Του Θανάση Μπακόλα*
Με το πέρας της τελευταίας Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λίγο πριν από τη επιστροφή στην Αθήνα και ύστερα από τέσσερα μεσάνυχτα εξαντλητικών διαπραγματεύσεων, ανάρτησα στο διαδίκτυο μια τυπική φωτογραφία της ελληνικής αποστολής. Θέλησα, έτσι, να συγκρατήσω μια σημαντική στιγμή της πολιτικής ζωής, αλλά και να τιμήσω μια προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης η οποία απέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα για τα συμφέροντα της πατρίδας.
Η φωτογραφία είναι εύγλωττη. Πέρα, όμως, από τη φανερή ικανοποίηση- ανάμεικτη με την κούραση- στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της, δεν μπορεί να αποτυπώσει τι προηγήθηκε. Μόνον ίσως προγενέστερες εικόνες. Με τους πρωθυπουργούς του Νότου σε διαρκή επαφή μεταξύ τους, αλλά και σε αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον πρόεδρο Μακρόν και την καγκελάριο Μέρκελ, θα αναδεικνυόταν το βάρος εκείνων των εικοσιτετράωρων. Αποδεικνύοντας ότι, καθώς όλη η Ευρώπη άλλαζε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντιζε ώστε η χώρα μας να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τις εξελίξεις.
Το 2017, η Επιτροπή Γιούνκερ είχε εκδώσει ένα περίφημο whitepaper με πέντε σενάρια για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: από το συνειδητό πισωγύρισμα μέχρι το μεγάλο άλμα προς ένα κοινό μέλλον. Σκοπός της, τότε, ήταν να κινητοποιήσει τα κράτη- μέλη, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου της αναβλητικότητας. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά, η πανδημία μετέτρεψε εκείνη την άσκηση επί χάρτου σε ζωτική ανάγκη του παρόντος.
Απαντώντας στη συγκυρία, ο πρωθυπουργός διέγνωσε εγκαίρως τις οικονομικές συνέπειες της παγκόσμιας υγειονομικής απειλής. Την αντιμετώπισε ως εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό στοίχημα. Για αυτό και έσπευσε τον Μάρτιο, να υπογράψει με άλλους οκτώ ηγέτες το αίτημα για την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου. Έθεσε, έτσι, την Ελλάδα στην πρωτοπορία μιας συζήτησης για ένα θέμα- ταμπού στο πλαίσιο της ένωσης. Η οποία δεν ήταν ούτε δεδομένη ούτε και εύκολη.
Δύο μήνες αργότερα, η Γαλλία και Γερμανία εξέπληξαν με τη δυναμική πρότασή τους να επιχορηγηθούν με 500 δισ. ευρώ τα κράτη- μέλη. Η Επιτροπή την υιοθέτησε, προτείνοντας συνολική χρηματοδότηση 750 δισ. Και την κατέθεσε προς διαπραγμάτευση στο τραπέζι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουλίου.
Φτάσαμε έτσι στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών. Εκεί, δηλαδή, όπου κάποιοι από τους συνυπογράψαντες το αβέβαιο αίτημα του Μαρτίου ξανασυναντήθηκαν και φωτογραφίστηκαν. Αυτή τη φορά όμως, σε ένα διαφορετικό ιστορικό φόντο και με άλλη αποστολή: στις πολύωρες επαφές τους με τον γαλλογερμανικό άξονα. Και όχι πλέον, διεκδικώντας μία ιδέα, αλλά αποφασίζοντας την εφαρμογή της. Έγιναν, έτσι, οι πρωτεργάτες μιας τομής που άλλοτε έμοιαζε περίπου αδύνατη: έκδοση κοινού χρέους των ευρωπαϊκών κρατών μέσω κοινού δανεισμού.
