Μια απόφαση ορόσημο στο ζήτημα της υποχρεωτικής εφαρμογής του ιερού ισλαμικού νόμου (Σαρία) επί των κληρονομικών διαφορών των Ελλήνων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Κυπριανή Μαρκέτου, Τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική Αθηνών και Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων «The Law Project» παρουσιάζει αναλυτικά το θέμα που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση της νομολογίας που θα ακολουθήσουν τα Ελληνικά Δικαστήρια στο μέλλον.
Υπόθεση Molla Sali κ. Ελλάδος Αρ.20452/14
Η απόφαση υπ’ αριθμόν 20452/14 αποτελεί απόφαση ορόσημο, καθώς για πρώτη φορά ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου το ζήτημα της υποχρεωτικής εφαρμογής του ιερού ισλαμικού νόμου (Σαρία) επί των κληρονομικών διαφορών των Ελλήνων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.
Α. Εφαρμογή της Σαρία στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης
Το άρθρο 4 του Ν.147/1914 αποτελεί βασικό κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που ρυθμίζει θέματα οικογενειακού, αλλά και κληρονομικού δικαίου των Ελλήνων μουσουλμάνων με ρητή παραπομπή στον ιερό τους νόμο. Η ισχύς, επομένως, του ιερού μουσουλμανικού νόμου στο δικαιικό μας σύστημα, στηρίζεται στο άρθρο 4 του Ν 147/1914, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της Συνθήκης των Αθηνών του 1913. Εν συνεχεία, εκδόθηκε ο Ν.2345/1920 ο οποίος στο άρθρο 10 παρ. 1 προέβλεπε ότι οι μουφτήδες ασκούν μεταξύ άλλων δικαιοδοσία σε ισλαμικές διαθήκες και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, εφόσον διέπονται υπό του ιερού μουσουλμανικού νόμου. Ακολούθησε η Συνθήκη των Σεβρών του1920 και η Συνθήκη της Λωζάννης του1923, με τις οποίες προβλέφθηκε η δέσμευση της Ελλάδας να σεβαστεί τα έθιμα της μουσουλμανικής μειονότητας που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές, χωρίς, ωστόσο, να περιέχεται σε αυτές δέσμευση της χώρας μας, ειδικώς, περί εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου.
Περαιτέρω, με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946, με το άρθρο 6 του ΕισΝΑΚ καταργήθηκε ρητά η κατά το άρθρο 4 του Ν 147/1914 εφαρμογή του θρησκευτικού τους δικαίου για τους Έλληνες ισραηλίτες, και διατηρήθηκε η ισχύς της ίδιας διάταξης για τους Έλληνες μουσουλμάνους, ενώ με το άρθρο 8 του ΕισΝΚΠολΔ διατηρήθηκε σε ισχύ και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν 2345/1920, που καταργήθηκε μεταγενέστερα με το Ν 1920/1991. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν 1920/1991, ο μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του, επί ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο.
Συνεπώς, αφενός το άρθρο 4 Ν 147/1914 και αφετέρου το άρθρο 5 παρ. 2 Ν 1920/1991, αποτελούν την κοινή νομοθετική βάση εφαρμογής του μουσουλμανικού δικαίου και στις κληρονομικές σχέσεις.
Β. Ιερός ισλαμικός νόμος (Σαρία)
1Σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Σαρία, το κληρονομικό μερίδιο των ανδρών είναι διπλάσιο από αυτό των γυναικών, ενώ σε περίπτωση θανάτου μουσουλμάνου Έλληνα πολίτη η επιζούσα σύζυγός του κληρονομεί το 1/8 της κληρονομιαίας περιουσίας-σε περίπτωση ύπαρξης τέκνων- και το ¼ – σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, κατατασσόμενη ως κληρούχος-μεριδούχος, με το ποσοστό της να περιορίζεται αποκλειστικά στο ρητά προβλεπόμενο από τις διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού νόμου και το υπόλοιπο της κληρονομιαίας περιουσίας του θανόντος μουσουλμάνου να καταλείπεται στους υπόλοιπους συγγενείς του. Σημειωτέον, ότι στη Σαρία δεν προβλέπεται η δυνατότητα σύνταξης διαθήκης εκτός κι αν αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο συμπληρωματική της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Γ. Οικείες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας
2Σύμφωνα με το άρ.1724ΑΚ δημόσια είναι η διαθήκη που συντάσσεται με δήλωση τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα. Η δημόσια διαθήκη αποτελεί συμβολαιογραφικό έγγραφο και εκτός από την περιβολή του τύπου, απαιτείται και η τήρηση πρόσθετων αυστηρών διατυπώσεων, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η διαθήκη περιέχει τη γνήσια και ανεπηρέαστη δήλωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη.
3Μετά το θάνατο του διαθέτη ακολουθεί η δημοσίευση της διαθήκης. Σύμφωνα με το άρ.1769ΑΚ, η δημοσίευση της διαθήκης είναι η επίσημη γνωστοποίηση του περιεχομένου της από το αρμόδιο ειρηνοδικείο. Η δημοσίευση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του τύπου της, η δε παράλειψή της δεν επιδρά στο κύρος της διαθήκης. Επιπλέον η δημοσίευση δεν είναι προϋπόθεση για να παραχθούν οι έννομες συνέπειες της διαθήκης.
4Τέλος, για τη νομιμοποίηση και την προστασία του κληρονόμου το άρ.1956ΑΚ προβλέπει τη χορήγηση από τον ειρηνοδίκη του δικαστηρίου της κληρονομίας ενός πιστοποιητικού, το λεγόμενο κληρονομητήριο, το οποίο δημιουργεί τεκμήριο ότι αυτός που κατονομάζεται σε αυτό ως κληρονόμος έχει το κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο αναφέρεται στο κληρονομητήριο.
Η σημαντική διαφορά που παρατηρείται μεταξύ ελληνικού και ισλαμικού δικαίου είναι ότι ενώ στην ελληνική νομοθεσία η διαθήκη υπερέχει της εξ αδιαθέτου διαδοχής, προστατεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο την «αρχή του διατιθέναι» και κατ’ επέκταση την τελευταία βούληση του διαθέτη, στη Σαρία η εξ αδιαθέτου διαδοχή όχι απλά υπερτερεί της διαθήκης αλλά η τελευταία λαμβάνει αποκλειστικά συμπληρωματικό χαρακτήρα.
Δ. Πραγματικά περιστατικά
Η κυρία Chatitze Molla Sali ήταν σύζυγος του αποθανόντος το 2008, κυρίου Mustafa Molla Sali, ο οποίος άνηκε στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Molla Sali συνέταξε δημόσια διαθήκη ενώπιον συμβολαιογράφου- σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Στη διαθήκη του αυτή κληροδοτούσε το σύνολο της περιουσίας του στη σύζυγό του. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Molla Sali προσέφυγε στο Πρωτοδικείο της Κομοτηνής, με αίτημα την αναγνώριση της εγκυρότητας της διαθήκης. Να σημειωθεί ότι η διαθήκη είχε περιβληθεί του κατάλληλου τύπου και εκ του περιεχομένου της δεν προέκυπτε προσβολή της νόμιμης μοίρας πλησιέστερου συγγενή, συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάνθη ότι πράγματι η διαθήκη ήταν καθόλα έγκυρη. Μετά την έκδοση της αποφάσεως, η εκ διαθήκης κληρονόμος προχώρησε στη μεταγραφή της περιουσίας και στην πληρωμή των αντίστοιχων τελών εγγραφής.
Ε. Η ανακύπτουσα διαφορά στα εθνικά δικαστήρια
Η δικαστηριακή διαμάχη ξεκίνησε το 2009, όταν οι αδερφές του αποθανόντος προσέβαλαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Ροδόπης τη διαθήκη επικαλούμενες τις προαναφερόμενες Συνθήκες με τις οποίες η Ελλάδα έχει δεσμευτεί προς προστασία της θρησκευτικής μειονότητας. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκαν ότι «η εφαρμογή των μουσουλμανικών εθίμων και του νόμου της Σαρία για τους Έλληνες υπηκόους αλλά μέλη της Μουσουλμανικής κοινότητας της Θράκης καθορίζονται από το άρθρο 14 παρ.1 της Συνθήκης των Σεβρών καθώς και από τα άρθρα 42 και 45 της Συνθήκης της Λωζάννης».
Το αίτημα τους ήταν ότι η περιουσία του αποθανόντος αδελφού τους θα έπρεπε να κληροδοτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ιερού ισλαμικού νόμου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα κληρονομικά μερίδια που προβλέπονται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή στον ιερό ισλαμικό νόμο, οι αδερφές του αποθανόντος διεκδικούσαν τα ¾ της κληρονομιαίας περιουσίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά τη γνώμη μου, απέρριψε την αγωγή, με μία έντεχνα διατυπωμένη αιτιολογία. Πιο συγκεκριμένα, έκρινε ότι «Η εφαρμογή του ισλαμικού νόμου όσον αφορά θέματα κληρονομικής διαδοχής στους Έλληνες μουσουλμάνους κατά τρόπο που να τους εμποδίζει να διαθέσουν την περιουσία της, εν αναμονή του θανάτου τους, δημιουργεί απαράδεκτη διάκριση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων». Διαπίστωσε δε ότι «Η επακόλουθη αδυναμία των εν λόγω προσώπων να συντάξουν δημόσια διαθήκη ενώπιον συμβολαιογράφου κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα συνιστά παραβίαση του άρθρου 4 (αρχή της ισότητας), του άρθρου 5 § 1 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), του άρθρου 5 § 2 (αρχή της μη διάκρισης) και του άρθρου 13 § 1 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 14 της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1». Κατέληξε δε στο ότι «παρόλο που η εφαρμογή της Σαρία είναι βασισμένη, inter alia, στο διεθνές δίκαιο και συγκεκριμένα στο συνδυαστικό αποτέλεσμα των αρ.42 και 45 της Συνθήκης της Λωζάννης, δε θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να περιορίζει τα πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων μουσουλμάνων, γιατί στόχος της συνθήκης δεν είναι να στερήσει από τα μέλη της μειονότητας τέτοιου είδους δικαιώματα, αλλά να ενισχύσει την προστασία τους». Η τελευταία επισήμανση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ίσως είναι και η σημαντικότερη από όλα τα σημεία της απόφασης καθώς για πρώτη φορά προέβη εθνικό δικαστήριο στην τελεολογική ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάννης.
Μετά την απορριπτική απόφαση του Πρωτοδικείου, οι ηττηθείσες ενάγουσες άσκησαν έφεση, η οποία ομοίως απορρίφθηκε. Το Εφετείο ενστερνιζόμενο την πρωτόδικη απόφαση συμπληρωματικά διαπίστωσε, αφενός, ότι οι δημόσιες διαθήκες δεν υπόκεινται στη δικαιοδοσία του μουφτή και, αφετέρου, ότι κάθε Έλληνας πολίτης της μουσουλμανικής μειονότητας θα πρέπει να απολαμβάνει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους λοιπούς Έλληνες πολίτες και να μπορεί να τα ασκεί επί ίσοις όροις.
