Τι έγραφε ο Βολταίρος για τον φανατισμό πριν από δυόμισι αιώνες… Του Κωνσταντίνου Μπελέζου

489

Του Κωνσταντίνου Μπελέζου*

Ο François-Marie Arouet (1694-1778), ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire), ο εμβληματκότερος ίσως εκπρόσωπος του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος, ιστορικός και φιλόσοφος, εξέδωσε το 1764 στη Γενεύη το περίφημο προπαγανδιστικό έργο του, με τίτλο: Dictionnaire philosophique (= Φιλοσοφικό Λεξικό). Σε αυτό εξέφραζε με γλαφυρότητα, σαφήνεια και οξεία αντιθρησκευτική διάθεση τις αντιλήψεις του για την ύλη, τον κόσμο και τον άνθρωπο, την Ιστορία, την ελευθερία και το ιδανικό σύστημα διακυβέρνησης, καθώς και τις βασικές του θέσεις για την πολιτική και τη δεισιδαιμονία.

Στα λήμματα του Λεξικού, τα περισσότερα μικρής έκτασης, λιγότερα δε μελέτες ολόκληρες, περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής χριστιανικού ή θρησκευτικού ενδιαφέροντος θέματα: Αβάς, Αβραάμ, Αγαθό, Άγγελος, Αδάμ, Άθεος/αθεϊσμός, Αίρεση, Ανάσταση, Ανεξιθρησκία (ανοχή), Αντιτριαδικό Δόγμα, Απάτη, Αποκάλυψη, Άρειος, Αρετή, Βαβέλ, Βάπτισμα, Βεβαιότητα, Γένεσις, Δαυίδ, Δεισιδαιμονία, Δίκαιο/άδικο, Διωγμός, Δόγματα, Δόξα, Ειδωλολατρία, Ελευθερία, Ενθουσιασμός, Εξομολόγηση, Έπαρση, Έρωτας, Ευαγγέλια, Ηθική, Θαύματα, Θεϊστής, Θεολόγος, Θεός, Θεότητα Ιησού, Θρησκεία, Ιεζεκιήλ, Ιερά Εξέταση, Ιερείς, Ιεφθάε (περί θυσιών ανθρωπίνου αίματος), Ιουδαία, Ιουλιανός, Ιστορία Ιουδαίων βασιλέων, Ιώβ, Ιωσήφ, Κατακλυσμός, Κατήχηση, Κίνα, Κόλαση, Μάρτυρες, Μεσσίας, Μεταμόρφωση, Μετουσίωση, Μύθοι, Μωυσής, Νηστεία, Νόμοι, Όνειρα, Ουρανός, Παπισμός, Παύλος, Πεπρωμένο, Περιτομή, Πέτρος, Πιστεύω, Πίστη, Προκαταλήψεις, Προπατορικό Αμάρτημα, Προφήτες, Σολομών, Σύνοδοι, Σώμα, Τέλος, Ύλη, Φανατισμός, Χάρη, Χριστιανισμός, Ψευδο-αρετές, Ψυχή κ.ά.

Το κείμενό του ειδικότερα για τον φανατισμό χρησιμοποιεί παραδείγματα από την ιουδαϊκή, τη γαλλική και την παγκόσμια Ιστορία που επιβεβαιώνουν την «τρέλα» της δεισιδαιμονίας και καταδικάζουν τις αποτρόπαιες εκφράσεις της. Μέσω αυτών των παραδειγμάτων υποδεικνύει στους δικαστές να είναι ψύχραιμοι και προπαντός δίκαιοι, σε όλους δε τους γνωστικούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν τον φόβο και την προκατάληψη και να στραφούν στην αληθή, την κριτική Φιλοσοφία, την Φιλοσοφία δηλαδή των Διαφωτιστών. Μας αφήνει ακόμη να εννοήσουμε ότι οι περισσότερες θρησκείες προάγουν ή ανέχονται τον φανατισμό και δεν βοηθούν τους απλούς ανθρώπους να έχουν καθαρή και αμερόληπτη κρίση ή να εκφράζουν δίχως αναστολές την προς όλους αγάπη. Από όλες τις θρησκείες, τελικά, θαυμάζει την κινεζική· επαινεί τον Κομφουκιανισμό για την ταπείνωση και την ανεκτικότητά του.

