Του Δημήτρη Κούρκουλου
Η πρόσκληση που απηύθυνε ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής προς τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών να συμμετάσχει σε μέρος των συζητήσεων στο προσεχές άτυπο Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε ορισμένα κυπριακά πολιτικά κόμματα. Διερωτήθηκαν ορισμένοι αν μια τέτοια πρόσκληση μπορούσε ή έπρεπε να αποτραπεί από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η μικρή μου διπλωματική εμπειρία με έχει πείσει απολύτως ότι η εξωτερική πολιτική είναι μια στρατηγική που διαμορφώνεται κυρίως υπό την πίεση εσωτερικών παραγόντων. Δεν έχω συνεπώς καμιά πρόθεση να τοποθετηθώ ευθέως σε ένα ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο κομματικού ανταγωνισμού στην Κύπρο αφού δεν γνωρίζω σε βάθος το κυπριακό πολιτικό σκηνικό ούτε βεβαίως γνωρίζω τις τυχόν παρασκηνιακές ενέργειες και συνεννοήσεις που προηγήθηκαν της πρόσκλησης του τούρκου υπουργού.
Είναι όμως σε όλους γνωστό ότι ήδη από τον Νοέμβριο του 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ύπατος εκπρόσωπος σε κοινή ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με την πορεία των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας προτείνουν, μεταξύ άλλων μέτρων εντατικοποίησης του διαλόγου με την Τουρκία, την πρόσκληση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών σε ορισμένες άτυπες συνόδους των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ (Gymnich).
Οι συναντήσεις ευρωπαίων και τούρκων αξιωματούχων είναι κάτι που συμβαίνει με μεγάλη συχνότητα και σε όλα τα επίπεδα, σε επίπεδο αρχηγού κράτους, υπουργών ή υπηρεσιακών παραγόντων εδώ και δεκαετίες. Κάθε τέτοια συνάντηση δεν πρέπει να θεωρείται και δεν είναι επιβράβευση της πολιτικής που ακολουθεί ο προκαλούμενος. Εξάλλου στις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία τα κράτη συνομιλούν ιδίως όταν διαφωνούν.
Εχω προσωπικά παραστεί σε πολλές ευρω-τουρκικές συναντήσεις, τυπικές ή άτυπες, είτε με την ιδιότητα του στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε εκπροσωπώντας την Ελλάδα και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία ήταν η δεύτερη χώρα που συνήψε συμβατικές σχέσεις με τις Βρυξέλλες, τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Τουρκίας, λίγους μήνες μετά τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ – Ελλάδας του 1963. Υπέβαλε αίτηση ένταξης ως πλήρες μέλος το 1987, και από το 1999 έχει το καθεστώς υποψήφιας χώρας.
Θεωρούσα και συνεχίζω να θεωρώ ότι οι συναντήσεις με τους εκπροσώπους της Τουρκίας σε ευρωπαϊκό πλαίσιο όχι μόνο δεν είναι επιζήμιες για τα δικά μας συμφέροντα αλλά αντιθέτως μπορεί να είναι επωφελείς. Τέτοιες συναντήσεις υπενθυμίζουν στους γείτονές μας κάτι που τους είναι δυσάρεστο και μερικές φορές το ξεχνούν: ότι στην ΕΕ όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι οικοδεσπότες, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλα διεθνή φόρα όπως το ΝΑΤΟ ή ο ΟΗΕ όπου οι δύο χώρες λειτουργούν σε ένα πλαίσιο νομικής και διπλωματικής ισότητας.
Δεν νομίζω ότι όσοι προβάλλουν ενστάσεις για την πρόσκληση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών προτείνουν να διακοπεί κάθε είδους επαφή και συνάντηση ανάμεσα σε έλληνες και τούρκους αξιωματούχους. Αφού λοιπόν θα συνεχίσουν να γίνονται συναντήσεις είτε στο ΝΑΤΟ είτε στον ΟΗΕ είτε διμερώς, γιατί να μας προβληματίζει μια συνάντηση σε ευρωπαϊκό πλαίσιο; Στις Βρυξέλλες παίζουμε εντός έδρας, με διαιτητές όχι απολύτως ουδέτερους, και με κανονισμούς που τους έχουμε συνδιαμορφώσει με τους εταίρους μας, χωρίς την Τουρκία!
ΤΑ ΝΕΑ – 22-8-2024