Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν γνωρίζω αν ο κ.Αλέξης Τσίπρας θα παραμείνει επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως που μου είναι γνωστό αφορά τα τραγικά λάθη τακτικής, στρατηγικής και πολιτικής φιλοσοφίας που έκανε. Για κάποιον που «έπιανε πουλιά στον αέρα» ήσαν σωρευτικά και σε κάποιο βαθμό παιδαριώδη. Παράλληλα όμως εμπεριείχαν και ισχυρές δόσεις περιφρόνησης προς τον λαό, τον οποίον ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ως τσούρμο διανοητικώς αναπήρων.
Τέσσερα χρόνια έτσι, ποτέ δεν ασχολήθηκε με τα πραγματικά και ουσιαστικά προβλήματα της χώρας, γιατί προτεραιότητα του ήταν οι ύβρεις, τα θλιβερά υπονοούμενα και οι φοβέρες κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Παράλληλα όχι λίγες φορές, εμφανιζόταν ως ατυχής μίμος του Ανδρέα Παπανδρέου, από τον οποίον σε επίπεδο κύρους και μορφώσεως απείχε κάποια έτη φωτός. Καθηγητής του Χάρβαρντ, πολύγλωσσος και κοσμογυρισμένος ο ένας, καταληψίας σχολείων ο άλλος.
Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας θέλησε να ηγηθεί του χώρου της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, αγνοώντας τις εξελίξεις στην Ευρώπη και τις αναζητήσεις που σε διεθνές επίπεδο γίνονται για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας του 21ου αιώνα. Προφανώς δε, κανένας από τους συμβούλους του δεν ασχολήθηκε με παρόμοιας «ήσσονος σημασίας» για τον ΣΥΡΙΖΑ θέματα, όταν προείχε η καλλιέργεια μίσους, έντασης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Ακόμα χειρότερα, στον κ.Τσίπρα είχε πλήρως διαφύγει το γεγονός ότι στη σημερινή Ελλάδα δεν ισχύει τόσο το ανήκουμε στην Ευρώπη όσο το «είμαστε Ευρώπη».
Κατά συνέπεια, η χώρα έχει μπει σε μια φάση «κανονικότητας» η οποία δύσκολα επηρεάζεται από φαντάσματα του παρελθόντος. Αυτά εξάλλου σε ποσοστό 10% συνολικά έχουν ενταχθεί σε σχηματισμούς όπως το ΚΚΕ και τα ακροδεξιά μορφώματα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι τελευταίες εκλογές, σε καμιά περίπτωση, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής κ.Γιάννης Βούλγαρης, δεν είχαν εκείνο τον «υπαρξιακό» για τη χώρα χαρακτήρα των εκλογών του 2012 και 2015. Με λιγότερο ψυχολογικούς όρους, δεν ήταν αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν critical elections κατά τις οποίες αποδομείται το προηγούμενο κομματικό σύστημα και αναδύεται ένα νέο.
Τέτοιος ήταν ο «εκλογικός σεισμός» των διπλών εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012, όπου οι πρώτες γκρέμισαν τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό και οι επόμενες δρομολόγησαν μια νέα κομματική δομή και δυναμική: νέα κόμματα, νέες πολιτικές ταυτότητες, νέες αναπάντεχες συνεργασίες, μέγα πολιτικό πάθος, έντονη πολιτικοποίηση – όλα χαρακτηριστικά μιας εκλογικής τομής που καθιερώνει νέες πολιτικές, ιδεολογικές και αξιακές διαχωριστικές γραμμές.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι παρά τη δραματικότητά τους, οι εκλογές του 2012 και 2015 διεξήχθησαν με πλήρη σεβασμό των θεσμικών διαδικασιών, με εξαίρεση την απαράδεκτη διατύπωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος του 2015 – χωρίς όμως αυτό να προσδιορίσει το αποτέλεσμα. Η εκλογική ομαλότητα μέσα στην πολιτικοκοινωνική καταιγίδα ήταν απόδειξη της σταθερότητας και της ωριμότητας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, σε πείσμα του πιο ηλίθιου συνθήματος της εποχής των Αγανακτισμένων «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73».
Δυστυχώς για τον κ.Τσίπρα και τους συν αυτώ, από τη συγκυβέρνησή τους με την αστεία ακροδεξιά της εποχής 2015, δεν συνειδητοποίησαν ότι τα πράγματα άλλαζαν στην Ελλάδα.
Αυτό αντιθέτως το κατάλαβαν τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που θα είναι κατά την εκτίμησή μου οι προσεχείς πολιτικοί κυβερνητικοί σχηματισμοί του άμεσου μέλλοντος. Και τα δύο κόμματα έχουν ανανεωθεί και γνωρίζουν που να βαδίζουν και πως. Αντιθέτως όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ με ευθύνη προφανώς του αδιαμφισβήτητου αρχηγού του Αλέξη Τσίπρα, αντί να κινηθεί μπροστά, γύρισε πίσω, σε μια αδιανόητη για ευρωπαϊκό κόμμα εξουσίας αντιπολίτευση, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προσανατολισμό. Σαν να οργάνωνε τους νέους Αγανακτισμένους σε μια εικονική δυστοπική πραγματικότητα που μόνο οι φανατικοί οπαδοί του έβλεπαν.
«…Γι’ αυτό οι προσεχείς εκλογές ίσως αφορούν λιγότερο το ποια κυβέρνηση και περισσότερο το ποια αντιπολίτευση. Ή, σε τελική ανάλυση, αν θα υπάρξουν οι προοπτικές να διαμορφωθεί ένα πιο ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό κομματικό σύστημα για το καλό της Ελλάδας στη νέα εποχή…», επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής κ.Γ. Βούλγαρης και σίγουρα θέτει το σωστό ερώτημα.
Πηγή: lykavitos.gr