Παρά την εμπάθεια που χαρακτηρίζει την κριτική του Βολταίρου έναντι της βιβλικής θρησκείας και ιδιαίτερα του Χριστιανισμού, δικαιολογημένη εν μέρει και από όσα ο ίδιος προσωπικά βίωσε στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ελβετία, αδικαιολόγητη δε όπου παραλείπει να εξετάσει σε βάθος τις πηγές του και τον πυρήνα του Ευαγγελίου, το έργο του διαπνέεται από τον πόθο του για την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, από την αγάπη του για τον υπεύθυνο άνθρωπο και την αδιάφθορη λειτουργία των θεσμών, από την απογοήτευσή του για την ουσιώδη αμάθεια, την εγγενή βία και τον δομικό φανατισμό, δια των οποίων χειραγωγούνται άτομα και μάζες από πονηρούς ανθρώπους και οργανωμένα συμφέροντα.
Στο κείμενο που ακολουθεί και διατηρεί, νομίζουμε, την επικαιρότητά του φαίνεται ολοκάθαρα πόσο απασχολούσε τον Βολταίρο ο θρησκευτικός ιδίως φανατισμός, που τρέφεται από την αλαζονεία και ‒ωσάν άλλη γάγγραινα‒ κατατρώει τη λογική και οδηγεί στη μανία και τον φόνο.

***

«Ο φανατισμός είναι για τη δεισιδαιμονία ό,τι είναι η έξαψη για τον πυρετό, ό,τι είναι η οργή για το θυμό. Όποιος έχει εκστάσεις, οράματα, όποιος παίρνει τα όνειρά του για πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις του για προφητείες, έχει απλώς καταληφθεί από έξαρση. Όποιος όμως υποστηρίζει την τρέλα του με το φόνο είναι ένας φανατικός.

Ο Ζαν Ντιάζ, που είχε αποτραβηχτεί στη Νυρεμβέργη και ήταν βαθιά πεπεισμένος πως ο πάπας ήταν ο Αντίχριστος της Αποκαλύψεως και πως είχε το σημάδι του ζώου, είχε καταληφθεί από έξαρση· ο αδελφός του, Βαρθολομαίος Ντιάζ, που έφυγε από τη Ρώμη για να πάει να σκοτώσει τον αδελφό του, και που πράγματι τον σκότωσε για την Αγάπη του Θεού, ήταν ένας από τους πιο αποτρόπαιους φανατικούς που έπλασε ποτέ η δεισιδαιμονία.
Ο Πολύευκτος πηγαίνει στο ναό σε μία ημέρα τελετής για να ανατρέψει και να σπάσει τα αγάλματα και τις διακοσμήσεις· είναι κι αυτός βεβαίως ένας φανατικός, ίσως λιγότερο φριχτός από τον Ντιάζ, όχι όμως λιγότερο ανόητος. Οι δολοφόνοι του δούκα Φραγκίσκου ντε Γκιζ, του Γουλιέλμου πρίγκιπα της Οράγγης, του βασιλιά Ερρίκου Γ΄ και του Ερρίκου Δ΄, ήταν κι αυτοί μανιασμένοι και άρρωστοι από λύσσα, όπως και ο Ντιάζ.

Το πιο αποτρόπαιο παράδειγμα φανατισμού είναι το παράδειγμα των αστών του Παρισιού, που έσπευσαν να δολοφονήσουν, να σφάξουν, να εκπαραθυρώσουν, να κατακρεουργήσουν, τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, τους συμπολίτες τους επειδή δεν πήγαιναν να εκκλησιαστούν.

Υπάρχουν φανατικοί ψύχραιμοι: όπως οι δικαστές, που καταδικάζουν σε θάνατο εκείνους που μοναδικό τους έγκλημα είναι να μη σκέφτονται σαν αυτούς· κι αυτούς τους δικαστές τούς επιβαρύνει ακόμη περισσότερο η ενοχή, αξίζουν ακόμη περισσότερο την κατάρα του ανθρώπινου γένους, επειδή, αφού δεν είχαν καταληφθεί από μανία όπως οι Κλεμάν, οι Σατέλ, οι Ροβιαγιάκ, οι Ζεράρ, οι Νταμιέν, θα έπρεπε να είχαν ακούσει τη λογική.
Όταν ο φανατισμός βλάψει σαν γάγγραινα το μυαλό, η αρρώστια είναι σχεδόν ανίατη. Έχω δει δαιμονισμένους οι οποίοι, μιλώντας για τα θαύματα του αγίου Παρί, βαθμιαίως έφταναν σε παροξυσμό παρά τη θέλησή τους: τα μάτια τους έβγαζαν φλόγες, τα μέλη τους έτρεμαν, η παραφορά αλλοίωνε το πρόσωπό τους και μπορούσαν να σκοτώσουν όποιον τους αντιμιλούσε.

Δεν υπάρχει άλλο αντίδοτο σ’ αυτήν την επιδημική αρρώστια από τη φιλοσοφική σκέψη, η οποία, καθώς μεταδίδεται σιγά σιγά, εξημερώνει τα ανθρώπινα ήθη και προλαβαίνει τις ακρότητες του κακού. Μόλις αυτό το κακό αρχίσει να προοδεύει, καλό θα ήταν να το βάλουμε στα πόδια και να περιμένουμε μέχρι να καθαρίσει ο αέρας. Οι νόμοι και η θρησκεία δεν επαρκούν εναντίον αυτής της πανούκλας των ψυχών η θρησκεία, αντί ν’ αποτελεί γι’ αυτές τις ψυχές μια σωτήρια τροφή, γίνεται δηλητήριο στα μολυσμένα ήδη μυαλά. Αυτοί οι άθλιοι έχουν πάντα στο νου τους το παράδειγμα του Αόντ, που δολοφόνησε το βασιλιά Εγκλόν της Ιουδήθ που αποκεφάλισε τον Ολιφέρνη πλαγιάζοντας μαζί του· του Σαμουήλ που κατακρεούργησε το βασιλιά Αγκάγκ. Δεν καταλαβαίνουν πως αυτά τα παραδείγματα μπορεί να ήταν αξιοσέβαστα στην αρχαιότητα, αλλά για μας είναι αποτρόπαια· αντλούν την οργή τους από την ίδια τη θρησκεία, η οποία όμως τα καταδικάζει.

Οι νόμοι στέκονται ακόμη εντελώς αδύναμοι απέναντι σ’ αυτές τις εκρήξεις της οργής· είναι σαν να προσπαθείτε να διαβάσετε μια δικαστική απόφαση σ’ έναν παράφρονα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι πως το άγιο Πνεύμα τους διακατέχει, πως είναι υπεράνω των νόμων, πως η έξαρσή τους είναι ο μόνος νόμος στον οποίο πρέπει να υπακούσουν.

Τι ν’ απαντήσει κανείς σε κάποιον που ισχυρίζεται ότι προτιμά να υπακούει στο Θεό παρά στους ανθρώπους και που συνεπώς είναι σίγουρος ότι θα αξιωθεί την αιώνια ζωή σφάζοντάς σας;

Συνήθως είναι οι απατεώνες που καθοδηγούν τους φανατικούς και τους βάζουν το στιλέτο στο χέρι. Θυμίζουν το Γέρο του Βουνού που, όπως λένε, έδινε σε κάτι ηλίθιους να γευτούν τις χαρές του Παραδείσου· μετά τους έταζε την αιωνιότητα αυτών των απολαύσεων, που μια πρόγευσή τους είχαν πάρει, με την προϋπόθεση ότι θα δολοφονούσαν αυτούς που ο ίδιος θα κατονόμαζε.

Μόνο μια θρησκεία στον κόσμο δεν είχε μολύνει ο φανατισμός, και αυτή είναι η θρησκεία των λογίων της Κίνας. Τα δόγματα των φιλοσόφων όχι μόνο είχαν απαλλαγεί από αυτήν την πανούκλα, αλλά ήταν και το αντίδοτο της· διότι η επίδραση της φιλοσοφίας έγκειται στο να γαληνεύει την ψυχή και ο φανατισμός δεν συμβιβάζεται με τη γαλήνη.

Και εάν την άγια μας θρησκεία μας την έχει τόσο συχνά διαφθείρει αυτή η καταχθόνια μανία, πρέπει να τα βάλουμε με την τρέλα των ανθρώπων.

Ο Ίκαρος σαν τα φτερά επήρε
Τη χρήση τους αντέστρεψε
Σωτήρια τα δέχτηκε
Μα το χαμό του βρήκε.
(Μπερτό, επίσκοπος του Σέεζ)»

(: Βολταίρου, Φιλοσοφικό Λεξικό [μτφρ. Φωτεινή Ταμβίσκου/ Ξανθίππη Τσελέντη]. Αθήνα: εκδ. «Πιρόγα» 2009 [α΄ έκδοση: «Στάχυ» 2001], σ. 437-439)

*Καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