Από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα αποτέλεσε έναν δυναμικό παίκτη στη σκακιέρα των εξελίξεων. Η θέση της υπήρξε εξαρχής στρατηγική και όχι τακτική- για αυτό και αποτελεσματική. Και αυτό πιστώνεται στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Ο οποίος, ακόμη και στη διάρκεια της Συνόδου, λειτούργησε πέρα από το σχήμα Βορράς- Νότος. Αντιλαμβανόμενος το αληθινό διακύβευμα, δεν εγκλωβίστηκε σε περιφερειακές μάχες. Αλλά επικεντρώθηκε στο βασικό ζητούμενο: η Ευρώπη να πάρει τη μεγάλη απόφαση χωρίς να λυγίσει και πάλι κάτω από την αμηχανία της. Αυτό προσπάθησε και αυτό πέτυχε.
Στην αποφασιστικότητα, την ευελιξία και τη γνώση των ευρωπαϊκών συνθηκών του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλεται, νομίζω, η εθνική επιτυχία της 21ης Ιουλίου. Και στις ηγετικές του ικανότητες (πόσα χρόνια έχουμε να δούμε Έλληνα πρωθυπουργό να συνομιλεί ισότιμα με τους ισχυρούς της Ένωσης;) Θεωρώ ότι πιστώνεται το μέγα κέρδος της χώρας: να βρίσκεται, δηλαδή, στην κορυφή των ωφελούμενων με πόρους σημαντικά υψηλότερους από το σύνολο σχεδόν των εταίρων μας.
Πίσω ωστόσο από τον Πρωθυπουργό στοιχήθηκε με επιτυχία και μια πολιτικά άρια και τεχνοκρατικά ώριμη ομάδα. Ήταν αυτή που τον στήριξε αθόρυβα, μένοντας στο πλάι του κάθε στιγμή στη διάρκεια των συνομιλιών. Ένα στιγμιότυπο το δηλώνει: δέκα ώρες πριν από το κλείσιμο της Συνόδου, η ελληνική αποστολή παρατήρησε ότι ενώ είχε αυξηθεί το μερίδιο των δανείων στο υπό διαπραγμάτευση «πακέτο», δεν είχε προσαρμοστεί ανάλογα και η κλείδα κατανομής του. Κάτι που έθετε, όμως, σε κίνδυνο την απορρόφηση των συνολικών πόρων. Μια «λεπτομέρεια» κρίσιμη, που είχε διαφύγει την προσοχή των Ιταλών, των Ισπανών και των Πορτογάλων.
Με χαρτί, μολύβι, υπολογισμούς και ευρωπαϊκούς κανονισμούς, οι Έλληνες ζήτησαν συνάντηση με τις άλλες αντιπροσωπείες του Νότου. Και ύστερα από συνεννοήσεις υποβάλαμε κοινή τροποποίηση. Η πρωτοβουλία της Αθήνας δεν παρουσιάστηκε ως δική της πρόταση, αλλά ως ενιαία θέση πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Και έτσι έγινε δεκτή. Το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα εξασφάλισε πρόσθετα κεφάλαια σχεδόν 6 δισ.!
Μια φωτογραφία, λοιπόν, του χθες κρύβει, σίγουρα, πολλά άγνωστα μυστικά του. Έχει όμως, τη δύναμη να λειτουργεί και ως πυξίδα του αύριο. Τώρα, έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ευκαιρία. Τα 72 δισ. ευρώ που μας αναλογούν για τα επόμενα επτά χρόνια μας προσφέρουν τη δυνατότητα να αλλάξουμε τον παραγωγικό χάρτη της Ελλάδας. Και κυρίως να βρει τη θέση της σε αυτόν η νέα γενιά.
Είμαστε, άλλωστε, πολύ πιο έτοιμοι και ικανοί από όσο φανταζόμαστε. Το απέδειξε ο Έβρος, η αντίσταση στον κορωνοϊό, η αντοχή της οικονομίας και της κοινωνίας. Το απέδειξε και η εμπειρία των Βρυξελλών. Έχουμε, συνεπώς, δυνάμεις περισσότερες από αυτές που φαίνονται. Για αυτό και δεν μπορεί να τις δείξει μια απλή, αναμνηστική φωτογραφία…
*σύμβουλος του Πρωθυπουργού, αρμόδιος για θέματα ΕΕ και ΗΠΑ με βάση τις Βρυξέλλες