Παρόλα αυτά, ο ΑΠ, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση από τις δύο αδερφές το 2012, ακολούθησε εντελώς διαφορετική γραμμή από τα κατώτερα εθνικά δικαστήρια. Εν ολίγοις τόνισε ότι «ο νόμος που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικής πίστης, όπως ορίζεται στην προαναφερθείσα συνθήκη που επικυρώθηκε από την Ελλάδα, ήταν σύμφωνος με το άρθρο 28 του Συντάγματος, ένα αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου, που υπερισχύει έναντι οποιασδήποτε άλλης νομικής διάταξης». Διαπίστωσε δε ότι «η εν λόγω περιουσία άνηκε στην κατηγορία της 5“καθαρής ιδιοκτησίας” και εξ αυτού του λόγου υπόκειται στο ισλαμικό δίκαιο». Συνεπώς, «η επίμαχη δημόσια διαθήκη θα έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη και στερούμενη εννόμων αποτελεσμάτων, κατά το μέτρο που η Σαρία δεν αναγνωρίζει τέτοιου είδους θεσμούς». Ο ΑΠ παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο για να εξεταστεί επαναληπτικά επί της ουσίας.
Ως είθισται από την ελληνική δικαστηριακή πρακτική, το Εφετείο κατά την επαναληπτική συζήτηση, δεν μπορούσε να παραβλέψει την κρίση του ανώτατου δικαστηρίου και επεσήμανε και το ίδιο ότι «το εφαρμοστέο δίκαιο για την κληρονομιαία περιουσία του αποθανόντος είναι η Σαρία, διότι η περιουσία ανήκε στα “mulkia” και συνεπώς η υπό συζήτηση δημόσια διαθήκη στερούνταν εννόμων αποτελεσμάτων καθώς η Σαρία δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα σύνταξης διαθήκης».
Τελευταίος σταθμός της δικαστικής διαμάχης ήταν η αναίρεση της Molla Sali το 2016 με αίτημα την εξέταση νομικών ζητημάτων κατά της δικαστικής απόφασης της επαναληπτικής συζήτησης ενώπιον του Εφετείου. Η πρώτη της ένσταση ήταν ότι «η επίμαχη κρίση ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη σχετικά με το αν ο σύζυγός της ήταν “ενεργός μουσουλμάνος”, το οποίο αποτελούσε προϋπόθεση για την εφαρμογή του ειδικού σώματος του νόμου», ένα σημείο το οποίο, κατά τη γνώμη της, το Εφετείο παραμέλησε να εξετάσει. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την πρώτη ένσταση υποστηρίζοντας ότι «αυτή βασίστηκε στην έκταση του θρησκευτικού συναισθήματος του θανόντος ως μουσουλμάνου που ήταν νομικώς αδιάφορη». Πρόσθεσε ότι «η ελληνική ιθαγένεια του θανόντος δεν αποκλείει την εφαρμογή του νόμου της Σαρία». Η δεύτερη ένσταση της αναιρεσείοντος, περί μη ορθής ερμηνείας και εφαρμογής της ενότητας 5(2) του Ν. 1920/1991 και συγκεκριμένων διατάξεων του Αστικού Κώδικα οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των μουσουλμανικών μειονοτήτων έναντι των Ελλήνων πολιτών, ομοίως, απερρίφθη. Το δικαστήριο έκρινε ότι « Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου και είχε δώσει επαρκείς λόγους για τον προσδιορισμό του θεμελιώδους ζητήματος της αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης». Έτσι, ύστερα από έναν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, η Molla Sali στερήθηκε τα ¾ της κληρονομιαίας περιουσίας.
