Του Νίκου Αυλώνα*
Η πανδημία της COVID-19 είναι η πιο σημαντική κρίση για τη δημόσια υγεία του αιώνα που διανύουμε και η αιτία μιας βαθύτερης οικονομικής ύφεσης. Έχει επιταχύνει τον ρυθμό αλλαγής στον επιχειρηματικό κόσμο, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να προσπαθούν να προσαρμοστούν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Η πανδημία ανέδειξε περισσότερο τρωτά σημεία των επιχειρήσεων, των συστημάτων δημόσιας υγείας, αλλά και της λειτουργίας του ίδιου του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, αποδείχθηκε ότι οι κοινωνίες και οι οικονομίες μας δεν είναι τόσο ανθεκτικές όσο πιστεύαμε. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Καναδά, μιας από τις σημαντικότερες οικονομίες του πλανήτη, αφού περισσότερο από το 50% των εταιρειών έχει χάσει τουλάχιστον το 20% των εσόδων τους.
Είναι γεγονός ότι κάποιοι οικονομικοί κλάδοι πλήττονται σε πολύ ισχυρό βαθμό, όπως αυτοί του τουρισμού, των αερομεταφορών, της εστίασης και του εμπορίου. Ωστόσο, ορισμένοι άλλοι ευνοούνται σημαντικά από την παρούσα συγκυρία, όπως για παράδειγμα τα σούπερ μάρκετ, οι βιομηχανίες τροφίμων, συγκεκριμένες φαρμακευτικές εταιρείες, ιδιωτικά νοσοκομεία, καθώς και οι ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές επιχειρήσεις (courier). Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πήχης για τη συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας και για τη διατήρηση των εργασιακών πλεονεκτημάτων προς τους εργαζομένους τους, τίθεται σαφώς πιο ψηλά.
Κάτι που κατανόησαν κάποιες επιχειρήσεις είναι πόσο σημαντικό είναι να δείξουν την πραγματική τους ευαισθησία, οργανώνοντας ουσιαστικές δράσεις με γνώμονα τη δημιουργία ενός θετικού αντικτύπου στην κοινωνία και στους εργαζομένους τους, χωρίς να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση μέσω της κατ’ επίφαση Εταιρικής Υπευθυνότητας. Επιπλέον, οι σχέσεις με τους εργαζομένους και τα μέτρα ασφάλειας που έχουν αναλάβει κάποιες επιχειρήσεις είναι σημαντικά για το ηθικό και την πραγματική ασφάλεια των εργαζομένων.
Ένα από τα μαθήματα που πήραν οι επιχειρήσεις είναι, επίσης, το γεγονός ότι τόσο η ανθεκτικότητα όσο και οι πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης είναι απαραίτητες. Η έλλειψη ανθεκτικότητας είναι στην πραγματικότητα έλλειψη σχεδιασμού και προετοιμασίας. Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να προβλέψουν και να προετοιμαστούν για όλα τα μελλοντικά σενάρια, αλλά και να ανακάμψουν πιο άμεσα από τις κρίσεις που ενδέχεται να προκύψουν. Εδώ θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και την επανεξέταση της αντοχής της εφοδιαστικής αλυσίδας των επιχειρήσεων, καθώς είναι σημαντική για την ανθεκτικότητα του ανεφοδιασμού. Από έρευνα που διεξήχθη στην Ελλάδα, το 70% των εταιρειών που συμμετείχαν αντιμετώπισε έλλειψη βασικών πρώτων υλών που λαμβάνουν από εισαγωγές και είναι ζωτικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία τους.
Επιπροσθέτως, η COVID-19 μας έδειξε ότι η κατανόηση της διασύνδεσης των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων είναι ακόμα ελλιπής, ενώ έχει πλέον ενισχυθεί η σημασία της εφαρμογής όλων των πτυχών της ατζέντας της Βιώσιμης Ανάπτυξης από τις επιχειρήσεις. Ειδικά, από τις επιχειρήσεις που θα παραμείνουν βιώσιμες στη μετά COVID -19 εποχή.
Εν κατακλείδι, εφόσον οι επιχειρήσεις καταφέρουν να αντιταχθούν στις τρεις ταυτόχρονες μάχες που αντιμετωπίζουμε: πανδημία – οικονομική κρίση – κλιματική αλλαγή, μπορούν να βγουν τελικά νικήτριες, ενδυναμωμένες, χωρίς μεγάλες απώλειες.
*πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών