Ο άνθρωπος που πριν είκοσι πέντε χρόνια θέλησε να αποτρέψει την πτώχευση της χώρας, θα έπρεπε κάποια στιγμή να δικαιωθεί.
Του Aθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η επιλογή του ΠΑΣΟΚ να προτείνει τον Τάσο Γιαννίτση για υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας, φέρνει στη σκέψη τη γνωστή ρήση: «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Με 25 χρόνια καθυστέρηση, το ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζει, πόσο λάθος ήταν η τότε επιλογή του να απορρίψει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του τότε υπουργού εργασίας, με αποτέλεσμα έξι χρόνια αργότερα η χώρα να μπει στο δρόμο της πτώχευσης.
Ακόμα χειρότερα, η μη αποδοχή εκείνα τα χρόνια της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση, εμπόδισε και την πραγματοποίηση βαθύτερων μεταρρυθμίσεων, σε μια φάση όπου η παγκόσμια οικονομία και μαζί με αυτήν και η ευρωπαϊκή, έμπαιναν σε μια περίοδο δημογραφικών αλλαγών αλλαγών και τεχνολογικών μετασχηματισμών.
Υπό αυτή την έννοια, η ακύρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης το 2001 αποτελεί τραγικό λάθος εθνικής πολιτικής, για το οποίο η ευθύνη φέρουν όλο το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα και μια πρωτοφανής λαϊκή ανευθυνότητα.
Είναι όντως θλιβερό να βλέπει κανείς γονείς να υπονομεύουν το μέλλον των παιδιών τους για λόγους συντεχνιακής πολιτικής και εφήμερης κομματικής «δόξας».
Και πάνω στο τεράστιο αυτό θέμα, πριν λίγες μέρες, ο Τάσος Γιαννίτσης, πριν ακόμα προταθεί από το ΠΑΣΟΚ για το ύπατο αξίωμα στην Ελλάδα, έγραφε τα ακόλουθα στην «Καθημερινή»:
«…….Κανένα Ασφαλιστικό και κανένα μεγάλο θέμα δεν μπορεί να επιβληθεί, αν μια κοινωνία και οι οργανωμένες συνιστώσες της αντιδρούν λυσσαλέα. Και αυτό συνιστά και κεντρικό στοιχείο της δημοκρατίας. Η υπόθεση ότι θα μπορούσε να περάσει το Ασφαλιστικό επειδή θα πίεζε ο πρωθυπουργός είναι ουτοπική Όταν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και όλο το πολιτικό σύστημα, σωστά ή λανθασμένα, αντιδρούν, πρέπει να βρεθεί διέξοδος που να αποτρέψει διχασμούς και αποσταθεροποιήσεις Το 2001 η κοινωνία ήταν σε πολύ διαφορετικά μήκη κύματος Η νίκη της ΟΝΕ ήταν μεθυστική και δεν άφηνε χώρο για καμιά ανησυχία. Μια εμμονή στην επιβολή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, πέρα από το ότι θα αποτύγχανε, θα οδηγούσε άμεσα σε κυβερνητική αποσταθεροποίηση ή και κατάρρευση, θα έδινε πρόσχημα σε άλλες προσωπικές φιλοδοξίες για αρχηγισμούς, θα μπλοκάριζε το έργο της περιόδου 2001- 2004 που ακολούθησε και θα έριχνε τη χώρα σε έναν ακόμα κύκλο παλινδρόμησης, ακριβώς τη στιγμή που μόλις είχε ορθοποδήσει.