ΣΤ. Προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Στο μεταξύ η ηττηθείσα χήρα κληρονόμος, στην προσπάθειά της να δικαιωθεί, προσέφυγε το 2014 στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, θεωρώντας ότι οι δικαστικές κρίσεις των εθνικών δικαστηρίων συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πιο συγκεκριμένα, στη συζήτηση που διεξήχθη το 2018, ισχυρίστηκε παραβίαση του αρ.6 της Σύμβασης περί χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, καθώς ο ΑΠ αρνήθηκε στην περίπτωσή της να εφαρμόσει το κοινό δίκαιο όπως θα το εφάρμοζε για κάθε Έλληνα πολίτη, αλλά, αντιθέτως, επιδίκασε τη διαφορά επί τη βάσει της Σαρία, παρόλο που η διαθήκη του συζύγου της είχε συνταχθεί σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Επιπλέον, επικαλέστηκε ότι με αυτήν τη δικαστική απόφαση, ο ΑΠ της στέρησε την κυριότητα στα ¾ της περιουσίας, γεγονός που συνιστούσε παραβίαση του άρ.1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου περί προστασίας της ιδιοκτησίας οιουδήποτε φυσικού προσώπου. Τέλος, βασιζόμενη στο αρ.6παρ1 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρ.14 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης διακρίσεων παραπονέθηκε για διαφορετική μεταχείριση εξαιτίας θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Ζ. Ενστάσεις για το παραδεκτό της προσφυγής από την Ελληνική Κυβέρνηση
Η Ελληνική Κυβέρνηση, με τη σειρά της, προέβαλε δύο ενστάσεις όσον αφορά το παραδεκτό της αγωγής της χήρας συζύγου. Η πρώτη αφορούσε τη 6μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, η οποία αποτελεί μια εκ των προϋποθέσεων ατομικής προσφυγής στο ΕΔΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η ενάγουσα στην επαναληπτική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου υπέβαλε νέες αιτήσεις και συνεπώς όφειλε να περιμένει την κρίση του Αρείου Πάγου, η οποία τελικώς εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2017.
Το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη ένσταση διότι ναι μεν, όπως έχει επαναλάβει, το ίδιο επιλαμβάνεται των υποθέσεων αφού έχει προηγηθεί η εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, αλλά θα πρέπει, ταυτόχρονα, τα τελευταία να είναι διαθέσιμα και αποτελεσματικά (“available and sufficient”). Εν προκειμένω, μπορεί σε θεωρητικό επίπεδο τα ένδικα μέσα να ήταν προσβάσιμα από την προσφεύγουσα αλλά στερούνταν αποτελεσματικότητας, δηλαδή πιθανότητα ευδοκίμησης. Αυτό μπορεί εύκολα κανείς να το συναγάγει από την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου να απορρίπτει παρόμοια αιτήματα μουσουλμάνων της μειονότητας επιβάλλοντας την υποχρεωτική εφαρμογή της Σαρία. Το δικαστήριο, επιπλέον, δέχεται ότι το τελευταίο στάδιο της εξάντλησης ολοκληρώνεται με την υποβολή της αίτησης (εν προκειμένω το 2014) και πριν καθοριστεί το παραδεκτό της (η συζήτηση περί του παραδεκτού στο ΕΔΔΑ ξεκίνησε το 2018, όταν η αμετάκλητη απόφαση του ΑΠ εξεδόθη το 2017).
Με τη δεύτερη ένστασή της, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί άνισης μεταχείρισης λόγω φύλου ή θρησκείας. Το Δικαστήριο, όμως, έκρινε ότι η ένσταση αυτή θα ήταν προτιμότερο να εξεταστεί ως ζήτημα ουσίας, αφού ήταν στενά συνδεδεμένο με την ουσία της επίκλησης από την προσφεύγουσα του άρ.14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρ.1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Η. Ζητήματα επί της ουσίας
Η προσφεύγουσα σημείωσε ότι ενώ τα κατώτερα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν τη διαθήκη παρότι δεν είχε προλάβει να εκδώσει κληρονομητήριο, το οποίο πράγματι παρά την ένσταση της Κυβέρνησης, δεν αποτελεί προϋπόθεση της εγκυρότητας μιας διαθήκης, Άρειος Πάγος της αποστέρησε τα ¾ της περιουσίας που ήδη είχε μεταγράψει και πληρώσει τα ανάλογα τέλη. Επιπλέον, σημείωσε ότι ο όρος «καθαρή ιδιοκτησία», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τον Άρειο Πάγο για να περιγράψει την επίμαχη περιουσία, έχει έννομες συνέπειες μόνο στις περιπτώσεις που η Σαρία εφαρμόζεται από τον ιεροδίκη, και δεν αναγνωρίζεται από το αστικό δίκαιο. Τέλος, τόνισε ότι το να επιβάλλεις σε κάποιον, έναντι της πραγματικής βούλησής του, ένα δικαίωμα που προστατεύει τη θρησκευτική μειονότητα στην οποία αυτός ανήκει, αποτελεί στοιχείο διάκρισης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και δεν εξυπηρετεί έναν εύλογο σκοπό. Κατά τη γνώμη της, το σύστημα της προστασίας των μουσουλμάνων που ορίζεται σε έναν ειδικό νόμο θα έπρεπε να εφαρμόζεται σ’ αυτούς μόνο προαιρετικά.
