Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Συνήθως όταν σε συζήτηση με πολιτικούς τους κάνεις λόγο για τον οικονομικό ρόλο της υγείας και την ανάδειξη της σε παραγωγικό μέγεθος, δεν κρύβουν την τάση τους για υπνηλία με συχνά χασμουρητά. Να όμως που ήλθε η πανδημία Covid-19, τους έπιασε στον ύπνο και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν. Ακόμα χειρότερα, είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν μέτρα με βάση επιστημονικά κριτήρια και όχι την περίφημη λογική του πολιτικού κόστους.
Κατά τα λοιπά, η σοβαρά κρίση της πανδημίας έφερε στο προσκήνιο έναν σχετικό άγνωστο Αμερικανό οικονομολόγο, τον Michael Grossman, 78 ετών, που ήταν ο πρώτος, πριν 40 χρόνια, ο οποίος έθεσε το πρόβλημα της κατανάλωσης ιατρικής περίθαλψης ως συνάρτηση της επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Θα περίμενε κανείς, λέει ο Grossman, ότι η κατάσταση της υγείας είναι τυχαία, ή ίσως, προκαθορισμένη. Δεν είναι. Το άτομο είναι σε θέση να επηρεάζει την υγεία του ανάλογα με το αν είναι πρόθυμο να επενδύει σε υγεία αντί να αγοράζει ικανοποίηση με άλλους τρόπους. Η ζήτησή μας για υγεία, συμπεριλαμβανομένων και των επισκέψεων στο γιατρό, της δίαιτας και της γυμναστικής, αντανακλά μια σειρά επιλογών μεταξύ των απολαύσεων του καπνού, των καταχρήσεων της καλοζωίας, του αλκοόλ και της νυκτερινής ζωής και της επιθυμίας μας να ζήσουμε περισσότερο ή να αποφύγουμε τις συχνές σωματικές διαταραχές.
Με τις απόψεις αυτές, ο Αμερικανικός καθηγητής, έδινε έμφαση στην σχετικά νέα την εποχή εκείνη θεωρία της συμπεριφοράς. Κεντρική ιδέα της νέας αυτής θεωρίας της συμπεριφοράς του καταναλωτή,όταν πρωτοδιατυπώθηκε,ήταν οτι σε κάθε τομέα, το άτομο κάνει θετικές – και λογικές – οικονομικές επιλογές. Δεν είναι το παθητικό θύμα ούτε της βιολογίας ούτε των άλλων κοινωνικών ομάδων, μολονότι ή δραστηριότητα του αναμφισβήτητα επηρεάζεται από αυτές.
Στο παράδειγμα του Grossman, το κάθε άτομο κληρονομεί κατά τη γέννησή του ένα κεφάλαιο υγείας, το οποίο ομως φθείρεται καθώς περνούν τα χρόνια, με ένα ρυθμό πού επιταχύνεται στην αρχή της μέσης ηλικίας. Λογικά λοιπόν, κάθε άτομο,διαχειρίζεται και αρα μπορεί να ξοδεύει το κεφάλαιο της υγείας του,όπως το ίδιο ισχύει και με το χρόνο του… Ο θάνατος επέρχεται όταν το κεφάλαιο υγείας πέφτει κάτω από ένα δεδομένο φυσιολογικό όριο. Αφού διαλέγουμε το μέγεθος της επένδυσης που κάνουμε για να επιβραδύνουμε αυτή τη φθορά, στην πραγματικότητα διαλέγουμε το πότε θα πεθάνουμε, ζυγίζοντας την επιθυμία μας για άμεσες απολαύσεις (πού μας στερούν από τούς πόρους πού επενδύουμε σε κεφάλαιο υγείας) με την επιθυμία για μακροζωία.
Η άνοδος γενικά του βιοτικού επιπέδου μας δίνει τά μέσα νά αφιερώνουμε περισσότερο από το εισόδημά μας σε επένδυση κεφαλαίου υγείας και έτσι να ανεβάζουμε το μέσο όρο της διαρκείας ανθρώπινης ζωής. Αλλά η ατομική μας ζήτηση για υγεία εξαρτάται από πολλές άλλες οικονομικές μεταβλητές συμπεριλαμβανομένης και της αποφάσεώς μας να εργαζόμαστε, καθώς και της αξίας του χρόνου μας. Όσο μεγαλύτερη είναι η αξία του χρόνου μας, τόσο περισσότερα θα ξοδέψουμε για να εμποδίσουμε μια διακοπή της εργασίας μας. Αυτό εξηγεί γιατί ανεβαίνουν τα έξοδα για την υγεία μαζί με το εισόδημα: όχι αναγκαστικά επειδή οι εργαζόμενοι με υψηλότερο εισόδημα έχουν περισσότερα μέσα από τους πιο φτωχούς, αλλά επειδή η αρρώστια γι’ αυτούς αντιπροσωπεύει ένα μεγαλύτερο έξοδο, δεδομένου του μεγαλύτερου κόστους του χρόνου τους. Και γι’ αυτό αφιερώνουν περισσότερους πόρους ώστε να την αποφύγουν.
Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο γενναιόδωρες είναι οι δωρεάν παροχές υγείας τόσο πιο λίγη προσοχή θα δίνουν σε αυτήν οι επωφελούμενοι. Η υγεία στην περίπτωση αυτή θεωρείται δαπάνη και όχι σοβαρή επένδυση. Κλασσική περίπτωση μελέτης, από την άποψη αυτή θα ήταν η εν Ελλάδι διαχείριση ορισμένων Ταμείων επικουρικής ασφάλισης και περίθαλψης και τα αίτια της σημερινής τους κακοδαιμονίας. Η κρίση της πανδημίας έτσι, πέρα από τις υγειονομικές πτυχές της, φέρνει στην επιφάνεια και σοβαρά θέματα όπως η σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο, αλλά και το καίριο ερώτημα αν η υγεία και η διαχείριση της είναι δαπάνη ή επένδυση.
Στον κόσμο μας, οι χώρες που θα θεωρήσουν την υγεία ως δαπάνη, μετά την πανδημία θα επιστρέψουν σε πρώην τρόπους ζωής και στη διάρκεια του 21ου αιώνα θα βρεθούν στους χαμένους. Οι άλλοι, θα θεωρήσουν ότι η πανδημία ήταν και είναι σοβαρό μέσο για μιαν άλλη θεώρηση της πραγματικότητας. Θα τη χρησιμοποιήσουν έτσι, ως εργαλείο αλλαγής και θα μπουν στον κόσμο των μεταρρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα. Από τώρα στοιχηματίζουμε ότι θα είναι με τους νικητές του 21ου αιώνα. Θα είναι με αυτούς που στην κρίση ψάχνουν για λύσεις και για αποτέλεσμα και όχι για συνωμότες και εξορκιστές. Η διαφορά είναι μεγάλη.
Πηγή: ot.gr