Οι αντιδράσεις στο Ασφαλιστικό εκφράζουν την αναζήτηση ενός άλλοθι για όσους συνέβαλαν στη συνολική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάρρευση που ακολούθησε Πρακτικά, για το Ασφαλιστικό κατασκευάστηκε ένα διπλό αντιφατικό αφήγημα. Πρώτον, ότι οι αντιδράσεις εκείνες οδήγησαν σε μια μεγάλη νίκη ενάντια στην πρόθεση συρρίκνωσης δικαιωμάτων Αποσιωπάται το παράλληλο τεράστιο κοινωνικό κόστος που έφερε η «νίκη» εκείνη για τη χώρα, όχι μόνο για τους συνταξιούχους, αλλά και για τους εργαζομένους, τους νέους, την ανάπτυξη, όλους. Δεύτερον ότι ο τότε πρωθυπουργός έφταιγε γιατί δεν τίναξε το 2001 την πορεία της χώρας στον αέρα, προκειμένου να ξεπεράσει τα πρωτόγνωρα πολιτικά εμπόδια που του είχαν στήσει όσοι στη συνέχεια τον επέκριναν για το ότι επέμεινε στον στόχο του. Η επίκριση του Κ. Σημίτη ότι δεν εμπόδισε την ανατροπή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι μια μεγάλη πολιτική φάρσα. Τα δεδομένα του Ασφαλιστικού για πολλά χρόνια μετά το 2001, μέχρι και σήμερα, είναι δραματικά χειρότερα από ό,τι ήταν το 2001…
Το Ασφαλιστικό παρέμεινε και αβγάτισε. Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του από 2% περίπου το 2000 αυξήθηκε στο 4,5% το 2009 και στο 7,1% το 2022. Με την κρίση οι συντάξεις περικόπηκαν σε ατομικό επίπεδο κατά 15% μέχρι 50%, τα ποσοστά αναπλήρωσης σε σχέση με τους μισθούς συρρικνώθηκαν από το 100%-110% το 2001, στο 50%-57% το 2018, και μάλιστα με μισθούς χαμηλότερους κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με πριν. Σήμερα το Ασφαλιστικό επηρεάζει την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την ανεργία, τα δημοσιονομικά, το χρέος και αποτελεί ένα τεράστιο βάρος που πλέον λειτουργεί αθροιστικά με το βάρος που προκαλούν νέες και παράλληλες απειλές (υπογεννητικότητα, γήρανση, κλιματική αλλαγή, ενεργειακά, υπερχρέωση, ανεργία κ.ά.), που στο παρελθόν δεν υπήρχαν ακόμα.
Η Ελλάδα το 2009 κατέρρευσε. Μεταξύ 2009 και 2019 (πριν από την κρίση του κορωνοϊού), σε σύγκριση με το 2008, χάθηκαν λόγω μείωσης του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2008, αθροιστικά 533 δισεκατ. ευρώ (48 δισεκατ. ευρώ κάθε χρόνο). Η ανεργία έπληξε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, οι συντάξεις μειώθηκαν δραστικά, αλλά και οι μισθοί και όλα τα εισοδήματα. Αυτό ήταν το έπαθλο της νίκης από τη ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001. Ας μη μείνουμε σε αριθμούς. Αλλά ας κατανοήσουμε ότι το κόστος της απερισκεψίας και της δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας σε έναν κόσμο που αδυνατεί να επιδοθεί σε εκτιμήσεις και υπολογισμούς, σημαίνει αναλγησία.
Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν διασφαλίζει και ότι, αν είχε περάσει η μεταρρύθμιση του 2001, θα είχε αποτραπεί η κρίση. Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις νομοθετημάτων που, αφού ψηφιστούν, δεν εφαρμόζονται ή ακυρώνονται στην πράξη από επόμενες αποφάσεις, οπότε τα πράγματα μένουν ως έχουν. Ακόμα και αν ο Κ. Σημίτης κατάφερνε να περάσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, το πιο πιθανό είναι ότι στη συνέχεια αυτή θα ακυρωνόταν ή με κάποιον τρόπο θα πάγωνε. Υπάρχει επίσης και το ενδεχόμενο τα ελλείμματα που θα είχαν εξοικονομηθεί από το Ασφαλιστικό, να είχαν δώσει τη δυνατότητα q$. κυβερνήσεις να αυξήσουν τα ελλείμματα για άλλους σκοπούς, οπότε, από αναπτυξιακή σκοπιά, η κατάσταση θα ήταν ίδια. Όμως η κατάρρευση δεν θα είχε προκληθεί από το Ασφαλιστικό και η κατανομή των συνεπειών και των βαρών θα ήταν διαφορετική………».
Όλα αυτά όμως, ως φαίνεται, είναι ψιλά γράμματα για ένα πολιτικό – μιντιακό σύστημα που προτιμά να χαϊδεύει αυτιά και να υπόσχεται φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και γιατί όχι, όταν σε λαϊκό επίπεδο, το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης έχει πάει περίπατο.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Τάσος Γιαννίτσης, λαμπρός επιστήμονας, σεμνός πολιτικός και δημοκράτης με ορθολογικό τρόπο σκέψης, ήταν μια πολύ σωστή επιλογή.