Η Κυβέρνηση, από την άλλη, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη νόμιμη προσδοκία της προσφεύγουσας να κληρονομήσει τον σύζυγό της από μόνη τη σύνταξη της διαθήκης, αφού αυτή προσβλήθηκε και εν τέλει κρίθηκε άκυρη. Αντιθέτως, αναγνώρισε νόμιμη προσδοκία στις αδερφές του αποθανόντος, καθώς ο ΑΠ έχει παγίως κρίνει ότι για να θεωρηθεί μία διαθήκη έγκυρη απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση όλων των εκ του νόμου κληρονόμων που ανήκουν στη μειονότητα. Εν προκειμένω, όμως, δεν υφίστατο προηγούμενη συναίνεση των αδερφών. Τέλος, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί άνισης μεταχείρισης. Η ίδια εξήγησε ότι καμία δικαστική απόφαση δεν αναφέρθηκε στην προσωπική της κατάσταση, ως λόγο εφαρμογής της Σαρία, αλλά στο είδος της επίμαχης περιουσίας που άνηκε στα mulkia.
Θ. Αξιολόγηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο ακολούθησε την εξής συλλογιστική: Σε πρώτο στάδιο εξέτασε την πιθανή παραβίαση του άρ.1 του ΠΠ περί του δικαιώματος στην ιδιοκτησία σε συνδυασμό με το αρ.14 της ΕΣΔΑ περί άνισης μεταχείρισης. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η 7έννοια της περιουσίας αφορά τόσο την υφιστάμενη περιουσία όσο και τις περιουσιακές αξίες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων, για την απόκτηση ή την ικανοποίηση των οποίων ο δικαιούχος μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει μια εύλογη ή θεμιτή προσδοκία. Εν προκειμένω μετά την αναγνώριση της εγκυρότητας της διαθήκης από το Πρωτοδικείο της Κομοτηνής, τη μεταγραφή της κληρονομιαίας περιουσίας και την πληρωμή των ανάλογων τελών εγγραφής, η προσδοκία της προσφεύγουσας να κληρονομήσει τον σύζυγό της είναι επαρκούς φύσεως. Σημειωτέον ότι, ο μοναδικός λόγος που η αιτούσα δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση κληρονομητηρίου ήταν επειδή οι αδερφές του αποθανόντος προσέβαλαν άμεσα τη διαθήκη.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο προς εξέταση του ζητήματος της8παραβίασης της αρχής της ισότητας έθεσε στο ίδιο το εξής ερώτημα: «Η αιτούσα, ως η δικαιούχος εκ διαθήκης συνταχθείσας σύμφωνα με τον ΑΚ από έναν μουσουλμάνο διαθέτη, εν προκειμένω του συζύγου της, ήταν σε ανάλογη ή σχετικά παρόμοια κατάσταση με αυτήν ενός δικαιούχου εκ διαθήκης συνταχθείσας σύμφωνα με τον ΑΚ από έναν μη μουσουλμάνο διαθέτη;». Το Δικαστήριο εύκολα διαπίστωσε ότι σαφώς υπήρξε άνιση μεταχείριση, διότι σε οποιονδήποτε άλλον Έλληνα πολίτη που δεν ανήκει στη θρησκευτική μειονότητα, θα εφαρμοζόταν το κοινό δίκαιο και όχι υποχρεωτικά κάποιος άλλος ειδικός νόμος.
