαθμιστεί σε ειδική θυγατρική της ΕΑΤ με διευρυμένη αποστολή , που θα περιλαμβάνει τόσο την ασφάλιση των εξαγωγών, όσο και την υποστήριξη  αποκλειστικά μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων , νέων επενδύσεων και της  συνεργασίας ελληνικών  επιχειρήσεων, πχ  στα Βαλκάνια, κλπ.

Με τον τρόπο αυτόν θα δημιουργήσει η χώρα  σε  ορίζοντα δεκαετίας,  ανέξοδα για τον Έλληνα φορολογούμενο, αλλά και ταυτόχρονα στηρίζοντας εδώ και τώρα μέσα στην επόμενη δεκαετία τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις, ένα ειδικό επενδυτικό ταμείο  3 δις εντός τvn   ΕΑΤ-ΕΑΤΕ-ΟΑΕΠ, που θα μπορεί να συμβάλλει σε μεγάλο βάθος χρόνου και ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική συγκυρία, τόσο στην διατήρηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε αποδεκτά επίπεδα ώστε να βοηθήσουν ουσιαστικά  προς την  πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της χώρας, όσο και τη στήριξη των εξαγωγών και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.

(*) ΟΙ Γιώργος Κολυβάς είναι πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνεργάτης του Κέντρου ευρωπαϊκών μελετών Dusan Sidjanski του Πανεπιστημίου της Γενεύης

[1] Council on Foreign Relations, www.cfr.org, 8 December 2023. Επίσης www.statista.com, 13 December 2023

[2] World Bank, Updated Ukraine Recovery and Reconstruction Needs Assessment, 23 March 2023

[3] DBRS Morningstar, EU enlargement: Asymmetrical Costs and Benefits, 1 December 2023

[4] ECB, SPEECHES OF THE PRESIDENT, 17 November 2023, Christine Lagard at the European Banking Congress

[5] EURACTIV, 21 December 2023, The complex fiscal rules that EU finance ministers just agreed to

Πηγή: kreport.gr