Θέλουν και τα λένε αυτά που λένε για την ανάπτυξη;… Του Γιώργου Κράλογλου

398

Του Γιώργου Κράλογλου

Ποιος ο λόγος με τα τόσα σενάρια ανάπτυξης του 2022 και του 2023 όταν παίζεται ακόμη και η ανάκαμψη; Αισιοδοξία στους πολίτες ή προεκλογικά παιχνίδια;

Δεν στεκόμαστε τυχαία στη συγκεκριμένη επικαιρότητα. Ούτε στην παραγωγή και ιδίως στην αναπαραγωγή και ανακύκλωση σεναρίων και στις επιλογές σεναρίων, τόσο από εγχώριους μελετητές… όσο και από εκτός Ελλάδας αξιόλογους παρατηρητές, με τους οποίους άλλωστε είχαμε και έχουμε χρωστούμενα, όπως με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Μεταφέρουμε την απορία και της αγοράς.

Την απορία επιχειρηματιών που βρίσκονται κυριολεκτικά σε αμηχανία (μαζί με επιχειρηματική απραξία), οι οποίοι κρυφογελούν ακούγοντας το οικονομικό επιτελείο και κορυφές της κυβέρνησης, να αναμασούν στοιχεία για την ανάπτυξη. Την ανάπτυξη (λέει) του 2022; Αυτή που θα φθάσει (με το ζόρι) το 3% ή την άλλη που ίσως πάει και 5% αν σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αυτό είναι που ζητάμε πριν απ’ όλα; Αυτό έχει ανάγκη, τις μέρες που περνάμε, η επιχειρηματική μας κοινότητα, που δεν ήξερε τι θα της ξημερώσει από τον Σεπτέμβρη του 2021; Τότε που η ενεργειακή κρίση είχε ήδη φωλιάσει στα ταμεία της και κανείς δεν της έλεγε που πάμε και που θα φθάσει με την τότε ενεργειακή κρίση το κόστος και ο πληθωρισμός;

Το ξεχάσαμε ότι από τον Οκτώβριο του 2021 είχε ξεκινήσει η ενεργειακή ακρίβεια;

Προς το τέλος του 2021 δεν ήταν που οι κουβέντες για την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στη χώρα με επάνοδο του λιγνίτη και την αξιοποίηση όσο περισσότερων υδροηλεκτρικών ήταν δυνατόν, ήταν καθημερινή “ημερήσια διάταξη” στις συναντήσεις εκπροσώπων της παραγωγής με τις πολιτικές ηγεσίες των οικονομικών υπουργείων;

Το ξέρουμε λοιπόν από το Φθινόπωρο του 2021 ότι δεν πάμε καλά με το κόστος παραγωγής καθώς το ενεργειακό έχει πάρει για τα καλά (ακόμη μια φορά) τον δικό του δρόμο;

Τι κάναμε και τότε;

Ψάχναμε τα κρατικά Ταμεία και τα άλλα δημοσιονομικά μας να βρούμε τρόπους επιδότησης του ενεργειακού κόστους.

Ότι από το τέλος του 2021 ήταν ξεκάθαρο πως τελειώνουμε με αυτά που προσδοκούσαμε για νέες επενδύσεις (αυτές που συζητούσαμε από το 2019) μάλλον δεν μας έλεγε τίποτε. Κανείς, από την κυβέρνηση, δεν έδειξε να ανησυχεί όταν επενδυτές έψαχνε και επενδυτές δεν συναντούσε πουθενά.

Και όταν μιλάμε για αναπτυξιακές επενδύσεις δεν συζητάμε μόνο για τις συνδεδεμένες με αυτά που προκάλεσε σαν ανάγκη η πανδημία ή με τις άλλες της εφοδιαστικής αλυσίδας στην αρχή της ή στο τέλος της.

Επενδύσεις για τις δικές μας ανάγκες είναι μόνο οι μακροπρόθεσμες και εκείνες με θέσεις εργασίας έστω και για τις  περιορισμένες δεξιότητες, από την προσφορά μας, στην αγορά εργασίας.

Είχαμε λοιπόν ή δεν είχαμε έναρξη της δικής μας οικονομικής κρίσης με επίκεντρο τις αυξήσεις στην ενέργεια και τις ενεργειακές ανακατατάξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το τελευταίο 4μηνο του 2021;

Γιατί λοιπόν μένουμε μόνο στις σοβαρές βεβαίως, αλλά και αλυσιδωτές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και όλα τα συνδέουμε μόνο με την εξέλιξη του πολύπλοκου Ουκρανικού ζητήματος;

Θέλουμε να πούμε ότι εκτός από τις επιπτώσεις της πανδημίας, μετά το 2019 και μέχρι το 2021 όλα πήγαιναν καλά με την οικονομία και θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα, αλλά τι να κάνουμε που μας ήλθε και η κρίση του Ουκρανικού και μας ανέκοψε από μια χειμαρρώδη ανάπτυξη;

Από που προκύπτει κάτι τέτοιο;

Από το ρεκόρ που έκανε ο τουρισμός σε αφίξεις το 2019 όταν και τότε ο τζίρος ήταν συζητήσιμος αν θέλουμε να μιλάμε για όλη την Ελλάδα;

Από τους επενδυτές που ουδέποτε ήλθαν ακόμη και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, όπου και τότε σενάρια επί σεναρίων έφερναν επενδυτές και επενδύσεις να αξιοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους. Μια 15ετία από τότε και οι περισσότερες κόντεψαν να γίνουν χωματερές.

Από τις ντόπιες επενδύσεις που τις περιμένουμε πώς και πώς μετά το 2005 και αυτές, αλλά δεν τις είδαμε και δεν τις βλέπουμε γιατί τώρα μας φταίει ότι δεν βρίσκουμε εργατοτεχνικό ανθρώπινο δυναμικό με δεξιότητες;

Από το γεγονός ότι τρέχουμε και δεν φτάνουμε να βρούμε τρόπο να φέρουμε από τις τράπεζες της Αγγλίας, της Ελβετίας του Λουξεμβούργου και της Κύπρου κάπου 50 δισ. επιχειρηματικά κεφάλαια που έχουν κατατεθεί μαζί με εκείνα των νοικοκυριών μιας και οι επιδοτήσεις και τα κάθε είδους χαρτζιλίκια αφήνουν περισσεύματα και για εκτός Ελλάδας καταθέσεις;

Ας πέσουμε στα γόνατα να προσευχηθούμε στον τουρισμό να μας φέρει έστω και και το 70% του τζίρου του 2019 και ας κοιτάξουμε εμείς πως θα φέρουμε βόλτα το κοστολόγιο στο ενεργειακό μας, για να ανακόψουμε την άγρια κατηφόρα της αποεπένδυσης, την ανηφόρα του πληθωρισμού ή τα λουκέτα που έρχονται στη “ραχοκοκαλιά” της οικονομίας (μικρούς και μεσαίους) και ας ξεχάσουμε, μέχρι και το 2025, έστω και τα “οράματα” ανάπτυξης. Καλό θα μας κάνει η προσγείωση στην πραγματικότητα.

Πηγή: capital.gr