Τέλος, το ΕΔΔΑ αναζήτησε μήπως υπάρχει εύλογη και αντικειμενική αιτιολογία που να δικαιολογεί την άνιση μεταχείριση in concreto. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα, δεσμεύεται από υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Συνθήκες περί προστασίας της μειονότητας. Ωστόσο, όπως εύλογα επεσήμανε το Δικαστήριο, οι Συνθήκες αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια σε απόλυτη συμφωνία και συμβατότητα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας που απορρέουν από άλλα μεταγενέστερα διεθνή όργανα, όπως η ΕΣΔΑ. Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο προκειμένου να παρασχεθεί στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια. Αν λοιπόν έχουμε ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς, όπως η Ελλάδα με την Σαρία, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για το δικαίωμα της μειονότητας σε αυτό, εφαρμόζονται με τρόπο που δεν περιλαμβάνει διακρίσεις σε σχέση με τα μη μέλη αυτής της μειονότητας. Επιπλέον, έκρινε ότι η άρνηση στα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να ωφεληθούν κατ’ επιλογή από το κοινό δίκαιο δεν συνιστά μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση ενός πρωταρχικής σημασίας δικαιώματος στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, δηλαδή του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού.
Έπειτα, λοιπόν, από ενδελεχή εξέταση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα. Το πρωτοφανές, όμως, της υπόθεσης είναι ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε για προσβολή του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης όχι της ίδιας της αιτούσας, αλλά του συζύγου της λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Το Δικαστήριο, δηλαδή ερμηνεύοντας διασταλτικά το αρ.14 της ΕΣΔΑ, έκρινε ότι η διαφορετική αντιμετώπιση του θανόντος είχε άμεσα αρνητικές συνέπειες και στη σύζυγό του («discrimination by association»).
Επί της αρχής, η απόφαση του Δικαστηρίου με βρίσκει σύμφωνη. Ωστόσο, διαφωνώ με το σημείο διαπίστωσης παραβίασης του άρ.14 της ΕΣΔΑ αποκλειστικά και μόνο λόγω θρησκευτικής ταυτότητας του κληρονομούμενου. Υποχρεωτική ή προαιρετική, η εφαρμογή της Σαρία, ενός νόμου αντίθετου με τις ευρωπαικές αρχές και αξίες, όπου η θέση της γυναίκας είναι εμφανώς κατώτερη από αυτήν του άντρα, παραβιάζει κατάφωρα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της γυναίκας και εκθέτει τη χώρα μας στη διεθνή κοινότητα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η εφαρμογή της Σαρία θα πρέπει να απαγορευθεί συλλήβδην και όλοι οι Έλληνες πολίτες να υπάγονται στο κοινό, φιλικό προς τις ευρωπαικές επιταγές, ελληνικό δίκαιο.
Βιβλιογραφικές Παραπομπές:
- Α.Ζ. Καλλικλής, Το οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι, 1931
- Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εγχειρίδιο κληρονομικού δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014
Μαρκέτου Κυπριανή
Τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική Αθηνών
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων «The Law Project»
1 Α.Ζ. Καλλικλής, Το οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι, 1931 παρ. 13β, σ. 34.
2 Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εγχειρίδιο κληρονομικού δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014, παρ. 1 σ. 64-65
3 Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εγχειρίδιο κληρονομικού δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014, παρ. 1 σ. 97
4 Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εγχειρίδιο κληρονομικού δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014, παρ. 1 σ. 402
5 «Καθαρή ιδιοκτησία» ή mulkia δηλαδή δημόσια γη, η οποία άνηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πλήρης κυριότητα της οποίας μεταβιβάστηκε σε ιδιώτες και υπόκειτο στη Σαρία επί οθωμανικής κατοχής.
6 άρθρο 35 §1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), «Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης».
7 Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, παρ. 23 σ. 406-407
8 Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, παρ. 12, σ.53